Macro

Τάκης Νικολόπουλος: Ποιες (πρέπει να είναι οι) ανάγκες;

«Η φτώχεια δεν έγκειται στο να στερούμαστε πράγματα, αλλά στο να νιώθουμε την ανάγκη τους»
Ζ.-Ζ. Ρουσό

Ι.Τα τελευταία (νεοφιλελεύθερα) χρόνια και σ’ έναν κόσμο εσωτερικώς διασυνδεδεμένο και διεξαρτώμενο παρατηρείται μια γενικευμένη, καθολική και αυξανόμενη κρίση-κρίσεις (οικονομική, κυρίως χρηματοπιστωτική, κοινωνική, κυρίως ανισότητες, οικοκλιματική, υγειονομική, διατροφική), τις συστημικές αιτίες των οποίων τα κράτη και η λεγόμενη «διεθνής κοινότητα» (των συμφερόντων) φαίνονται ανίκανα ν’ αντιμετωπίσουν και με τη στάση τους να είναι επιμηθεϊκή (αφού έχει προκαλέσει εκατοντάδες χιλιάδες θύματα κάθε φορά).

Παράλληλα, και όπως γίνεται κάθε φορά σε περιόδους κρίσεων και ιδίως τελευταία με την υγειονομική κρίση της πανδημίας της Covid-19, έρχεται στην επιφάνεια το κρίσιμο θέμα της (αλλαγής) στάσης-φιλοσοφίας και νοήματος ζωής. Στο επίκεντρο αυτού του προβληματισμού και της αναζήτησης φαίνεται να βρίσκεται και πάλι η έννοια της ανάγκης-των αναγκών: ποιες και πόσες ανάγκες έχουμε; Τι και πόσα χρειαζόμαστε; Είναι ίδιες για όλους και σε όλα τα μέρη του πλανήτη; Πώς (πρέπει να;) καθορίζονται; Είναι οι ανάγκες μας (και ποιων;) αληθινές; Και, τέλος, ανάγκες για ποια, δηλ. τι είδους ζωή;

ΙΙ.Τα ερωτήματα αυτά έχουν ίσως νόημα εάν υποθέσουμε ότι στοχεύουμε σ’ ένα αρμονικό, ισορροπημένο και αλληλέγγυο συλλογικό/συμβιωτικό βίο με χαρακτηριστικά ολιγοεπαρκούς (ποιοτικής) ευζωίας και όχι (ατομικής αυξανόμενης-ποσοτικής) ευημερίας με οικοκοινωνικές συνέπειες. Από την άλλη, αυτά κυρίως σχετίζονται και αφορούν την «κλασική» διάκριση αυθεντικών / γνήσιων και τεχνητών / επίπλαστων αναγκών, αφού προϋποτίθεται ότι έχουν εξασφαλιστεί οι πρώτες-πρωταρχικές / βασικές / «βιβλικές» ανάγκες.

Σύμφωνα με τον Μ. Μαξ-Νιφ, αυτές θεωρούνται λίγες, πεπερασμένες και δεν πρέπει να τις συγχέουμε με τις ανθρώπινες κατασκευασμένες «ανάγκες» που θεωρούνται άπειρες και ακόρεστες και οδηγούν σε μια εκθετική κατανάλωση.

Για τους R. και E. Skidelsky τα βασικά αγαθά είναι (τα κριτήρια): οικουμενικά, τελικά (δηλ. καλά καθ’ εαυτά και δεν αποτελούν μέσα για επίτευξη άλλου αγαθού), ιδιότυπα (δηλ. δεν είναι μέρος άλλου αγαθού), και αναγκαία (η μη κατοχή τους δηλαδή μπορεί να προκαλέσει σοβαρή βλάβη ή απώλεια). Για τον Μαρξ, σε αντίθεση με τις «ιστορικές» ανάγκες (των οποίων η απεριόριστη ικανοποίηση θα οφείλεται στην ίδια την αύξηση της παραγωγής), η μη ικανοποίηση των «βασικών» αναγκών οδηγεί σε αθλιότητα (στην ικανοποίηση των οποίων δεν αποσκοπεί ο «καπιταλισμός της αφθονίας»).

