«Hρθε ο άνθρωπος που έγινε εχθρός με τις γαζέλες και το αγρινό μαζί. Οι θεοί βαρέθηκαν τα παιδακίσια παράπονα: υπάρχουν φορές που η άμμος σκαρφαλώνει για να φτάσει μέχρι τον ουρανό ισχυριζόμενη ότι είναι τα βουνά που άρχισαν πρώτα, και άλλες φορές είναι οι βουνοκορφές που στοχεύουν στα ουράνια παραπονούμενες για τις επιδρομές της άμμου. Οι θεοί όμως θύμωσαν και τιμώρησαν τους αντίπαλους μ’ έναν διάβολο που λέγεται άνθρωπος. Εναπόθεσαν την υπόθεση στα δικά του χέρια, κι εκείνος ήρθε για να κατοικήσει στο ουάντι μαζί τους. Ησύχασαν οι θεοί και δεν άκουγαν παράπονα πια».
Ο Ιμπραχίμ αλ Κούνι είναι ένας «μύθος». Είναι ο συγγραφέας που έφερε πιο κοντά στο παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό τον πολιτισμό και τη μυστικιστική καταγωγή των Αράβων. Κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο του «Το αίμα της πέτρας» από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Ελένης Καπετανάκη. Είχε πρωτοεκδοθεί το 1990 και είχε εξαιρετικές κριτικές. Πριν αναφερθούμε όμως στην πλοκή του τόσο ιδιαίτερου αυτού βιβλίου είναι σημαντικό να γνωρίσουμε τον συγγραφέα του.
Ο Ιμπραχίμ αλ Κούνι γεννήθηκε το 1948 στη νοτιοδυτική Λιβύη. Πέρασε την παιδική του ηλικία στην έρημο, όπου μεγάλωσε με τις παραδόσεις των Τουαρέγκ, των «μπλε ανθρώπων». Τουαρέγκ και ο ίδιος, ασπάστηκε τις ιδεολογίες της αυτοεξορίας και της απομόνωσης ως μορφών αντίστασης και ως μέσων για τη διατήρηση της παράδοσης και της ταυτότητάς του. Εμαθε αραβικά στα δώδεκά του χρόνια. Σπούδασε φιλοσοφία και συγκριτική λογοτεχνία στο Ινστιτούτο Γκόρκι της Μόσχας, πόλη στην οποία εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Υπήρξε εκδότης πολιτιστικού περιοδικού στη Βαρσοβία. Εχει γράψει περισσότερα από 80 έργα, εμπνευσμένα όλα από τον πολιτισμό της ερήμου. Εχει λάβει τα περισσότερα λογοτεχνικά βραβεία από κάθε άλλον εν ζωή Αραβα συγγραφέα, από τον Περσικό Κόλπο μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό. Τα βιβλία του, γραμμένα στα αραβικά, έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες. Το 2015 ήταν υποψήφιος και για το Διεθνές Βραβείο Booker. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί επίσης το εξαιρετικό μυθιστόρημά του «Το χρυσάφι και η κατάρα της ερήμου».
Στο «Αίμα της πέτρας» ο Λίβυος συγγραφέας αφηγείται την ιστορία του Ασούφ, ενός νεαρού-ερημίτη-αιγοβοσκού που ζει στα απάτητα «βάθη» της νότιας Λιβύης. Δεν ξέρει πώς να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους και συνομιλεί μόνο με τα τζίνι και τα πλάσματα της φύσης. Η ζωή του είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα θρυλικά αγρινά, τα «ιερά» άγρια κατσίκια των βουνών.
