Macro

Πώς η ανταγωνιστικότητα έγινε, χωρίς να αμφισβητηθεί, μία από τις μεγάλες αρετές της σύγχρονης κουλτούρας

Η διευρυνόμενη οικονομική ανισότητα είναι το ακαδημαϊκό θέμα της μόδας, όμως η τάση της αυξανόμενης απόκλισης πλούτου και εισοδήματος υπάρχει εδώ και αρκετές δεκαετίες. Πώς η κλιμακούμενη ανισότητα πετυχαίνει να είναι ελκυστική για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα;

Τα χρόνια μετά την τραπεζική κατάρρευση του 2008 άρχισε μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το μοντέλο του καπιταλισμού μας δεν δημιουργεί απλώς όλο και μεγαλύτερη ανισότητα, αλλά εξουσιάζεται από τα συμφέροντα μιας μικρής μειοψηφίας του πληθυσμού. Η περίοδος μετά την κρίση γέννησε τη δική της κοινωνιολογική κατηγορία -το 1%- και πρόσφατα απέδωσε το πρώτο, σχετιζόμενο με αυτή, μεγάλο έργο οικονομικής θεωρίας, το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα του Τομά Πικετί, ένα βιβλίο αφιερωμένο στην κατανόηση του γιατί η ανισότητα συνεχίζει να μεγαλώνει.

Αυτό που προκαλεί περισσότερο θυμό αυτήν τη στιγμή δεν είναι η ανισότητα, που στο κάτω κάτω μεγαλώνει στη Βρετανία από το 1979, αλλά η αίσθηση ότι το οικονομικό παιχνίδι είναι στημένο. Αν αφήσουμε το θυμό κατά μέρος για λίγο, τίθενται δύο ερωτήματα για όσους ενδιαφέρονται για την κοινωνιολογική ερμηνεία της νομιμοποίησης. Πρώτον, πώς η αυξανόμενη ανισότητα κατάφερε να διατηρείται ελκυστική πολιτισμικά και πολιτικά για τόσο πολύ καιρό; Και δεύτερον, πώς σταμάτησε πλέον να λειτουργεί αυτό το μοντέλο νομιμοποίησης;

Από κάποιες απόψεις, η έννοια της ανισότητας δεν βοηθά εδώ. Σπάνια υπήρξε ηγέτης της πολιτικής ή των επιχειρήσεων που είπε «η κοινωνία χρειάζεται περισσότερη ανισότητα». Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες από τις πολιτικές που αύξησαν την ανισότητα από τη δεκαετία του ’70 ήταν γνωστές. Αν και είναι δελεαστικό να κοιτάξει κανείς στο παρελθόν και να νιώσει παραπλανημένος από την εποχή πριν από 2008, ήταν σχετικά σαφές τι συνέβαινε και πώς δικαιολογούνταν. Αντί να μιλούν όμως με όρους δημιουργίας περισσότερης ανισότητας, οι διαμορφωτές πολιτικής πάντα προτιμούσαν έναν άλλο όρο που στην πραγματικότητα οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα: την ανταγωνιστικότητα.

Η ανταγωνιστικότητα είναι μια ενδιαφέρουσα έννοια και μια ενδιαφέρουσα αρχή πάνω στην οποία μπορεί να στηρίξει κανείς κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς. Όταν βλέπουμε τις καταστάσεις ως «ανταγωνισμούς» υποθέτουμε ότι οι μετέχοντες έχουν ίσες ευκαιρίες στην αρχή. Υποθέτουμε επίσης ότι προσπαθούν για τη μέγιστη ανισότητα στο τέλος. Το να απαιτούμε την «ανταγωνιστικότητα» σημαίνει να απαιτούμε οι άνθρωποι να αποδεικνύουν την αξία τους ο ένας σε σχέση με τον άλλο.

Η ανταγωνιστικότητα έχει γίνει, χωρίς να αμφισβητηθεί, μία από τις μεγάλες αρετές της σύγχρονης κουλτούρας. Θαυμάζουμε τις ανταγωνιστικές πόλεις του κόσμου, λατρεύουμε τους αθλητές επειδή νίκησαν, ανοίγουμε την τηλεόραση και παρακολουθούμε διαγωνιζόμενους να μαγειρεύουν ο ένας εναντίον του άλλου. Στην τηλεόραση, σε ριάλιτι εκπομπές ανταγωνισμού ή σε αθλητικές διοργανώσεις, η διάκριση ανάμεσα στην ανταγωνιστική ψυχαγωγία και στον καπιταλισμό διαλύεται κι αυτά ενώνονται. Γιατί να μας φανεί περίεργο στο ελάχιστο που ανακαλύπτουμε ότι σε μια κοινωνία όπου η ανταγωνιστικότητα έχει αναχθεί σε υπέρτατη ηθική και πολιτισμική αρετή δημιουργούνται αυξανόμενα επίπεδα ανισότητας;