Εξίσου σημαντική όμως φαίνεται να είναι η διάκριση (και δεν πρέπει να τα συγχέουμε) ανάμεσα στις ανθρώπινες ανάγκες και τον τρόπο και τα μέσα ικανοποίησής των που φαίνεται να μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου και από πολιτισμό σε πολιτισμό (Μ. Μαξ-Νιφ). Επίσης οι ανάγκες (διαβαθμισμένες), ο τρόπος έκφρασής τους (ανάλογα με τη θέση που κατέχει κάποιος στην κοινωνία), η δυνατότητα (τρόπος – μέσα) ικανοποίησής των (στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εμπορευματικής αγοράς) εξαρτώνται από τις συνθήκες ύπαρξης.
Είναι προφανές ότι οι διακρίσεις (διαβαθμίσεις των αναγκών) και τα προηγούμενα ερωτήματα, ιδίως σχετικά με τον βαθμό της σχετικής ικανοποίησής τους, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα αφενός με το συγκεκριμένο οικονομικό-κοινωνικό αλλά και αξιακό σύστημα (και πλέον παγκοσμιοποιημένο «μεγα-σύστημα» / «κόσμος») που ζούμε και αφετέρου με το γενικότερο οικο/βιοφυσικό σύστημα.

Με άλλα λόγια, στον πυρήνα των παραπάνω διακρίσεων, ερωτημάτων αλλά και αμφισβητήσεων που συνοδεύουν και την ικανοποίηση των αναγκών βρίσκεται αναπόφευκτα η οικονομία ως τρόπος παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης.

ΙΙΙ. Αλλά ποια οικονομία; Μια αξιοχρησική, οικοκοινωνική και βιοτική «οικονομία των αναγκών» και της ζωής / βιοοικονομία ή μια ανταλλακτική-εμπορευματική οικονομία των αγαθών και των μεγεθών; Μια οικονομία μικρής κλίμακας σε μικρό βιοχωρο-τοπικό κατ’ αρχάς επίπεδο και «εκ των κάτω»- όπου οι πολίτες θα μπορούν ν’ αποφασίζουν (αυτο)καθορίζοντας / σχεδιάζοντας από κοινού και διαβουλευτικά τις ανάγκες τους (οικονομία των πολιτών) ή μια, διεθνοποιημένη σήμερα, οικονομία της αγοράς-αγορών και της διαρκούς μεγέθυνσης με κύρια τα χρηματιστικά χαρακτηριστικά, όπου οι ανάγκες (η παραγωγή) θα κατασκευάζονται μέσω των ιδιωτικο-μετοχικών μεγα-επιχειρήσεων και γιγάντιων ομίλων με γνώμονα το διαρκές και αυξανόμενο κέρδος και όπου οι πολίτες-καταναλωτές δεν επηρεάζουν τις αποφάσεις τους σχετικά με τον καθορισμό της παραγωγής-προσφοράς (τι και πόσο θα παραχθεί). Τις επιλογές των αναγκών η καπιταλιστική κοινωνία και δημοκρατία-αγορά αναθέτει στα ιδιωτικά συμφέροντα μη ανεχόμενη έστω την απλή διαβουλευτική δημοκρατία (και ακόμα λιγότερο την αμεσοσυμμετοχική) στην απόφαση του καθορισμού-επιλογής των αναγκών.

Η δεύτερη (η καπιταλιστική) οικονομία και (καπιταλιστική) δημοκρατία συνοδεύεται αναπόφευκτα από την (υπερ)παραγωγή για την παραγωγή (παραγωγισμός) και με στόχο την (υπερ)κατανάλωση, που η σύγχρονη αναπαράσταση θεωρεί κύρια εργαλεία ατομικής-ποσοτικής ευημερίας. Στο πλαίσια αυτό οι ανάγκες διαφοροποιούνται ανάλογα με τις αρπακτικές απαιτήσεις ενός ολόκληρου μεγα-συστήματος, με χαρακτηριστικά πλέον Λερναίας Υδρας, για την αναπαραγωγή του.

Επί πλέον η μεγεθυνσιακή «ορθολογικότητά» του της ανώτατης ποσοτικής απόδοσης (του κέρδους) σπρώχνει όλο και μακρύτερα το όριο της ανάγκης, έτσι που αφενός αποκλείει την οικοκοινωνική έννοια της «επάρκειας» ή «ολιγοεπάρκειας», που δεν είναι συμβατή με την ανώτατη απόδοση, και αφετέρου ταυτόχρονα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δημιουργεί ανισότητες, ιδίως τα τελευταία 40 χρόνια, προκαλώντας για πλατιά στρώματα ανθρώπων ένα είδος αποκλεισμού και απωθημένου γι’ αυτές τις ανάγκες.