Ο ήρωας του Αλ Κούνι δεν τρώει κρέας. Του είναι αδύνατον να φάει ακόμα και τα κατσίκια του κοπαδιού του. Νιώθει σαν να τρώει τον εαυτό του. Γι’ αυτόν ζώα και άνθρωποι μοιράζονται μια κοινή ψυχή. Ο συγγραφέας αναπτύσσει διαδοχικά μια «μυθολογική προφητεία» όπου διαβολικοί άνθρωποι έρχονται σ’ αυτόν τον τόπο για να προδώσουν την ιερή συμφωνία με τη φύση. Κυνηγούν ζώα υπό εξαφάνιση και για να επιτύχουν τον στόχο τους καταστρέφουν στο διάβα τους τα πάντα.
Ο Ασούφ έχει διδαχθεί από τον σούφι πατέρα του πώς να επιβιώνει στην έρημο, πώς να κυνηγά, πώς να συμπεριφέρεται στην καμήλα του με σεβασμό και τρυφερότητα και βέβαια πώς να κάνει οικονομία στο πολύτιμο νερό, αλλά και τις σφαίρες. Ο ήσυχος ποιμενικός του τρόπος ζωής όμως απειλείται από τον «πολιτισμό», οι άνθρωποι των πόλεων φτάνουν σιγά-σιγά στη Νότια Λιβύη. Ερχονται κυβερνητικοί αξιωματούχοι και λένε στον Ασούφ ότι από εδώ και στο εξής θα είναι ο θεματοφύλακας των προϊστορικών βραχογραφιών της περιοχής που έχουν αρχίσει να προκαλούν το ενδιαφέρον αρχαιολόγων και άλλων επιστημόνων. Γκρουπ τουριστών από το εξωτερικό αρχίζουν να επισκέπτονται το μέρος. Ο Ασούφ βλέπει αυτούς τους επισκέπτες και την πολύ περίεργη συμπεριφορά τους με κάποιο ενδιαφέρον στην αρχή, αλλά κρατά μια προσεκτική απόσταση λόγω της μεγάλης του συστολής. Κρύβει το κοκκίνισμα και την αμηχανία του πίσω από το πέπλο του, ένα από τα χαρακτηριστικά στολίδια της ανδρικής φορεσιάς των Τουαρέγκ. Οι κρατικοί υπάλληλοι εκπλήσσονται όταν ο Ασούφ απορρίπτει τον μισθό που του προσφέρουν– γι’ αυτόν τα χρήματα είναι άχρηστα γιατί ό,τι χρειάζεται μπορεί να το βρει στην έρημο.
Αυτή η αρχικά ήπια «σύγκρουση πολιτισμών» είναι δυστυχώς μόνο ο προάγγελος των χειρότερων πραγμάτων που θα ακολουθήσουν: μια μέρα φτάνουν δύο κυνηγοί με «μεγάλη πείνα για κρέας». Περηφανεύονται πως σκότωσαν τις τελευταίες γαζέλες στον βορρά για την πλάκα τους και ζητούν από τον Ασούφ να τους βοηθήσει να βρουν και να κυνηγήσουν το «μυθικό» αγρινό. Ο αναγνώστης μπορεί ήδη να φανταστεί πώς θα τελειώσει αυτή η συνάντηση ανάμεσα σε έναν «αρχαίο» και έναν «σύγχρονο» πολιτισμό. Η δύναμη των ανθρώπων που κατέχουν τα όπλα, χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό, υπερτερεί.
Η έντονα ποιητική και ταυτόχρονα φιλοσοφική αφήγηση του Αλ Κούνι εγείρει κορυφαία υπαρξιακά αλλά και οικολογικά ερωτήματα για το μέλλον. Και υπογραμμίζει τα μαθήματα που μπορούμε να πάρουμε από τις παραδοσιακές κοινωνίες όσον αφορά το πώς να ζήσουμε σ’ αυτόν τον πλανήτη χωρίς την κοντόφθαλμη υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Είναι ένα βιβλίο που αναπνέει τον αέρα της ερήμου και μεταφέρει με ισχυρή λογοτεχνική αφήγηση τον βαθύ σεβασμό που νιώθουν για τον τόπο τους οι άνθρωποι που σέβονται ακόμα το περιβάλλον που γεννήθηκαν.
Κυριακή Μπεϊόγλου