«Όταν έρθει η ώρα, δεν θα εκλέξουμε μόνο κυβέρνηση, αλλά και κυβερνήτη του τόπου». Αυτή η φράση στο τέλος της ομιλίας του στη ΔΕΘ, αποδίδει τον Κυριάκο Μητσοτάκη «ολιστικά» όσο καμιά άλλη.
Δεν συνοψίζει μόνο το ύφος και το ήθος της πολιτείας του. Δεν συμπυκνώνει μόνο την εικόνα του ανδρός που ανέλαβε κατ’ ανάθεση να βάλει με κάθε τρόπο –από την καταπάτηση του Συντάγματος μέχρι την ωμή ένστολη βία— τέλος σε αυτό που η εγχώρια οικονομική και πολιτική ελίτ θεωρεί παθογένειες του τόπου, δηλ. τις ανάγκες των πολλών, το δικαίωμα των μη προνομιούχων να διεκδικούν ένα μέλλον για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Προδίδει τον τρόπο που εννοεί την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τη δυσανεξία του στον κοινοβουλευτισμό όταν δεν συμμορφώνεται με τις επιδιώξεις των συμφερόντων που αυτός υπηρετεί στον πολιτικό στίβο.
Διαχωρίζει στη φράση του αυτή την εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση από τον primus inter pares, από τον πρώτο μεταξύ ίσων, που η δημοκρατία θέλει, που η δημοκρατία επιτάσσει, να είναι ο πρωθυπουργός. Πρώτος μεταξύ ίσων. Οτιδήποτε πέρα από αυτό είναι ολίσθημα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το διέπραξε –ηθελημένα και όχι από γλωσσικό ολίσθημα, το οποίο η δημοκρατία κατανοεί και συγχωρεί— αναγορεύοντας «κυβερνήτη» τον «πρώτο μεταξύ ίσων» της δημοκρατίας.
Παραπέμπει αυτό σε σκοτεινές σελίδες της Ελλάδας του μεσοπολέμου; Μάλλον δεν ενδιαφέρει αυτό τον εκφραστή μιας πολιτικής η οποία θέλει να συσπειρώσει τα ακροδεξιά, φιλομοναρχικά, φασίζοντα υπολείμματα της μεταχουντικής Ελλάδας σε ένα νεοφιλελεύθερης κοπής μετα-δημοκρατικό μέτωπο εναντίον της δημοκρατικής πλειοψηφίας.
Το επιχειρεί εκμεταλλευόμενος την κόπωση από τις επάλληλες κρίσεις –οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή, κλιματική, διεθνή— που ο απλός κόσμος βιώνει εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Το προσπαθεί υποδαυλίζοντας τους φόβους –ακυβερνησία, αστάθεια, ξένος δάκτυλος—, υποσχόμενος στα πιο ευάλωτα στην αυτοενοχοποίηση κομμάτια του εκλογικού σώματος στιβαρή διακυβέρνηση, προσωποποιημένη στον κυβερνήτη. Παλιά ιστορία.
Κρίση σημαίνει αποσταθεροποίηση, σημαίνει ευκαιρία για κάθε επίδοξο σφετεριστή της ανεξέλεγκτης εξουσίας. Στην Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη χτίζεται μεθοδικά ένα καθεστώς νοθευμένης δημοκρατίας, όπως δείχνει καθαρά το σκάνδαλο των υποκλοπών, η χυδαία επιχείρηση συγκάλυψης με την υπογραφή ενός πρωθυπουργού που προθερμαίνεται για κυβερνήτης. Στήνεται ένα καθεστώς αδιαφάνειας, ασυδοσίας των κυβερνώντων, που θα λογοδοτούν μόνο στην κάλπη – την ετυμηγορία της οποίας θα έχουν προεξοφλημένη με εκλογικούς νόμους στα μέτρα τους.
Πρόπλασμα του καθεστώτος αυτού είναι το σχήμα του επιτελικού κράτους που ο Κυριάκος Μητσοτάκη ξεκίνησε την επομένη των εκλογών. Μια sui generis «ενός ανδρός αρχή» με τον ίδιο στη κορυφή.
Αξιοπαρατήρητα, το σχήμα «ενός ανδρός αρχή», αντανακλάται «στο σχήμα διάρθρωσης του κόμματος που ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει και (θεωρεί ότι) μπορεί να επιβάλει, με την υπόρρητη υπόμνηση: όποιος αμφισβητεί τον αρχηγό αμφισβητεί τον πρωθυπουργό, άρα υπονομεύει την κυβέρνηση, δηλαδή θέτει σε κίνδυνο το συνεκτικό στοιχείο, δηλαδή τη νομή της εξουσίας».