Πιο συγκεκριμένα, το οικονομικό (και όχι μόνο) αυτό μεγα-σύστημα «κόσμος» προσπαθεί να διαιωνίζεται μέσω νέων «βοσκοτόπων-αγορών», δημιουργώντας-κατασκευάζοντας νέες ανάγκες που «πρέπει» να ικανοποιηθούν, οξύνοντας με επιστημονικό τρόπο τον κοινωνικό ανταγωνισμό ανάμεσα στους πιθανούς καταναλωτές. Σε όσους μένουν απέξω από το κατασκευασμένο και όλο και άπιαστο όριο της ανάγκης δημιουργείται διαρκώς μια έλλειψη.

Κλασικό παράδειγμα η κάθε φορά νέα έκδοση του Iphone ή των τηλεοράσεων. Στους φτωχούς και μη προνομιούχους αυτά τα νέα κάθε φορά προϊόντα θα δημιουργούν νέο άγχος («ψυχικό ή και οιονεί ψυχωσικό λειτουργικά αποτύπωμα της αγοράς») απόκτησης λόγω της «επίδρασης εκ της επιδείξεως» (demonstration effect) κυρίως των μαζικών πραγμάτων και λιγότερο των πολυτελών («θέσης» βλ παρακ.V), για το οποίο είχαν μιλήσει ο J.-K. Galbraith («ο οικονομολόγος των… μη οικονομολόγων») αλλά και ο Ξ. Ζολώτας.

Για να προκαλέσει κάποιος ως άτομο την εκτίμηση και τον σεβασμό, θα πρέπει να διαθέτει και να το δείχνει περισσότερα από τους άλλους. Στους επιστημονικούς μηχανισμούς που επιστρατεύονται στο πλαίσιο αυτού του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι και η «επιστήμη της επιθυμίας» (η επιθυμία κατά τον Χέγκελ είναι πάντοτε επιθυμία αυτού που επιθυμεί ο άλλος). Τόσο για τον Μαρξ όσο και για τον Βέμπλεν η επιθυμία απόκτησης του αντικειμένου είναι ισχυρό κίνητρο, εγγράφεται στην αναζήτηση κύρους, γοήτρου, επιβεβαίωσης και ισχύος, έξω από κάθε αξία άμεσης χρήσης και ανάγκης.

Βέβαια για τους νεοκλασικούς της εμπορευματικής τάξης και της (αξίας της) χρησιμότητας το κίνητρο αυτό δεν υφίσταται και δεν έχει καμία ισχύ. Στον αντικειμενικοποιημένο κόσμο (μέσω των τιμών) των νεοκλασικών οι άλλοι δεν υπάρχουν, ούτε μιμητική σχέση υπάρχει. Η σχέση με τα αντικείμενα είναι κυρίαρχη έναντι της σχέσης με άλλα άτομα και την κοινωνία.

Στον αντίποδα και στο πλαίσιο μιας μικρής κλίμακας (βιοχωρο-τοπικής και σχεσιακής (όχι με τα αντικείμενα αλλά με τους άλλους) οικονομίας των αναγκών εγγράφονται όχι μόνο τα βασικά-ζωτικά / επιβιωτικά αγαθά όπως αναφέρθηκε (σίτιση, ένδυση, στέγαση, ενέργεια, νερό, περίθαλψη κ.ά.) αλλά και άλλα «εσωτερικά» αγαθά, ήτοι της αλληλεγγύης- αλληλοβοήθειας, αμοιβαιότητας, αλτρουισμού, συνεργατικότητας κ.ά.), τα οποία είναι πιο κοντά στη «φύση» του ανθρώπου και δεν επιβάλλονται, αλλά χτίζονται σταδιακά και «σιωπηρά». Παραλλαγή των τελευταίων σε «προσωπικό» επίπεδο αποτελούν οι «ποιοτικές» (κατά τον Α. Γκορζ) ανάγκες που δεν είναι απαραίτητες για την επιβίωση: διανοητική δημιουργία, μόρφωση, σεξουαλική πληρότητα, αγάπη κ.ά.

Τέλος, υπάρχουν και ανάγκες διφορούμενες (π.χ. τουρισμός – ταξίδια), οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τεχνητές / επίπλαστες ως μη απαραίτητες και αναγκαίες για την επιβίωση. Βέβαια δεν μπορούμε να τις «απορρίψουμε» στη διαβάθμιση των αναγκών, όταν μάλιστα συνιστούν πλέον δικαίωμα και έχουν μαζικοποιηθεί, χαρακτηριζόμενες όπως είδαμε κατά τον Μαρξ «ιστορικές».

