Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν μίλησε, λοιπόν. Σε ποιον, όμως, μίλησε; Είναι το πρώτο ερώτημα που μπορεί να θέσει κάποιος. Μίλησε χωρίς ποτέ να θελήσει, να τολμήσει να κατονομάσει αυτούς που τον ανάγκασαν να το κάνει –τα περίφημα «κίτρινα γιλέκα». Πρόφερε μετρημένα λόγια συντριβής και, όπως επισήμανε αμέσως ο τύπος, «αποδέχτηκε» να προχωρήσει σε μέτρα ελάφρυνσης του φορτίου που βαραίνει το πιο φτωχό τμήμα του πληθυσμού, αλλά «χωρίς να ενδώσει» σε οτιδήποτε θα σηματοδοτούσε μια αλλαγή κατεύθυνσης, προσφέροντας ικανοποίηση στο κίνημα εξέγερσης που εδώ και τέσσερις εβδομάδες πυρπολεί τη χώρα.
Τις επόμενες μέρες θα κάνουμε τον απολογισμό ποιος ακριβώς κέρδισε και τι, για το άμεσο μέλλον και πιο μακροπρόθεσμα, και ποιος μπορεί να ικανοποιηθεί με αυτά. Για μια φορά ακόμα υποσχέθηκε ότι οι πολίτες θα έχουν το λόγο, στο πλαίσιο μιας «παραχώρησης» σε εθνική κλίμακα, όπου ο ίδιος θα ερχόταν σε επαφή με τους τοπικούς εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού. Και συνόδευσε το λόγο του με δύο στοιχεία που θα έπρεπε να ανησυχήσουν κάθε δημοκράτη. Πρώτον, με μια μακρά διακήρυξη αυστηρότητας κατά «της αταξίας και της αναρχίας» –«έδωσα τις πιο αυστηρές οδηγίες στην κυβέρνηση»– πράγμα που σημαίνει σαφώς ότι οι διαδηλώσεις έχουν υπαχθεί σε ένα είδος προληπτικής κατάστασης ανάγκης και ότι οι αστυνομικές ωμότητες δεν πρόκειται να περιοριστούν. Δεύτερον, έθεσε ξανά το θέμα τής εθνικής ταυτότητας, που αμέσως μεταφράστηκε σε «μεταναστευτικό ζήτημα», ένα «ζήτημα» που δεν έπαιζε οποιοδήποτε ρόλο στο κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», το οποίο, όμως, γνωρίζουμε ότι έχει απήχηση στη δεξιά και την άκρα δεξιά τής πολιτικής σκακιέρας.
Δεν πιστεύω ότι αυτός ο λόγος και η ενορχήστρωση της οποίας θα τύχει, βγάζει τον πρόεδρο από το απόλυτο αδιέξοδο, στο οποίο έχει κλειστεί μετά από δεκαοχτώ μήνες άσκησης εξουσίας. Κι αυτό ανοίγει προοπτικές, ταυτόχρονα ενδιαφέρουσες, και επικίνδυνες, στο βαθμό που είναι άγνωστες. Για να προσπαθήσουμε να τις αποκρυπτογραφήσουμε, όμως, πρέπει πρώτα να δούμε σχηματικά τις συνθήκες ανόδου τού Μακρόν στην εξουσία και τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της πολιτικής που ακολούθησε, η οποία αναμφίβολα δεν φανταζόταν κανείς ότι θα είχε αυτή τη μορφή.
