Macro

Πολυμέρης Βόγλης: H λογική του μονόδρομου

Στην ελληνική κοινωνία υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση αδιεξόδου. Εξι χρόνια μετά την άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία, η οποία είχε τότε προβληθεί ως η «επιστροφή στην κανονικότητα», έχει εδραιωθεί η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει κάποια θετική προοπτική για το μέλλον, ότι τα πράγματα διαρκώς χειροτερεύουν.

Η Ελλάδα είναι στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε., συναγωνιζόμενη τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, ως προς όλους τους κοινωνικούς δείκτες. Τα οικονομικά σκάνδαλα των τελευταίων μηνών (όπως και τα παλαιότερα των υποκλοπών και του εγκλήματος των Τεμπών) και η άθλια μικροπολιτική διαχείρισή τους εντείνουν την ανυποληψία της κυβέρνησης και οξύνουν την αίσθηση της κοινωνικής αδικίας. Το αδιέξοδο αποτυπώνεται και στην πολιτική κατάσταση: εδώ και μήνες η απήχηση της Ν.Δ. συρρικνώνεται στον πυρήνα των παραδοσιακών ψηφοφόρων της δεξιάς παράταξης, ενώ κανένα άλλο κόμμα δεν φαίνεται να μπορεί να εκφράσει την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.

Η αίσθηση του αδιεξόδου έχει δημιουργηθεί από την επιβολή της νεοφιλελεύθερης λογικής του μονόδρομου. Τα τελευταία έξι χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες και θύματα της επιβολής του νεοφιλελευθερισμού, στην ελληνική εκδοχή του. Η επιθετική εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου «εγχειριδίου» (συρρίκνωση του Δημοσίου, προώθηση επιχειρηματικών συμφερόντων, καθήλωση μισθών, φορολογικές ελαφρύνσεις για τις οικονομικές ελίτ, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ένταση του αυταρχισμού κ.ά.) στην ελληνική εκδοχή του οδήγησε στη γρήγορη μεταμόρφωση της Ελλάδας. Με όχημα τον τουρισμό, αυτόν που κάποιοι με ασύγγνωστη αφέλεια εξακολουθούν να ονομάζουν «βαριά βιομηχανία», η Ελλάδα μετατράπηκε σε μια κόλαση του real estate: οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα κέντρα των μεγάλων πόλεων που μετατράπηκαν σε τουριστικούς τόπους, οι βραχυχρόνιες μισθώσεις και οι golden visa εκτόξευσαν τις τιμές των ακινήτων, τα νησιά κατακλύστηκαν από πολυτελείς κατοικίες.

Εχει ενδιαφέρον η τεράστια διαφορά με την έκρηξη της οικοδομής στη δεκαετία του 1960: τότε η οικοδομή αποτέλεσε κατά κάποιον τρόπο την ατμομηχανή της οικονομίας γιατί λειτούργησε προωθητικά για την ανάπτυξη των τομέων της βιομηχανίας που σχετίζονταν με την κατοικία (από δομικά υλικά και χρώματα μέχρι ηλεκτρικές συσκευές και έπιπλα). Σήμερα, αυτό δεν ισχύει, γιατί δεν υπάρχει πλέον εκείνη η βιομηχανία στην Ελλάδα που θα μπορούσε να επωφεληθεί από την έκρηξη του real estate. Η Ελλάδα του 2025 «παράγει» κοκτέιλ και ξαπλώστρες, ενώ η μεταποίηση συρρικνώνεται και οι εισαγωγές διαρκώς αυξάνονται. Αντίστοιχα, η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού επαλήθευσε τον κίνδυνο που διαφαινόταν εδώ και μερικές δεκαετίες: οι Ελληνες έγιναν «γκαρσόνια της Ευρώπης», ειδικά η πλειονότητα των νέων που εργάζονται «σεζόν» σε συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης.

Ταυτόχρονα και με τις ευλογίες της κυβέρνησης ένα σημαντικό μέρος της οικονομίας πέρασε στα χέρια των funds: μέσα από αναδιαρθρώσεις, χρηματοδοτήσεις και εξαγορές μεγάλες επιχειρήσεις στην υγεία, την εκπαίδευση, την ασφάλιση, τα τρόφιμα, την ενέργεια και στα φάρμακα ελέγχονται από funds, μαζί φυσικά με τον τουρισμό και το real estate. Δεν πρόκειται τόσο για αφελληνισμό της οικονομίας, γιατί σε πολλά από αυτά τα funds δραστηριοποιούνται Ελληνες επιχειρηματίες, όσο για αλλαγή στη σύνθεση των οικονομικών ελίτ της χώρας: ο έλεγχος της οικονομίας συγκεντρώνεται στα χέρια ενός κύκλου μεγάλων επιχειρηματιών-επενδυτών, οι οποίοι έχουν στενή σχέση με την πολιτική εξουσία. Και για να προστεθεί η ελληνική «πινελιά», οι επιχειρηματικοί όμιλοι έχουν συστήσει καρτέλ τροφοδοτώντας τον λεγόμενο «πληθωρισμό της απληστίας», ενώ άλλες εταιρείες γιγαντώθηκαν με τη βοήθεια της κυβέρνησης επειδή χρηματοδοτήθηκαν με δισεκατομμύρια ευρώ μέσω αναθέσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Η λογική του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου δεν αφήνει περιθώρια παρέκκλισης. Το γνωστό επιχείρημα «ότι δεν υπάρχει εναλλακτική» οδηγεί στην παραίτηση της κοινωνίας από κάθε αίτημα αλλαγής και στον συμβιβασμό με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Και όχι μόνο αυτό. Διευκολύνει την επιδείνωση των συνθηκών ύπαρξης για τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας: εργαζόμαστε περισσότερες ώρες, οι συνθήκες εργασίας χειροτερεύουν, ο φόβος της απόλυσης εντείνεται, τα ενοίκια γίνονται όλο και πιο ακριβά, ακριβώς «επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική». Οποιος αποδέχεται τη λογική του μονόδρομου, δεν μπορεί να προτείνει κάτι πραγματικά διαφορετικό, και απλά αρκείται στο να υπόσχεται μια διακυβέρνηση με μικρότερη διαφθορά από αυτήν της σημερινής. Ο μονόδρομος του νεοφιλελευθερισμού οδηγεί σε αυτό που βλέπουμε σταδιακά να κυριαρχεί στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες: την άνοδο της Ακρας Δεξιάς που επενδύει στην κοινωνική δυσαρέσκεια που προκαλούν οι ανισότητες και η φτώχεια, για να προτείνει μια νέα εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, λιγότερο συνδεδεμένου με την παγκοσμιοποίηση και περισσότερο με τον εθνικισμό.

Χρειάζεται να σκεφτούμε με έναν τρόπο ενάντιο στο κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα και στη λογική του μονόδρομου, αυτό που ο Μαρκ Φίσερ ονόμασε «καπιταλιστικό ρεαλισμό», δηλαδή την αντίληψη ότι όχι μόνο δεν είναι δυνατό να υπάρξει καλύτερος κόσμος αλλά ότι σήμερα ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