Το πρόβλημα γεννιέται (σε μια οικο-λο-νομία των αναγκών) όταν αυτές οι ανάγκες ικανοποιούνται με τρόπο αντιοικολογικό (π.χ. αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου από την αύξηση των πτήσεων και ιδίως των πτήσεων χαμηλού κόστους). Οπως και να ‘χει, σύμφωνα με τη θεωρία των δύο oμόκεντρων κύκλων- «οικονομικά ντόνατς» (Κ. Raworth) πέρα από τον εσωτερικό κύκλο των βασικών αναγκών-αγαθών που προαναφέραμε, ο εξωτερικός κύκλος περιλαμβάνει τα αναγκαία ζωτικά-υλικά οικο/βιοφυσικά όρια στα οποία προσκρούει (λιγότερο από τις εσωτερικές του, κατά τον Μαρξ, αντιφάσεις) και το κεφαλαιοκρατικό μεγα-σύστημα.

IV. Τα βασικά / αυθεντικά αγαθά (και αντίστοιχα ανάγκες) που συνοδεύουν το ερώτημα «από τι έχουμε πραγματικά ανάγκη» πρέπει, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, να αποφασίζονται-σχεδιάζονται «εκ των κάτω» συλλογικά, διαβουλευτικά και αμεσοσυμμετοχικά. Τούτο δε σημαίνει ότι ξαναβρίσκουμε τη συγκεντρωτική και γραφειοκρατική «δικτατορία των αναγκών». Σημαίνει ότι οι ανάγκες τοποθετούνται στο επίκεντρο της οικονομικής ζωής (οικονομία των αναγκών) κατ’ αρχάς όπως προαναφέρθηκε σε μικροβιοχωρο-τοπική κλίμακα (δημοτικο-κοινοτική). Για την ικανοποίησή τους η παραγωγή των αγαθών γίνεται με κριτήρια κοινωνικά και οικολογικά, αλλά και αξιοχρησικά και όχι ανταλλακτικά και αγοραία / εμπορευματικά.

Ενας τέτοιος σχεδιασμός με τα παραπάνω κριτήρια δεν μπορεί παρά να συνεπάγεται ένα στόχο υλικής απομεγέθυνσης (της παραγωγής). Πράγματι η αντιμετώπιση π.χ. της οικοκλιματικής κρίσης δεν θα έλθει από την πράσινη οικονομία και τεχνολογία στο πλαίσιο της νέας (πράσινης) μεγέθυνσης, νέας αξίας και του νέου πράσινου ξεπλύματος, αλλά από μια εκούσια και συλλογικά σχεδιασμένη σταδιακή υλική απομεγέθυνση της παραγωγής (και της κατανάλωσης) σε συνδυασμό μ’ ένα συλλογικό και δημοκρατικό («εκ των κάτω») και ριζικό επανασχεδιασμό των αναγκών μας.

Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας τοποθέτησης των αναγκών δεν είναι μόνο οικονομικο-κοινωνικές αλλά και ανθρωπολογικές και χειραφετητικές: το αξιοχρησικό «βασίλειο της οικονομίας των αναγκών» θα μπορούσε να οδηγήσει στο βασίλειο μιας «οικονομίας της ελευθερίας και της αυτονομίας». Στο πλαίσιο αυτό επανανοηματοδοτούνται έννοιες όπως η (ολιγο)επάρκεια αλλά και ο πλούτος και η πρόοδος (εάν η έννοια αυτή υφίσταται ακόμα).

Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες εναλλακτικών δεικτών πλούτου (ολιστικών, οικοκοινωνικών κ.ά.) και μέτρησης της «προόδου» πέρα από την (ποσοτική) μεγέθυνση και την ατομική ευημερία και την αποδοτικότητα, με μέτρα-κριτήρια που να προσεγγίζουν την ευζωία. Βεβαίως η θέσπιση αυτών και οι σχετικές αποφάσεις είναι καθαρά πρόβλημα πολιτικής επιλογής .

V. Βέβαια σωστά επισημαίνεται ότι ο καθορισμός των αναγκών δε φαίνεται εύκολη υπόθεση, αφού ακόμα και οι βασικές ανάγκες είναι κοινωνικά προσδιορισμένες και αποτελούν αποτέλεσμα προσδοκιών και σύγκρισης στο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Πολλές φορές οι βασικές ανάγκες που βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας (του Μάσλοου) υποχωρούν μπροστά, όπως προαναφέραμε, στο δυσανάλογο βάρος των ψυχολογικών αναγκών (της επιθυμίας).

