Η προσκόλληση της κυβέρνησης ΝΔ στο ορυκτό αέριο και στη στήριξη των υπερκερδών των ηλεκτροπαραγωγών δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να επιτρέψουν τη μείωση των τιμών ρεύματος για τους καταναλωτές (νοικοκυριά, επιχειρήσεις, βιομηχανία).
Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει αν κάνουμε μία γρήγορη αναδρομή, έναν μικρό απολογισμό της κατάστασης στην αγορά ενέργειας τα τελευταία πέντε (5) έτη.
Αφετηρία ήταν η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ τον Σεπτέμβριο του 2019, ακολούθησε η στρεβλή εκκίνηση του Μοντέλου-Στόχου (target model) τον Νοέμβριο του 2020, δηλαδή χωρίς να ενεργοποιηθεί ουσιαστικά ποτέ η προθεσμιακή αγορά και με τα διμερή συμβόλαια να προχωρούν ακόμη και σήμερα με ρυθμούς χελώνας-και μάλιστα με χαρακτήρα επιβολής και υποχρεωτικότητας ειδικά για τους αγρότες- υποχρέωση της Ελλάδας στο πλαίσιο της ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας.
Τους πρώτους μήνες λειτουργίας του Μοντέλου-Στόχου είδαμε τα πρώτα «παιχνίδια» εκατομμυρίων να εμφανίζονται στην αγορά εξισορρόπησης. Αν και η τότε ΡΑΕ, νυν ΡΑΑΕΥ έχει από το 2022 εισηγηθεί την επιστροφή 67 εκατ. ευρώ από τους συμμετέχοντες στα «παιχνίδια» εκατομμυρίων στην εν λόγω αγορά, άγνωστο παραμένει γιατί η κυβέρνηση συνεχίζει να αγνοεί την εισήγηση της ΡΑΕ.
Η κυβερνητική «συνταγή» που εφαρμόζεται έως και σήμερα είναι: πλήρης μετακύλιση οποιουδήποτε ρίσκου και επιθυμητών κερδών των παρόχων ρεύματος στους καταναλωτές αλλά, καμίας ελάφρυνσης.
Χαρακτηριστική είναι η περίοδος του lockdown το 2020 όπου, ενώ οι τιμές ορυκτού αερίου και ρύπων είχαν καταρρεύσει, οι τιμές ρεύματος παρέμειναν σταθερές. Και πάλι το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση των κερδών των παρόχων.
Η ενεργοποίηση στη συνέχεια της ρήτρας αναπροσαρμογής και από τη ΔΕΗ που έχει και το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς τον Αύγουστο του 2021 επικύρωσε την παραπάνω συνταγή.
Η ρήτρα αυτή που κατέστη ιδιαιτέρως αντιδημοφιλής «καταργήθηκε» διά της ενσωμάτωσής της στους λογαριασμούς ρεύματος των προμηθευτών και επανήλθε πάλι με το νέο πολύχρωμο σύστημα τιμολόγησης ως μηχανισμός αναπροσαρμογής. Ρήτρα δηλαδή αναπροσαρμογής με νέο όνομα.
Κλείνουμε πλέον ένα χρόνο εφαρμογής των πολύχρωμων τιμολογίων, με το αφήγημα της κυβέρνησης περί μείωσης των τιμών και αύξησης του ανταγωνισμού να έχει διαψευστεί πλήρως. Εμείς ως Νέα Αριστερά, έχουμε ζητήσει από την κυβέρνηση να σταματήσει το «αστείο» με τα πολύχρωμα τιμολόγια, να αναλάβουν το ρίσκο οι προμηθευτές και όχι οι πολίτες. Θεωρούμε ανεπίτρεπτο το να αναγκάζονται κάθε μήνα οι καταναλωτές να λύσουν «εξισώσεις» για να επιλέξουν ένα από τα μονίμως ακριβά τιμολόγια ρεύματος. Να σταματήσει λοιπόν το «αστείο» και να θεσπιστούν, εδώ και τώρα, σταθερά τιμολόγια για τους καταναλωτές, όπως προβλέπει και η σχετική Οδηγία που οφείλει να ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο η κυβέρνηση έως την 17η Ιανουαρίου.
Η εικόνα στη χονδρεμπορική αγορά δεν διαφέρει. Πλέον όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν πρόκειται για αγορά αλλά για τέσσερις (4) επί της ουσίας καθετοποιημένους «παίκτες», ηλεκτροπαραγωγούς και προμηθευτές, που ζητούν ό,τι τιμή τούς καπνίσει. Για τα δομικά χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα μιλάει ανοιχτά πλέον και η ΕΒΙΚΕΝ που εκπροσωπεί την ελληνική βιομηχανία. Είχε προσφύγει πρόσφατα, καταγγέλλοντας χειραγώγηση τιμών, με αφορμή τα «παιχνίδια εκατομμυρίων» των ηλεκτροπαραγωγών από συμβατικές μονάδες (φυσικό αέριο, λιγνίτη και υδροηλεκτρικά) που ξεκίνησαν τον Ιούλιο με τις μέγιστες ημερήσιες τιμές προς το βράδυ.