Στην παγίδα της εξουσίας
Θα επισημάνουμε πρώτα-πρώτα ότι ο Εμανουέλ Μακρόν εκλέχτηκε όχι όπως έχει μερικές φορές ειπωθεί «ερήμην», αλλά σε αντιπαράθεση με έναν υποψήφιο που η πλειονότητα της χώρας δεν ήθελε και που τον αποτελείωσε η βιντεοσκόπηση του χρηματισμού του (σήμερα ή αύριο τα πράγματα μπορεί ν΄ αλλάξουν, αλλά αυτό θα οφείλεται απολύτως σε δικό του λάθος). Η υποψηφιότητα Μακρόν είχε προετοιμαστεί από καιρό μέσω ενός δικτύου επιρροής, το οποίο απλωνόταν από τις υψηλές σφαίρες της οικονομίας και του δημοσίου μέχρι ορισμένους διανοούμενους και συνδικαλιστές τού κοινωνικού φιλελευθερισμού, στο οποίο, όμως, το βάρος των πρώτων ήταν από την αρχή καθοριστικό. Γι΄ αυτό το περίφημο «ταυτόχρονα», που χαρακτήριζε τον προεκλογικό λόγο, υποχώρησε αμέσως προς όφελος μιας οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής σαφώς νεοφιλελεύθερης. Η οποία, μάλιστα, πήρε πολύ επιθετική μορφή, που τη δικαιολογούσε το (όχι πολύ πρωτότυπο) σύνθημα του καθυστερημένου «εκσυγχρονισμού», ο οποίος συνδέθηκε με την «επανίδρυση της Ευρώπης».
Ο προκάτοχός του είχε υποχωρήσει πολύ γρήγορα στις εντολές (και αναμφίβολα στους εκβιασμούς) των εγχώριων και αλλοδαπών κέντρων, όπως και στα μαθήματα δημοσιονομικής λιτότητας του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Ο Μακρόν τον υπερακόντισε με την ομολογημένη αξίωση να συμμετάσχει στη διεύθυνση του σχεδίου. Αλλά η πιο σοβαρή από τις συνέπειες στη σημερινή περίσταση υπήρξε αναμφίβολα ο τρόπος με τον οποίο, εξαιτίας της απουσίας κόμματος ή πραγματικού πολιτικού κινήματος, εξέλεξε μια πλασματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με μεθόδους μάνατζμεντ και με πρόταγμα την κυβερνητική αποτελεσματικότητα. Η πλειοψηφία αυτή δεν διαθέτει αυτονομία ούτε ρίζες στο έδαφος και καταλήγει να απαξιώνει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που ήδη είχε σοβαρά προβλήματα εξαιτίας των αυταρχικών θεσμών της 5ης Δημοκρατίας.
Η ευρωπαϊκή πολιτική του Μακρόν
Όσο για τα σημαντικά χαρακτηριστικά της πολιτικής του, νομίζω ότι πρέπει να επισημάνουμε τουλάχιστον τέσσερις πλευρές, κάθε μία από τις οποίες χρειάζεται προφανώς βαθύτερη ανάλυση. Η πρώτη είναι η ευρωπαϊκή διάσταση, που είναι καθοριστική λόγω της συγκυρίας και της αλληλεξάρτησης των εθνικών οικονομικών και πολιτικών συστημάτων. Είναι σίγουρα πολύ δύσκολη η κατάσταση, καθώς η ΕΕ έχει μπει ανεπίστρεπτα σε μια υπαρξιακή κρίση, η οποία σημαδεύεται ταυτόχρονα από τη βαθιά αποξένωση της κοινής γνώμης, από την είσοδο των κρατών-μελών σε κατάσταση μη κυβερνησιμότητας, από τη γιγαντιαία διεύρυνση του ρήγματος ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της ηπείρου και από τη σύγκρουση μεταξύ του λόγου των οπαδών της «εθνικής κυριαρχίας» και των «ευρωπαϊστών», η οποία τείνει να συγχέεται με έναν κοινωνικό ανταγωνισμό, με την προσθήκη, όμως, εθνικιστικών συνεκδοχών, που φτάνουν ως την ξενοφοβία.
Όμως, η αναγκαιότητα της ενότητας των λαών σε ηπειρωτική κλίμακα είναι τόσο μεγάλη, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παγκόσμιες οικονομικές προκλήσεις και να υπάρξει δέσμευση στην προοπτική μιας οικονομίας αλληλέγγυας στους τομείς της ενέργειας, της κατανάλωσης και του κλίματος, αλλά και με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας των ανθρώπων (κυρίως των νέων), ώστε θα μπορούσαμε να νιώσουμε χαρά βλέποντας τον Μακρόν να τίθεται επικεφαλής σ΄ αυτό το πεδίο. Το έκανε, όμως, με έναν τρόπο ολότελα μη ρεαλιστικό και συντηρητικό, χωρίς να θέσει ούτε το ζήτημα του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ούτε των κανόνων τής οικονομικής ορθοδοξίας, ούτε των διεθνικών κοινών αγαθών, ούτε του εκδημοκρατισμού σε βάθος των κοινοτικών θεσμών. Τελικά, ενίσχυσε την κατάσταση που οδηγεί στην κατάρρευση, τη στιγμή που όφειλε να διατυπώσει την υπόθεση μιας αληθινής αναδημιουργίας της Ευρώπης, ώστε να τεθεί στην υπηρεσία του πληθυσμού της, βαδίζοντας στην ανάγκη ενάντια στο ρεύμα των εταίρων του. Σε ορισμένα σημεία, όπως το ζήτημα της υποδοχής των προσφύγων και των μεταναστών, συνέχισε χωρίς ενδοιασμούς το διπλό παιχνίδι των προκατόχων του, και το επιδείνωσε, γεγονός που είχε σοβαρές συνέπειες.