Σ’ αυτήν την ψυχο-λογική εγγράφονται και οι ανάγκες απόκτησης-κατανάλωσης «αγαθών θέσης» που ικανοποιούνται με την αύξηση του εισοδήματος πέρα από ένα συγκεκριμένο όριο (αυτό της ικανοποίησης των βασικών αναγκών) και άμεσα συνδεόμενο με τη μεγα-οικονομία της καπιταλιστικής μεγέθυνσης.

Η απόκτηση των (σπάνιων) μη προσιτών αυτών αγαθών (ακριβά αυτοκίνητα, ακριβά σπίτια, σπάνιοι πίνακες κ.ά.) από μια προσοδοθηρική «αργόσχολη» μερίδα-τάξη ανθρώπων, που άλλοι τα ονομάζουν και «εξωτερικά αγαθά» (κύρους), συνδέεται με την επίδειξη και τον ανταγωνισμό για διαφοροποίηση και τη δομική ανάγκη του μεγα-συστήματος για δημιουργία ανισοτήτων, όπως προαναφέρθηκε. Παράλληλα συνοδεύει και τη ματαιωμένη κάθε φορά ικανοποίηση των κατόχων τους: η αύξηση της απόκτησης τέτοιων αγαθών οδηγεί σε λιγότερη κάθε φορά ικανοποίηση.

Αυτά τα εν δυνάμει καταναλωτικά υποκείμενα, ενώ μπορεί να κατακρίνουν γενικά και δημόσια τις ανισότητες, τις αποδέχονται ταυτόχρονα σύμφωνα με τον P. Rosanvalon («παράδοξο του Bossuet»), λόγω «ειδικών και κατ’ εξαίρεση λόγων-κινήτρων», ως φυσικές. Και τούτο στη βάση τού, κατά τον A. O. Hirschman, «φαινομένου του τούνελ», μέχρι δηλαδή (προσδοκώντας) να έλθει και η δική τους σειρά της καταναλωτικής άνθησης, αλλά και κατ’ ακολουθία και την άποψη ότι ο πλούτος κάνει καλό σε όλους (ευημερία). Η εξάρτηση των αναγκών ακόμα και των βασικών / πρωταρχικών από την άνιση διανομή και τον ανταγωνισμό τού αγορα-μεγεθυνσιακού καπιταλισμού δημιουργεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, έναν διαρκή φόβο έλλειψης παρά την κοινωνία της αφθονίας

VI. Τα προηγούμενα ερωτήματα και οι παράμετροί τους, όπως και τα διακυβεύματα δεν μπορούν παρά να εντάσσονται στην υπό οικοδόμηση «οικο-κοινωνική δημοκρατία» στο πλαίσιο της οποίας η οικονομία θα ενσωματώνεται στην κοινωνία και την πολιτεία και με τη δημιουργία νέων αμεσοσυμμετοχικών θεσμών σε όλα τα επίπεδα.

Οπως πλέον το έχουμε δει, η σύγχρονη εκπροσωπευτική πλειοψηφική «δημοκρατία» του κεντρικού γραφειοκρατικού κράτους είναι ανίκανη να προλαμβάνει ακόμα να αντιμετωπίσει μια οικοκοινωνική, υγειονομική και διατροφική καταστροφή.

Τα βασικά τουλάχιστον αγαθά πρέπει ν’ αποτελούν αντικείμενο συλλογικής και αμεσοσυμμετοχικής διαβούλευσης, όπως επίσης και η οριοθέτηση αυθεντικών και τεχνητών αναγκών. Αυτή η αμεσοσυμμετοχική διαβούλευση θα πρέπει να βασίζεται κατ’ αρχάς στις ανοιχτές συνελεύσεις των πολιτών και εκείθεν επιτροπών, σε μικροβιοχωρο-τοπικό επίπεδο, γειτονιών και δήμων / κοινοτήτων αλλά και χώρων εργασίας σε σύμπραξη και συνεννόηση με ενώσεις και συνεταιρισμούς παραγωγών-καταναλωτών, όπως το έχουμε δει κατά καιρούς και σε διάφορες χώρες.

Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίζουν επίσης και τα εναλλακτικά συλλογικά χρηματοδοτικά και χρηματοπιστωτικά εργαλεία (ακόμα και εναλλακτικά τοπικά κοινωνικά νομίσματα όπως σε πάρα πολλά μέρη του πλανήτη). Ετσι τελικά το τι θα παραχθεί, από ποιους και πόσο δεν θ’ αφήνεται στην αγορά (και στις χρηματοοικονομικές αγορές) και στα ιδιωτικά κεφάλαια, αλλά στους ίδιους τους πολίτες.

Ο Τάκης Νικολόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών