Macro

Πολυμέρης Βόγλης: “Η γενιά του Πολέμου ήταν άνθρωποι με βούληση για αντίσταση”

Η αφορμή για τη συζήτησή μας είναι ότι ψάχναμε έναν βετεράνο του Πολέμου να μας μιλήσει και δεν βρίσκαμε. Σημαίνει αυτό κάτι για το πώς θ’ αφηγούμαστε πια τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα;

Δεν νομίζω ότι θα αλλάξει η αφήγηση για τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο ή γενικότερα για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αφήγηση έχει εδραιωθεί στο πέρασμα των δεκαετιών στην ιστορική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Είναι μια αφήγηση εθνική και ενωτική, η 28η Οκτωβρίου αποτελεί παράδειγμα «ένδοξου παρελθόντος» και άρα δεν χρειάζεται κανείς να ανησυχεί για το εάν θα αλλάξει ο τρόπος που αφηγούμαστε τον πόλεμο.

Πέρα από την Ελλάδα, στον κόσμο το γεγονός ότι “φεύγει” σιγά σιγά η γενιά που έζησε τη φρίκη του Πολέμου, μπορεί να ευνοήσει την ενδυνάμωση όψιμων οπαδών ολοκληρωτικών καθεστώτων;

Η εμφάνιση οπαδών του φασισμού ή του ναζισμού δεν σχετίζεται με το γεγονός ότι η γενιά που έζησε τη φρίκη του πολέμου και τα εγκλήματα των Ναζί δεν ζει πλέον. Ασφαλώς, τις προηγούμενες δεκαετίες η γενιά που είχε ζήσει τη φρίκη της Κατοχής αποτελούσε κατά μια έννοια ανάχωμα στις απόπειρες ιστορικού αναθεωρητισμού και την εμφάνιση όψιμων θαυμαστών του Χίτλερ. Ωστόσο, η μνήμη από μόνη της δεν αρκεί για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων. Η εμφάνιση των νεοναζί στην Ελλάδα, για παράδειγμα, αποτελεί σύμπτωμα μιας βαθύτερης πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης και βέβαια η αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων προϋποθέτει την διαρκή εγρήγορση τόσο της κοινωνίας όσο και της πολιτείας. Εάν δεν μπορούμε να προστατέψουμε τη δημοκρατία από τους εχθρούς της, τότε υπάρχει πολύ σοβαρό πρόβλημα στους θεσμούς και τους μηχανισμούς της πολιτείας (δικαιοσύνη, αστυνομία, κλπ.)

Ενώ, η επανάσταση του 1821 έχει παράξει μια σειρά από ήρωες, με τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο δε συνέβη κάτι παρόμοιο. Προφανώς μιλάμε για διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες αλλά μήπως και ο εμφύλιος έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στο πώς αντιμετωπίσαμε τους ήρωες του Αλβανικού Έπους αλλά και της αντίστασης;

Πολύ ενδιαφέρουσα και σωστή παρατήρηση. Θεωρώ ότι ο κύριος λόγος είναι ότι η επανάσταση του 1821 βασίστηκε στους οπλαρχηγούς και όχι σε κάποιο τακτικό στρατό. Αυτό το γεγονός έδινε τη δυνατότητα διάκρισης στο πεδίο των μαχών σε οπλαρχηγούς που ξεχώρισαν για την τόλμη, την ευφυία και την αυτοθυσία τους στον πόλεμο κατά των Οθωμανών. Με τον τακτικό στρατό, τα πράγματα είναι διαφορετικά, είναι λιγοστά τα περιθώρια πρωτοβουλίας στις διαταγές που εκδίδει η στρατιωτική ηγεσία. Γι’ αυτό και οι σύγχρονοι πόλεμοι είναι πόλεμοι των στρατηγών αν και βέβαια διεξάγονται από αξιωματικούς και απλούς στρατιώτες. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις η διάκριση κάποιων ανώτατων αξιωματικών στη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου επισκιάστηκε από τη μετέπειτα δράση τους, όπως π.χ. τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση του δωσίλογου πρωθυπουργού, και αντιστράτηγου, Γ. Τσολάκογλου

Ότι πλέον μια γενιά δεν είναι βιολογικά ζωντανή, επιτρέπει να μιλήσουμε πιο αντικειμενικά γι’ αυτή;

Σίγουρα μάς δίνει την απαραίτητη αποστασιοποίηση για να συζητήσουμε για το παρελθόν. Θα απέφευγα να πω «αντικειμενικά», γιατί το ζήτημα δεν αφορά τόσο τη γενιά όσο το ίδιο το παρελθόν. Εννοώ, ότι εάν το παρελθόν μπορεί να ενταχθεί στην εθνική αφήγηση, τότε αυτό μπορεί να συμβεί σχετικά γρήγορα. Τέτοια είναι η περίπτωση του ελληνο-ιταλικού πολέμου που ήδη από πολύ νωρίς εγγράφηκε στη συλλογική και στη συνέχεια την ιστορική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας ως ένας ηρωϊκός, πατριωτικός πόλεμος, ως ένα «έπος». Δεν συνέβη το ίδιο με άλλες ιστορικές περιόδους ή πολέμους. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ο εμφύλιος πόλεμος, που λόγω του διαιρετικού του χαρακτήρα, ακόμη δεν μπορεί να ενταχθεί στην ιστορική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας, και γι’ αυτό καλύτερα να μένει στη σφαίρα της λήθης. Ας σκεφτούμε την περίπτωση της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974. Η σιωπή που καλύπτει την ελληνική εμπλοκή δεν οφείλεται στο ότι ότι η γενιά που συμμετείχε και έζησε τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής ζει αλλά στο ότι το ίδιο το γεγονός δεν μπορεί να ενταχθεί στην ιστορική μνήμη επειδή αμαυρώνει την εικόνα του συλλογικού εαυτού.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της γενιάς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου;