Το σχήμα κρατήθηκε χωρίς τριγμούς μέχρι σήμερα. Τώρα η στάση εμβληματικών προσωπικοτήτων του κόμματος μπροστά στο σκάνδαλο των υποκλοπών, η επίκληση της διαφάνειας, του απαραβίαστου των αρχών του κοινοβουλευτικού ελέγχου, της άρσης του απορρήτου, έχει παροξύνει τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται ο πρωθυπουργός. Ένα σημαντικό κομμάτι της εκλογικής βάσης του κόμματος προβληματίζεται ακούγοντας τις ενστάσεις που διατυπώνονται στην κορυφή.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν διέθετε ποτέ ασφαλές ακροατήριο στην ιστορική βάση του κόμματος. Θα αναζητήσει λύση απευθυνόμενος «σε αλλότρια πολιτικά εδάφη». Το επιχείρησε παλαιότερα αυτοπροβαλλόμενος ως περίπου μετενσάρκωση του Ελευθερίου Βενιζέλου (βλ. άρθρο του στην «Καθημερινή» της Κυριακής 26 Ιαν. 2020).
Το 2019 ένα κομμάτι των κεντρογενών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ στήριξε την εκλογή του στην πρωθυπουργία. Είναι ζωτικής πολιτικής σημασίας για το κόμμα του, δηλαδή για τον ίδιο, αυτό το κεφάλαιο να μην χαθεί οριστικά.
«Ο τόπος χρειάζεται ισχυρή κυβέρνηση, με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία για αυτοδύναμη Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη μονοκομματική. Άλλωστε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη έχουμε αξιοποιήσει πρόσωπα και από άλλους χώρους. Δεν ζητάμε κομματικά διαβατήρια για ανθρώπους που μοιράζονται ίδιο όραμα…», διευκρίνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος την επομένη της συνέντευξης Τύπου στη ΔΕΘ, όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έριξε γέφυρες» στον Ευάγγελο Βενιζέλο – εμμέσως μεν, αφειδώς δε:
«Σέβομαι ιδιαίτερα τον κ. Βενιζέλο ως πολιτική και επιστημονική οντότητα, αλλά δεν συμφωνώ πάντοτε μαζί του, όπως πρόσφατα για το θέμα των παρακολουθήσεων. Για το ζήτημα του συγκεντρωτικού κράτους έχω συγκεκριμένη άποψη για το επιτελικό κράτος. Αλλά, τελικά, με τον κ, Βενιζέλο, αλλά και με άλλους που προέρχονται από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, μάλλον είναι περισσότερα αυτά που μας ενώνουν από αυτά που μας χωρίζουν. Δεν ξεχνώ ότι ο κ. Βενιζέλος ήταν ένας από τους δέκα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κρέμασε στα μανταλάκια για την υπόθεση Novartis. Μια πολιτική σκευωρία που κατέπεσε με πάταγο και απεδείχθη πλήρως ότι ήταν πολιτικά υποκινούμενη. Και βέβαια η επιλογή μου να προτείνω στον κ. Βενιζέλο να εκπροσωπήσει τη χώρα στην επιτροπή σοφών ήταν απολύτως ενδεδειγμένη, διότι έχει όλα τα εχέγγυα για να μπορεί να φέρει εις πέρας αυτή την αποστολή».
Ότι ακολούθησε ίσως προδικάζει την τύχη του εγχειρήματος να περισωθεί ό,τι περισώζεται από το λεγόμενο «κεντρογενές κεφάλαιο». Τρεις μέρες μετά τη συνέντευξη στη ΔΕΘ, ο Ευ. Βενιζέλος καταφέρθηκε με σφοδρότητα κατά της κυβέρνησης, που επικαλείται το απόρρητο για να αποφύγει τη διαλεύκανση του σκανδάλου των υποκλοπών. «Μιλάμε», είπε, «για τον διασυρμό της ερμηνείας και της εφαρμογής του Συντάγματος και της έννοιας των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος».
Στις οποίες «οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος», προσθέτουμε εμείς, δεν συγκαταλέγεται τίποτε από όσα υπονοεί η φράση, «Όταν έρθει η ώρα, δεν θα εκλέξουμε μόνο κυβέρνηση, αλλά και κυβερνήτη του τόπου».
Κωστής Γιούργος