Ο οικονομικός «μακρονισμός»
Η ευρωπαϊκή πολιτική, προφανώς, δεν μπορεί να διαχωριστεί από το μπλοκ των πολιτικών στο οικονομικό-χρηματιστηριακό πεδίο, που αποτελεί την καρδιά αυτού που πρέπει να ονομαστεί «μακρονισμός». Είναι μια πολιτική ενισχυμένης λιτότητας, που δεν λέει το όνομά της. Τελικά το προφέρει, αλλά σε μια αργκό που προσιδιάζει στη συγκεκριμένη κυρίαρχη οικονομική ιδεολογία, που δεν έχει αλλάξει από την έναρξη της μεγάλης κρίσης του 2010, παρά τα μαθήματα που έχουμε πάρει: «πολιτική προσφοράς», «ανταγωνιστικότητας», «συγκράτηση των δημοσίων δαπανών», «μείωση του κόστους εργασίας», «ανασφάλεια»…
Η μόνη ενεργός ζήτηση που πραγματικά τον ενδιαφέρει, είναι η εξωτερική ζήτηση, ή η ζήτηση των προνομιούχων τάξεων, οι οποίες αντέχουν τις υψηλές τιμές των βασικών καταναλωτικών αγαθών, κατά το γερμανικό πρότυπο, σε βάρος του βιοτικού επιπέδου και της αγοραστικής δύναμης της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού. Ο προσανατολισμός αυτός είναι αυτοκτονικός για την ίδια την εθνική οικονομία και βρίσκεται στον αντίποδα ενός νεο-κεϊνσιανισμού, που θα ήταν αναγκαίος, ώστε να οδηγηθούν οι συλλογικές δραστηριότητες και τα ατομικά προσόντα στην οδό του μετασχηματισμού του καθεστώτος οικονομικής μεγέθυνσης, της μαζικής κατάρτισης των ατόμων και της διαχείρισης των προβλημάτων που αναδεικνύει η κρίση του παλαιού βιομηχανικού μοντέλου.
Οι χρηματιστηριακοί δείκτες και οι μετοχικές αξίες βασιλεύουν και το χάσμα τών εισοδημάτων διευρύνεται χωρίς τέλος, διαμορφώνοντας σιγά-σιγά μια δυαδική κοινωνία. Οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι οι μεταβλητές στις προσαρμογές του προϋπολογισμού, ο δηλωμένος εχθρός κάθε κυβέρνησης. Το φορολογικό σύστημα, έχοντας εγκαταλείψει κάθε προοδευτικότητα, όλο και πιο φανερά γίνεται ένα σύστημα επιδότησης των κατεχόντων από τους μη κατέχοντες.