Αυτός είναι και ο νέος τρόπος κερδοσκοπίας που εμφανίστηκε το έτος 2024 για τους ηλεκτροπαραγωγούς από ορυκτά καύσιμα (λιγνίτη και ορυκτό αέριο). Με αφορμή κάποια προβλήματα σε περιφερειακές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, οι ηλεκτροπαραγωγοί με συμβατικές μονάδες, κατά βάση ορυκτό αέριο και λιγνίτη, άρχισαν να ζητούν στην πραγματικότητα ό,τι τιμή τούς ερχόταν για να καλύπτουν τη ζήτηση όταν δεν φυσάει και δεν έχει ήλιο.
Οι μέγιστες αυτές τιμές έφτασαν ακόμη και στα 942 ευρώ ανά μεγαβατώρα, μια ανάσα από τα 1.000 ευρώ τον Σεπτέμβριο που μάς πέρασε όταν, το κόστος παραγωγής των εν λόγω μονάδων δεν ξεπερνά, σε καμία περίπτωση, τα 150 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Οι δε αποκλίσεις των προσφερόμενων τιμών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μία ώρα πριν και μετά τις 20:00 για το διάστημα, για παράδειγμα, 10-17 Ιουλίου και 26 Αυγούστου έως 6 Σεπτεμβρίου, γεννούν τεράστια ερωτηματικά.
Τα «παιχνίδια» εκατομμυρίων που επιτρέπει η κυβέρνηση με τις μέγιστες τιμές έχουμε αναδείξει ως Νέα Αριστερά με ερωτήσεις Κοινοβουλευτικού Ελέγχου, όπου δεν έχουμε λάβει ουσιαστικές απαντήσεις, με δηλώσεις και πρωτοβουλίες μας.
Ειδικότερα, έχουμε καταθέσει από τον Ιούλιο αίτημα έκτακτης σύγκλησης της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας για τα φαινόμενα αισχροκέρδειας στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με κλήση του Προέδρου της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), αλλά και τις γενικότερες στρεβλώσεις που παρατηρούνται στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Όπως μάς έχει απαντήσει επίσημα η ΡΑΑΕΥ, η Βουλή δεν έχει προωθήσει το σχετικό αίτημα για κάποιο άγνωστο λόγο.
Εξαιτίας όλων των παραπάνω, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο μερίδιο του ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, το πραγματικό αποτέλεσμα της μείωσης των τιμών λόγω της αυξανόμενης διείσδυσης των ΑΠΕ, δεν περνά στους πολίτες.
Η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας δυσφημεί παράλληλα διαρκώς την ενεργειακή μετάβαση. Ενώ η κυβέρνηση παρέλαβε ισοσκελισμένο τον Ειδικό Λογαριασμό για τις ΑΠΕ, τον οποίο είχε στην προηγούμενη θητεία της καταστήσει ελλειμματικό κατά 1 δισεκατομμύριο ευρώ, και ένα εξορθολογισμένο και βιώσιμο μηχανισμό στήριξης των ΑΠΕ, το μόνο που έχει κάνει στον τομέα αυτό είναι να δημιουργήσει «φούσκα» στις ΑΠΕ και να πυροδοτήσει την αντίδραση των τοπικών κοινωνιών.
Το Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο για τις ΑΠΕ, παρότι ξεκίνησε να εκπονείται το 2019, αναζητείται ακόμη, όπως και τα Προεδρικά Διατάγματα Προστασίας για τις περιοχές Natura 2000. Η δε σύνδεση έργων στο δίκτυο μετατράπηκε σε ρουσφέτι με την Υπουργικής Απόφαση του τότε Υπουργού, Κώστα Σκρέκα, της 12ης Αυγούστου 2022.
Στο δε αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα το ορυκτό αέριο διατηρείται στην ηλεκτροπαραγωγή με νέες μονάδες ισχύος 1,6 GW που προβλέπεται να ενταχθούν στο σύστημα έως το 2030, σε αντίθεση με τη μειωμένη ανάγκη για ορυκτό αέριο μετά το 2030. Απουσιάζει επίσης η τεκμηρίωση και η αιτιολόγηση γιατί λαμβάνεται αυτή η επιλογή που θα επιβαρύνει τους καταναλωτές.
Είναι σαφές ότι χρειάζεται πολιτική αλλαγή για μία ενεργειακή πολιτική με όραμα για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, μία προοδευτική πολιτική που θα υπηρετεί το συμφέρον της πλειοψηφίας και όχι της κοινωνίας του ενός τρίτου.
Χρειάζονται φυσικά και ριζοσπαστικές τομές ώστε, τα οφέλη της μετάβασης να διαχυθούν στην κοινωνία, και όχι απλά αντισταθμιστικά, και ουσιαστική κριτική στην απελευθέρωση και τα εργαλεία της αγοράς ενέργειας που, όπως απέδειξε και η πρόσφατη ενεργειακή κρίση, δεν λειτουργούν προς όφελος της κοινωνίας και της παραγωγής.
Πέτη Πέρκα