Προεδρία Τραμπ, οικονομική δυσπραγία και πολιτική ρευστότητα προοιωνίζονται δύσκολο 2025 για την Ε.Ε.
Την περασμένη Δευτέρα, το Βερολίνο φιλοξένησε μια ασυνήθιστη συνάντηση. Οι υπουργοί Αμυνας τεσσάρων μεγάλων χωρών της Ε.Ε. (Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία) και της εκτός Ενωσης Βρετανίας είχαν διαβουλεύσεις για το Ουκρανικό. Ολοι γνώριζαν, βεβαίως, ότι ο ελέφαντας στο δωμάτιο άκουγε στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ.
Καθώς ο νικητής των αμερικανικών εκλογών ετοιμάζεται να αναλάβει προεδρικά καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου, οι σύμμαχοι της Ουκρανίας και από τις δύο πλευρές της Μάγχης έχουν αποδυθεί σε πυρετώδεις διαβουλεύσεις ενόψει του ενδεχομένου να περιοριστεί δραστικά η υποστήριξη της Ουάσιγκτον στο Κίεβο.
Οι δύο πυλώνες
Το Ουκρανικό δεν είναι η μόνη πρόκληση που θέτει για τους Ευρωπαίους ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ. «Ο Τραμπ αμφισβητεί τους δύο πυλώνες πάνω στους οποίους οικοδόμησε την επιτυχία της η Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: μια ανοιχτή, παγκόσμια οικονομία και τη στρατιωτική ασφάλεια που εγγυώνταν οι ΗΠΑ», έγραψε στο περιοδικό Der Spiegel, στις 8 Νοεμβρίου, ο Μόριτς Σουλάρικ, πρόεδρος του Οικονομικού Ινστιτούτου του Κιέλου. Κάτι ανάλογο ισχύει για το σύνολο των (δυτικο)ευρωπαϊκών ελίτ.
Εάν οι άλλοι Αμερικανοί πρόεδροι συνήθιζαν να βάζουν «την πολιτική στο τιμόνι», ο μεγαλοεπιχειρηματίας Τραμπ αντιμετωπίζει το ΝΑΤΟ και την ευρωατλαντική σχέση στη λογική κόστους – οφέλους, στην πιο στενή και βραχυπρόθεσμη εκδοχή της.
Υπό αυτό το πρίσμα, απειλεί να επιβάλει δασμούς της τάξης του 10% στα γερμανικά αυτοκίνητα, τα οποία του προκαλούν ψυχωσικά επεισόδια όταν τα αντικρίζει από τον Πύργο του, στην Πέμπτη Λεωφόρο του Μανχάταν, όπως και στο σύνολο των ευρωπαϊκών εισαγωγών.
Δεν γνωρίζουμε αν θα περάσει από τα λόγια στην πράξη ή αν θα χρησιμοποιήσει την απειλή του ως μέσον πίεσης για να συμπαρασύρει τους Ευρωπαίους στον εμπορικό πόλεμο που εννοεί να κλιμακώσει εναντίον της Κίνας. Το βέβαιο είναι ότι η πίεση από τον παράγοντα Τραμπ ήρθε την πιο ακατάλληλη στιγμή για τους Ευρωπαίους.
Στις 20 Νοεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου. Η εκτόξευση του χρέους, τα υψηλά ελλείμματα και η ασθενική ανάπτυξη απειλούν να φέρουν μια νέα κρίση της Ευρωζώνης, προειδοποιούσε η σχετική έκθεση, αφυπνίζοντας φαντάσματα του 2015. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι οι ευκολότερα διαχειρίσιμες PIGS της ευρωπαϊκής περιφέρειας που θέτουν το πρόβλημα, αλλά τα δύο οικονομικά και πολιτικά μεγαθήρια της Ενωσης, Γερμανία και Γαλλία.
Το πρόβλημα της Γαλλίας αφορά κυρίως στα δημόσια οικονομικά. Το χρέος της βρίσκεται στο 112% του ΑΕΠ και το έλλειμμα στο 6,1%, ενώ τα επιτόκια δανεισμού έχουν ξεπεράσει εκείνα της Ελλάδας. Η κυβερνητική εκπρόσωπος Μοντ Μπρεζόν προειδοποίησε, στις 24 Νοεμβρίου, ότι «υπάρχει κίνδυνος να ζήσουμε το ελληνικό σενάριο». Ο συντηρητικός πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ κατέβασε προϋπολογισμό που προβλέπει οδυνηρές περικοπές 60 δισ. ευρώ, αλλά κινδυνεύει να ανατραπεί από ψήφο δυσπιστίας στο κοινοβούλιο αν ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν αποφασίσει να υπερψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας που θα καταθέσει η Αριστερά.
