Macro

Pilita Clark: Η βιομηχανία ορυκτών υδρογονανθράκων δεν μπορεί να μας βγάλει από την κλιματική κρίση

Τι θα έπρεπε να κάνει μια πετρελαϊκή εταιρεία όπως η ExxonMobil για τον ανησυχητικό ρυθμό καυσώνων, καταιγίδων και πυρκαγιών που μαίνονται στην υφήλιο; Πώς θα έπρεπε να αντιδράσει η Shell ή η σαουδαραβική Aramco στις υψηλές θερμοκρασίες που καταρρίπτουν κάθε ρεκόρ, σε μια σοβαρή προειδοποίηση για την εξέλιξη του φαινομένου Ελ Νίνιο;
 
Τα ερωτήματα αυτά είναι περισσότερο επίκαιρα παρά ποτέ για οποιαδήποτε εταιρεία στηρίζεται στην εξόρυξη καυσίμων – πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα, εκείνα δηλαδή που ευθύνονται κυρίως για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ερωτήματα πιο περίπλοκα από ό,τι μοιάζουν. Οι πετρελαϊκές εταιρείες μπορεί να μην πωλούν άνθρακα, το πιο ρυπογόνο ορυκτό. Καθώς όμως ο κόσμος βλέπει το ένα ρεκόρ να καταρρίπτεται μετά το άλλο, οι εταιρείες αυτές αντιμετωπίζουν πιέσεις να αναμορφώσουν τα επιχειρηματικά μοντέλα τους αναζητώντας καθαρότερα έσοδα χωρίς ταυτόχρονα να δυσαρεστήσουν τους ιδιοκτήτες ή μετόχους τους που δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο. Πολλοί επενδυτές στράφηκαν σε μια βιομηχανία που ιστορικά εξασφαλίζει σταθερά έσοδα χάρη εν μέρει σε ένα καρτέλ, τον ΟΠΕΚ, ο οποίος μπορεί να στηρίξει ή να σταθεροποιήσει τις τιμές σε μια δύσκολη αγορά. Γιατί να στραφούν προς την αβεβαιότητα των ανανεώσιμων πηγών όταν εκεί δεν υπάρχει καρτέλ, προηγούμενο σταθερών εσόδων και -για ορισμένες πράσινες εταιρείες- εξωπραγματικά κέρδη όπως αυτά που κατέγραψαν την περσινή χρονιά εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία οι πετρελαϊκές εταιρείες;
 
Είναι αλήθεια πως αυτό ενδέχεται να μην διαρκέσει. Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας εκτιμά ότι η πολυαναμενόμενη κορύφωση της παγκόσμιας ζήτησης θα μπορούσε να έρθει ακόμη και πριν το τέλος της δεκαετίας. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην «εκρηκτική» αύξηση στις πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων – μια υπενθύμιση ότι η τεχνολογία μπορεί να κινηθεί σε κατευθύνσεις που δεν περιμένουν οι επενδυτές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο αμερικανικός τηλεπικοινωνιακός γίγαντας AT&T ζήτησε από τη συμβουλευτική McKinsey να προβλέψει πόσα κινητά τηλέφωνα θα χρησιμοποιούνταν παγκοσμίως μέχρι το τέλος του αιώνα, έλαβε την απάντηση πως η συνολική αγορά θα κυμαινόταν στο επίπεδο των 900.000. Όμως, το 1999, οι συνδρομητές κινητής τηλεφωνίας αυξάνονταν κατά 900.000 κάθε τρεις μέρες, σύμφωνα με έρευνα του περιοδικού Economist. Είναι μια διδακτική ιστορία. Και οι πετρελαϊκές εταιρείες θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν για να πείσουν τους μετόχους τους για την ανάγκη αναπροσανατολισμού. Δυστυχώς, οι περισσότερες απ’ αυτές κάνουν το αντίθετο.
 