Αντι-κοινωνική πολιτική
Αγγίζουμε έτσι την τρίτη πλευρά, που αναμφίβολα είναι και η πιο λεπτή, γιατί αφορά την καθημερινότητα. Είναι αυτή που η εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων», η οποία επιταχύνθηκε εξαιτίας ενός φόρου που χωρίς ντροπή χαρακτηρίστηκε «οικολογικός», –όρθωσε κατά πρόσωπο μπροστά στους κυβερνώντες και τους συμβούλους τους. Η κοινωνική πολιτική, ουσιαστικά συμπιεστική και καταστροφική, δηλαδή αντι-κοινωνική, δεν είναι παρά το άλλο πρόσωπο της οικονομικής πολιτικής. Αναμφίβολα, ένα καπιταλιστικό καθεστώς δεν χαρακτηρίζεται από την αρχή της ισότητας. Ωστόσο, μπορεί προσωρινά να κινηθεί μέσα σε όρια βιώσιμης ανισότητας, αν ο κοινωνικός ανταγωνισμός –αυτό που άλλοτε αποκαλούσαμε «αγώνες»– με τη συμβολή και πολιτικών που σχετίζονται με το εθνικό συμφέρον και την εθνική συνοχή (τις οποίες θα έπρεπε να ξανασκεφτούμε σε ηπειρωτική κλίμακα), βάζουν φρένο στη φτωχοποίηση και επιβάλουν κάποιου βαθμού αναδιανομή, είτε μέσω της φορολογίας είτε μέσω των κοινωνικών υπηρεσιών.
Ο Μακρόν έκανε ακριβώς το αντίθετο, λες και είχε δει την εκλογή του σαν εντολή να επιταχύνει τα χτυπήματα: κατά του εργατικού δικαίου, κατά της προοδευτικής φορολογίας, κατά των επαγγελματικών διαπραγματευτικών και αντιπροσωπευτικών δεσμών, κατά των κοινωνικών υπηρεσιών. Η ιδέα που τα συνέδεε όλα αυτά, ήταν αναμφίβολα ότι θα αντισταθμιζόταν η ερήμωση της κοινωνίας των «πολιτών» με ένα μείγμα προπαγάνδας υπέρ του «επιχειρηματικού πνεύματος» και ενός μοραλισμού της ορθής σκέψης, χωρίς να τους περνάει από το μυαλό ότι θα μπορούσε η φωτιά να ξανανάψει…
Θα σταθώ για λίγο ακόμα σ΄ αυτό το σημείο περνώντας στην τέταρτη πλευρά. Ας μη μιλάμε μόνο, όπως παλιά, για την ιδεολογική διάσταση του μακρονισμού, αλλά μάλλον για ένα συμβολικό φορτίο, που κατέληξε να εκραγεί με ακραία βίαιο τρόπο, επειδή βρέθηκε αντιμέτωπο με μια υλική κατάσταση ανυπόφορη για πάρα πολλού΄ς και συγχωνεύτηκε μ΄ αυτή. Δίκαια υπογραμμίστηκαν οι πλευρές του χαρακτήρα του προέδρου που αποκαλύπτει η συμπεριφορά του: η επιθετικότητά του, η φανερή περιφρόνησή του για τους «χαμένους, τους «αγράμματους» και τους βιοπαλαιστές που δεν τα φέρνουν βόλτα. Ήταν τόσο φανερές, που το περιβάλλον του χρειάστηκε να του επισημάνει τις αρνητικές εκτιμήσεις για την ικανότητά του να κυβερνά.
Πιστεύω, όμως, ότι πρόκειται για την επιφάνεια ενός βαθύτερου προβλήματος, που μεταφράζει σωστά η πανταχού παρούσα φράση σ΄ όλες τις συγκεντρώσεις των «κίτρινων γιλέκων»: «Μάς περνάνε για ηλίθιους!». Ποιοί; Η κυρίαρχη τεχνοκρατία της χώρας (που συχνά είναι επίσης και πλουτοκρατία), που περιλαμβάνει από εκείνους που φαντασιώνονται πως είναι παντογνώστες και ειδικοί για όλα, μέχρι εκείνους τους οικονομολόγους που εξηγούν, χωρίς να τους πιάνουν τα γέλια, ότι οι δυσκολία της Γαλλίας «να παραμείνει στην κούρσα» οφείλεται στην απουσία «βασικής οικονομικής κουλτούρας» των πολιτών.
Ο «αρμόδιος» λαός
Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι δεν το αντιλήφθηκε το πλήθος των πολιτών, ότι έχει ξεχάσει ποια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στο δημοκρατικό αξίωμα, δηλαδή την αρμοδιότητα ενός λαού, εξοπλισμένου με πληροφορίες απαραίτητες και κατανοητές, και το ολιγαρχικό αξίωμα της άγνοιας και της κουταμάρας του. Φέρτε αυτή την αίσθηση σε επαφή με μια απόγνωση που σε κολλάει με την πλάτη στον τοίχο, προσθέστε μια κατάφωρη απάτη με θέμα την οικολογία (την επομένη ακριβώς της παραίτησης του υπουργού, που είχε επιφορτιστεί με το καθήκον να την υπερασπιστεί και που δεν έκρυψε πως ένιωσε ότι είχε προδοθεί) και θα έχετε μια αληθινή λαϊκή εξέγερση, αβέβαιη ίσως για την κατάληξή της, αλλά με πλήρη συνείδηση του στόχου της, που δεν την αφήνει να λήξει όσο δεν παίρνονται υπόψη οι αιτίες που την προκάλεσαν (…)
Η κατάσταση δεν μπορεί να εξελιχθεί, να ξεμπλοκάρει, ή να προχωρήσει όπως θα ήταν επιθυμητό, παρά μόνο από την πλευρά του ίδιου του «κινήματος». Από το τι είναι αυτό το «κίνημα» και από το τι θα γίνει, εξαρτάται τι θα συμβεί ΄στο εξής. Όπως όλος ο κόσμος (εκτός από εκείνους που έχουν έμφυτη την επαναστατική γνώση), βρίσκομαι σε έξαψη και αναμονή, έτοιμος να μετάσχω σε πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων (πρώτα απ΄ όλα του δικαιώματος να διαδηλώνουμε ελεύθερα και με ασφάλεια, χωρίς να έχουμε στόχο την αδιάκριτη πρόκληση καταστροφών) και να διατυπώσω γνώμες, που μπορούν να τροφοδοτήσουν τη δημόσια συζήτηση και υπόκεινται, αναγκαστικά, σε αναθεώρηση.
Προφανώς, δεν πρόκειται να διεκδικήσω για λογαριασμό μου άνοδο του βιοτικού επιπέδου μου, γιατί δεν τη χρειάζομαι. Βλέπω, αντίθετα, πως είναι επείγουσα, απόλυτη, καθοριστική ανάγκη, να προβληθούν κι άλλα συμφέροντα, εξίσου θεμελιώδη, και προσπαθώ να τοποθετηθώ με τη σκέψη μου στη σκοπιά απ΄ την οποία βλέπει τα πράγματα το σύνολο ενός κινήματος, που, σιγά-σιγά, αφορά όλη την κοινωνία και εμπεριέχει ένα σημαντικό μέρος του μέλλοντός της. Οι Γάλλοι που δεν ενδιαφέρονται αν θα ικανοποιηθούν τα αιτήματα των «κίτρινων γιλέκων», αν θα βάλουν ένα τέρμα στις νεοφιλελεύθερες λογικές και, μ΄ αυτό τον τρόπο, θ΄ ανοίξουν ένα δημοκρατικό και κοινωνικό πέρασμα, είναι μειοψηφία. Αυτό μπορεί ν΄ αλλάξει, αλλά τη στιγμή αυτή είναι αναπότρεπτα γεγονός. Όλοι έχουμε το καθήκον να το κατανοήσουμε και το δικαίωμα να μιλήσουμε γι΄ αυτό, ή, καλύτερα, να κάνουμε υποθέσεις.
Τι είναι, λοιπόν, με όλη τη βαρύτητα και την πολλαπλότητα των συγκεντρώσεων τους τα «κίτρινα γιλέκα»; Οι ανακοινώσεις τους, οι περιγραφές που δίνουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους και επιβεβαιώνουν αξιοσημείωτες έρευνες που έγιναν σε πραγματικό χρόνο, δείχνουν ότι αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα (και γι΄ αυτό το λόγο έχουν ευρύτατη υποστήριξη) όχι του γαλλικού πληθυσμού, με τη στατική έννοια, όπως καταγράφεται σε κατηγορίες κοινωνικές, επαγγελματικές, ηλικιακές, με βάση το φύλο ή τον τόπο κατοικίας κ.λπ. Αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα με την έννοια αυτού που διαμορφώνεται στην πορεία, εξαιτίας των γενικών τάσεων του σύγχρονου καπιταλισμού, που οι κυρίαρχες πολιτικές έχουν επιδεινώσει και καταστήσει αντιληπτές.
(τέλος πρώτου μέρους)
Étienne Balibar
Πηγή: Η Εποχή