Εάν ήθελα να το πω με δυο λόγια, είναι η βούληση για αντίσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι η πλειονότητα των φαντάρων, των εφέδρων αλλά και πάρα πολλοί αξιωματικοί που πολέμησαν το 1940-41 κατά των ιταλικών δυνάμεων, λίγο μετά θα αρχίσουν να πολεμούν ξανά μέσα από τις γραμμές των εθνικο-απελευθερωτικών οργανώσεων κατά των κατοχικών δυνάμεων. Το 1940-41 παρά το γεγονός ότι η επίθεση γίνεται από μια ισχυρότερη χώρα και σε μια στιγμή που η ισχύς των δυνάμεων του Άξονα φαντάζει ανίκητη, οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί, και μαζί τους η ελληνική κοινωνία, αντιστέκονται σθεναρά στην ιταλική εισβολή και μετά προελαύνουν. Στα 1941-44 παρά την υπεροπλία και την συντριπτική αριθμητική υπεροχή των κατοχικών δυνάμεων, παρά τα αντίποινα και την τρομοκρατία, παρά τις στερήσεις, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, μέσα κυρίως από το ΕΑΜ, αντιστέκονται και πολεμούν. Τι είναι αυτό που τροφοδοτεί τη βούληση για αντίσταση; Η πίστη στην ανάγκη υπεράσπισης του συλλογικού, δηλαδή της πατρίδας και της ελευθερίας.

“Δεν είναι και πόλεμος” είναι μια ατάκα που ακούμε πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια όταν βρισκόμαστε μπροστά σε δυσκολίες όπως το μνημόνιο ή η πανδημία. Καταρχάς, όλο και πιο λίγοι ξέρουν τι είναι πόλεμος και κατά δεύτερον είναι δόκιμη μια τέτοια σύγκριση; Δηλαδή, κάθε γενιά δεν έχει τους δικούς της “πολέμους” ν’ αντιμετωπίσει.

Ευτυχώς, δεν είναι πόλεμοι, με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Ο πόλεμος είναι θάνατος, βαρβαρότητα και καταστροφή. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή για την Ελλάδα σήμαναν την πείνα, τα αντίποινα, την εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας, την πυρπόληση εκατοντάδων χωριών από τις κατοχικές δυνάμεις. Αυτό σημαίνει ότι καλύτερα να αποφεύγουμε τη χρήση όρων όπως πόλεμος, εισβολή, κατοχή κ.ά. εάν δεν θέλουμε οι όροι να χάσουν το περιεχόμενο και την ιστορική φορτίο τους. Σημαίνει, επίσης, ότι όσοι χρησιμοποιούν αυτούς τους όρους για να περιγράψουν σύγχρονα προβλήματα ή προκλήσεις, στην πραγματικότητα κάνουν πολιτική χρήση του παρελθόντος.

Τελευταία ερώτηση έχει ένα μεγάλο “αν”. Είναι γνωστό πώς με τα “αν” δε γράφεται ιστορία, αλλά πώς θα διαμορφωνόταν η “γενιά του Β’ Παγκοσμίου» και η Ελλάδα αν δεν είχε γίνει ο εμφύλιος;

Επειδή είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς σε υποθετικά σενάρια, ας διατυπώσω δύο σκέψεις. Η πρώτη είναι ότι η δεκαετία του 1940 αποτελεί τομή στην ελληνική ιστορία γιατί αλλάζει τον τότε πολιτικό, ιδεολογικό, πολιτισμικό χάρτη της χώρας. Ενώ προπολεμικά η μεγάλη διαιρετική τομή ήταν μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, ήδη από τη δεκαετία του 1940 και για πολλές στη συνέχεια δεκαετίες η διαιρετική τομή άλλαξε, ήταν μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Αυτή η διαιρετική τομή δημιουργήθηκε στα χρόνια της Κατοχής και άρα ακόμη και εάν δεν είχε συμβεί ο Εμφύλιος, αυτή η αντιπαλότητα μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς θα υπήρχε, με μικρότερη βέβαια ένταση. Η δεύτερη σκέψη είναι ότι ο Εμφύλιος αποτέλεσε το «φίλτρο» μέσα από το οποίο διαμορφώθηκε η συλλογική μνήμη συνολικά για τη δεκαετία του 1940. Να το πω διαφορετικά, εάν δεν είχε συμβεί ο Εμφύλιος, η ελληνική κοινωνία μεταπολεμικά θα κατανοούσε, θα θυμόταν, και θα εόρταζε διαφορετικά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο και, κυρίως, την Αντίσταση. Εννοείται, ότι αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τους πρωταγωνιστές, τη «γενιά του ‘40». Ας μην ξεχνάμε πόσες χιλιάδες στρατιώτες που πολέμησαν στην Αλβανία και συμμετείχαν στην Αντίσταση, μετά την Απελευθέρωση διώχθηκαν και φυλακίστηκαν…

Πηγή: news 247