Αν δεν θέλει κανείς να πέσει σε βιολογικό απλουστευτισμό, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι πώς φτάσαμε εδώ. Για να το απαντήσουμε θα πρέπει να στραφούμε πρώτα στις ρίζες της νεοφιλελεύθερης σκέψης στη δεκαετία του 1930. Για τον Φρίντριχ Χάγιεκ στο Λονδίνο, τους ορντοφιλελεύθερους στο Φράιμπουργκ και τον Χένρι Σίμονς στο Σικάγο, ο ανταγωνισμός δεν ήταν μόνο ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά της αγοράς. Ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο οι αγορές ήταν πολιτικά επιθυμητές, επειδή διατηρούσαν την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των μορφών ολοκληρωτισμού και κρατικού κεντρικού σχεδιασμού, σύμφωνα με τον Χάγιεκ, ήταν το ότι αρνούνταν να ανεχθούν τον ανταγωνισμό. Έτσι, το νεοφιλελεύθερο κράτος θα οριζόταν πρώτα απ’ όλα από τη χρησιμοποίηση της κρατικής εξουσίας για την υπεράσπιση των διαδικασιών ανταγωνισμού, χρησιμοποιώντας αντιμονοπωλιακούς νόμους και άλλα εργαλεία.

Ένας τρόπος να καταλάβουμε το νεοφιλελευθερισμό, όπως κατέδειξε καλύτερα ο Φουκό, είναι ως προέκταση των αρχών του ανταγωνισμού σε όλες τις πλευρές της ζωής, με την ισχύ του κράτους να τις στηρίζουν. Η κυριαρχία του κράτους δεν υποχωρεί και δεν αντικαθίσταται από τη διακυβέρνηση, αναπροσαρμόζεται έτσι ώστε η κοινωνία να γίνεται ένα είδος «παιχνιδιού» που δημιουργεί νικητές και ηττημένους.

Η επικράτηση των θέσεων του Νόμου και των Οικονομικών της Σχολής του Σικάγου είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική συρρίκνωση του ρόλου του κράτους ως ρυθμιστής της αγοράς. Η δε θεωρία της «εθνικής ανταγωνιστικότητας» του Μάικλ Πόρτερ οδήγησε σε έναν νέο πολιτικό προσανατολισμό, προς την αναζήτηση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Οι δύο διαδικασίες έχουν τις διανοητικές τους ρίζες στη μεταπολεμική περίοδο, πέτυχαν όμως σημαντική πολιτική επιρροή από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και μετά. Είναι σημαντικά συστατικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού.

Η μελέτη αυτών των φιλοσοφικών παραδόσεων καθιστά δυνατό το να δει κανείς πώς αναπτύχθηκε μια ολόκληρη ηθική και φιλοσοφική κοσμοθεωρία που δέχεται ότι οι ανισότητες είναι ένα δίκαιο και συναρπαστικό αποτέλεσμα της καπιταλιστικής διαδικασίας την οποία επιβλέπουν οι πολιτικές αρχές. Από αυτή την άποψη το κράτος είναι ένας μόνιμος συνεργός στην αύξηση της ανισότητας, αν και οι εταιρείες, τα διευθυντικά στελέχη και οι μέτοχοι είναι οι προφανείς ωφελούμενοι.

Αντίθετα, με βάση το έργο του Λικ Μπολτανσκί, (On Justification, The New Spirit of Capitalism, The Enrichment Economy) μπορούμε να καταλάβουμε πώς ο ανταγωνισμός, η ανταγωνιστικότητα και τελικά η ανισότητα καθίστανται δικαιολογήσιμες και αποδεκτές, διαφορετικά η παρατεινόμενη παρουσία τους στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή φαίνεται απλώς ακατανόητη.

Αυτή η προσέγγιση μας βοηθά επίσης να καταλάβουμε τι δυσλειτουργεί τα τελευταία χρόνια το οποίο θα έλεγα ότι είναι το εξής: Σε κάποια στιγμή στην ιστορία της νεοφιλελεύθερης σκέψης οι υποστηρικτές της πέρασαν από τη στήριξη των αγορών ως πεδίων ανταγωνισμού στο να αντιμετωπίζουν όλη την κοινωνία ως μια μεγάλη αρένα ανταγωνισμού. Σύμφωνα με το δεύτερο μοντέλο δεν υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στα πεδία της πολιτικής και της κοινωνίας. Η μετατροπή των χρημάτων σε πολιτική ισχύ, σε νομική δύναμη, σε μιντιακή επιρροή ή σε εκπαιδευτικό πλεονέκτημα, είναι δικαιολογήσιμη στο πλαίσιο αυτού του πιο σκληρού καπιταλιστικού μοντέλου του νεοφιλελευθερισμού. Το πρόβλημα της συγκέντρωσης μεγάλου πλούτου στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι τελικά, όπως έχει συζητηθεί τον τελευταίο καιρό, πρόβλημα ολιγαρχίας.

Επιπροσθέτως, δεν υπάρχουν πια εξωτερικές, ανεξάρτητες ή ανώτερες αρχές για να απευθυνθεί κανείς, μέσα από τις οποίες οι ολιγάρχες μπορούν να ελεγχθούν. Οι «νόμιμες δραστηριότητες» χρειάζονται άλλες εξουσίες οι οποίες να ελέγχουν τη νομιμότητά τους. Αυτή είναι η βασική αρχή πάνω στην οποία βασίζεται ο διαχωρισμός νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο ισχύει σε σχέση με την οικονομική ισχύ, αλλά αυτό είναι που έχει χαθεί.

Οι ελεγκτές, οι λογιστές, οι εφοριακοί, οι δικηγόροι, οι δημόσιοι θεσμοί, έχουν γίνει μέρος του οικονομικού ανταγωνισμού και μπορούν να αγοραστούν. Για να χρησιμοποιήσω μια αθλητική μεταφορά που αρέσει στους μεγαλοεπιχειρηματίες, είναι σαν η καλύτερη ποδοσφαιρική ομάδα να μην έχει αγοράσει μόνο τους καλύτερους προπονητές, γυμναστές και εγκαταστάσεις, αλλά και τους διαιτητές, και τους δημοσιογράφους. Οι θεσμοί που είναι υπεύθυνοι να κρίνουν τον οικονομικό ανταγωνισμό έχουν χάσει κάθε αυθεντία, πράγμα που μετατρέπει το όνειρο της «αξιοκρατίας» και των «ίσων ευκαιριών» (κρίσιμων ιδεών μέσα στο νεοφιλελεύθερο φαντασιακό) σε ερείπια. Μιλώντας πολιτικά αυτό είναι τόσο αποτυχία νομιμοποίησης όσο και πρόβλημα κλιμακούμενης υλικής ανισότητας.

Το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση που ονομάζω «κατά το δοκούν νεοφιλελευθερισμό», κατά το δοκούν επειδή δεν λειτουργεί πια με κανενός είδους πνεύμα δικαιοσύνης και πλουραλισμού. Η προτεραιότητα γίνεται αποδεκτή ως τέτοια με κάθε κόστος. Αν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται «παράλογα», τους «ωθούμε». Αν οι τράπεζες δεν δανείζουν, φουσκώνουμε τους ισολογισμούς τεχνητά. Αν ένα νόμισμα σταματάει να χαίρει εμπιστοσύνης, οι πολιτικοί θα πρέπει να το εγγυώνται σαν να είναι απόλυτη προτεραιότητα. Αν ο κόσμος διαμαρτύρεται αγοράζουμε κανόνια νερού. Πρόκειται για ένα σύστημα του οποίου οι συνθήκες καταρρέουν διαρκώς και το οποίο οι κυβερνήσεις πρέπει διαρκώς να επισκευάζουν.

Η οργή με το 1% ( και πιο σωστά με το 0,1%), η αίσθηση ότι ακόμα και οι ευκατάστατοι μετά βίας ωφελούνται, θα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτη. Έχει καθυστερήσει κιόλας. Για πολλά χρόνια έχουμε λειτουργήσει με μια πολιτισμική και ηθική κοσμοθεωρία που βρίσκει αξία μόνο στους «νικητές». Οι πόλεις μας πρέπει να είναι κορυφαίες στον κόσμο για να έχουν σημασία. Τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι «εξαιρετικά» αλλιώς φθίνουν. Είναι μια φιλοσοφία που καταδικάζει την πλειοψηφία των χωρών, των ανθρώπων και των οργανισμών στην κατηγορία των «ηττημένων». Δείχνει επίσης εντελώς ανίκανη να υποστηρίξει το αξιοκρατικό της ιδεώδες. Η ανακάλυψη ότι αν δώσεις αρκετή ελευθερία στο νικητή, τελικά θα προσπαθήσει να κλείσει το παιχνίδι υπέρ του για πάντα, θα πρέπει να θέσει εν αμφιβόλω την εμμονή μας με την ανταγωνιστικότητα. Τότε θα μπορούμε να βρίσκουμε αξία στα πράγματα άλλη από το να είναι καλύτερα από κάποια άλλα.

O William Davies διδάσκει στο κολέγιο Goldsmiths του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και είναι ο συγγραφέας του βιβλίου The Limits of Neoliberalism: Sovereignty, Authority & The Logic of Competition που εκδόθηκε πρόσφατα.

Πηγή: London School of Economics