Στην προσπάθειά του να εξευμενίσει τη Λεπέν, ο Μπαρνιέ έκανε την Πέμπτη τρεις σοβαρές παραχωρήσεις: ακύρωση της αύξησης φόρων στο ρεύμα, περικοπές στην περίθαλψη παράτυπων μεταναστών, αναλογικότερο εκλογικό σύστημα. Ωστόσο, η ακροδεξιά πολιτικός είναι πιθανό να ζητήσει περισσότερα, συμπεριλαμβανομένης μιας λύσης στις δικαστικές της εκκρεμότητες που δεν θα την εμποδίσει να διεκδικήσει την προεδρία το 2027. Τούτων δοθέντων, το ενδεχόμενο να κάνει η Γαλλία Χριστούγεννα χωρίς κυβέρνηση και χωρίς προϋπολογισμό παραμένει ανοιχτό.
Σε αντίθεση με τη Γαλλία, η Γερμανία υποφέρει από την υπερβολική δημοσιονομική πειθαρχία που επέβαλε σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στον εαυτό της, με αποκορύφωμα τον ζουρλομανδύα του συνταγματικώς κατοχυρωμένου «φρένου χρέους», που εμποδίζει τις αναγκαίες επενδύσεις στις υποδομές.
Σε συνδυασμό με την επιλογή του Βερολίνου να απογαλακτιστεί από το φθηνό φυσικό αέριο της Ρωσίας και να το υποκαταστήσει με το πολύ ακριβότερο, υγροποιημένο αέριο της Αμερικής μετά την κρίση στην Ουκρανία, τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Η γερμανική οικονομία προβλέπεται να συρρικνωθεί για δεύτερη χρονιά κατά 0,3%, η βιομηχανική παραγωγή έχει πέσει κατά 12% από το 2018 και βιομηχανικά μεγαθήρια όπως η Volkswagen, η Bosch και η Thyssenkrupp αναγγέλλουν περικοπές δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. Στο μεταξύ, η χώρα βρίσκεται σε πολιτική παράλυση μετά τη διάλυση του τρικομματικού συνασπισμού και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών για τις 23 Φεβρουαρίου. Τα προγνωστικά βλέπουν νίκη της Κεντροδεξιάς υπό τον Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος είναι πολύ πιθανό να αναθεωρήσει το φρένο χρέους, παρά τις σοβαρές εσωκομματικές αντιδράσεις.
Χωρίς στιβαρή ηγεσία
Στην κρίση του 2015, η Γερμανία διέθετε μια στιβαρή ηγεσία στο πρόσωπο της Αγκελα Μέρκελ, η Γαλλία είχε μια σταθερή κυβέρνηση υπό τον Φρανσουά Ολάντ και οι ευρωπαϊκές ελίτ μπορούσαν να υπολογίζουν στη συνεργασία με τον Μπαράκ Ομπάμα. Μια ενδεχόμενη νέα κρίση το επόμενο διάστημα θα βρει την Ε.Ε. σε κατάσταση πολιτικής αφασίας, με τον άνεμο στα πανιά της Ακροδεξιάς, που άνοιξε σαμπάνιες για τη νίκη του Τραμπ. Καταλύτη για την επιδείνωση των οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων της Ευρώπης αποτελεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, από τον οποίο η Ευρώπη, σε αντίθεση με την Αμερική, βγαίνει πολλαπλώς ζημιωμένη. Η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους, το προσφυγικό κύμα (μόνο η Γερμανία υποδέχθηκε 1,2 εκατ. Ουκρανούς) και η ζημιά που υπέστησαν οι αγρότες από τα αδασμολόγητα ουκρανικά προϊόντα προκάλεσαν τεράστιες πιέσεις σε σειρά χωρών.
Τίποτα δεν δείχνει, πάντως, ότι οι Ευρωπαίοι θα βρουν κοινό βηματισμό στο Ουκρανικό, καθώς Βρετανία και Γαλλία ερωτοτροπούν με τις πιο ακραίες και επικίνδυνες ιδέες, όπως η αποστολή στρατευμάτων ή μισθοφόρων στο Κίεβο, η Γερμανία επιμένει σε μια πιο συνετή πολιτική, αρνούμενη να στείλει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, ενώ άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται κοντά στη γραμμή Τραμπ για γρήγορο τερματισμό του πολέμου.
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