Ορισμένες εταιρείες αντιστέκονται εδώ και χρόνια στις προσπάθειες μείωσης εκπομπών με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα έπληττε τους φτωχότερους του κόσμου. «Τι νόημα έχει να σώσουμε τον πλανήτη αν είναι να υποφέρει η ανθρωπότητα;» δήλωσε ο Ρεξ Τίλερσον, πρώην διευθύνων σύμβουλος της Exxon, σε ετήσια συνέλευση της εταιρείας το 2013. Οι τακτικές του Τίλερσον επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Στις 6 Ιουλίου, τη στιγμή που επιστήμονες επιβεβαίωναν ότι ο πλανήτης μόλις γνώρισε τον θερμότερο Ιούνιο που έχει ποτέ καταγραφεί, το BBC μετέδωσε συνέντευξη του Ουάελ Σάουαν, διευθύνοντος συμβούλου της Shell, ο οποίος δήλωνε ότι η μείωση της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου θα μπορούσε να αποβεί «επικίνδυνη και ανεύθυνη». Παιδιά σε χώρες όπως το Πακιστάν θα έπρεπε να μελετούν «υπό το φως κεριών» όταν τα έθνη τους δεν θα έχουν το περιθώριο να εξασφαλίσουν επαρκείς ποσότητες φυσικού αερίου εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, είπε. Μιλάμε όμως για το ίδιο Πακιστάν που ακόμα προσπαθεί να ανακάμψει από τις καταστροφικές πλημμύρες που προκάλεσαν οι τεράστιες περσινές βροχοπτώσεις, ένα φαινόμενο που πιθανότατα εντάθηκε από την υπερθέρμανση του πλανήτη.
 
Ωστόσο ακόμα και τα σχόλια του Σάουαν μπορεί να βοηθήσουν. Βοηθούν στον διαχωρισμό της Shell από άλλες πετρελαϊκές εταιρείες που φαίνονται να αντιμετωπίζουν την κλιματική αλλαγή πιο σοβαρά. H ΒΡ μπορεί να ικανοποίησε ορισμένους μετόχους της πέρσι με το να αποφασίσει να μειώσει τον ρυθμό μείωσης της παραγωγής μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Όμως ακόμη και το ποσοστό μείωσης του 25% μέχρι το 2030 παραμένει μεγαλύτερο από εκείνο των αντιπάλων της, ενώ επίσης η εταιρεία σχεδιάζει την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών 50 γιγαβάτ μέχρι το ίδιο έτος. Είναι απλώς ένα σχέδιο και απέχει ακόμη αρκετά. Πολλοί υποστηρίζουν πως οι μεγάλες πετρελαϊκές θα έπρεπε να διασπαστούν σε χωριστές πράσινες εταιρείες και εταιρείες ορυκτών καυσίμων προκειμένου να αναδείξουν καλύτερα την αξία των πράσινων επιχειρήσεων. Το ελάχιστο που θα μπορούσαν να κάνουν είναι να περιορίσουν τις διαρροές μεθανίου, ενός αερίου που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
 
Σε τελική ανάλυση όμως, δεν θα έπρεπε να περιμένουμε από τη βιομηχανία ορυκτών υδρογονανθράκων να βρει τη διέξοδο από την κρίση που προκαλούν τα καύσιμα που παράγει. Μόνο οι κυβερνήσεις έχουν τη δύναμη να μειώσουν τη ζήτηση αυτών των καυσίμων και η δουλειά τους μόλις άρχισε. Το ποσοστό του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρισμού μειώθηκε από 43% το 2015 σε 39% το 2022 καθώς η επιχορηγούμενη αιολική και ηλιακή ενέργεια κέρδισε έδαφος στην αγορά. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα πρόκειται να κάνουν το ίδιο για το πετρέλαιο. Οι αντλίες θερμότητας θα μπορούσαν να το κάνουν για το φυσικό αέριο. Αμφότερα πρέπει όμως να γίνουν φθηνότερα και πιο εύκολα στη χρήση πολύ γρήγορα – και αυτό θα απαιτήσει σημαντική βοήθεια από το κράτος. Δείχνει ανέφικτο πολιτικά. Το ίδιο όμως μοιάζει και η ζωή σε έναν κόσμο όπου τα ορυκτά καύσιμα έχουν μεταβάλει το κλιματικό σύστημα με τρόπους που ακόμα αγωνιζόμαστε να κατανοήσουμε.

Pilita Clark