Macro

Πενήντα πέντε ποιητικές ανάσες

Τα σονέτα στον Ορφέα του Ρ. Μ. Ρίλκε υπήρξαν ένα πραγματικό κατόρθωμα στην παγκόσμια λογοτεχνική ιστορία. Εργο από τα πιο επιδραστικά διαχρονικά και από τα πλέον δύσκολα στοιχήματα των μεταφραστών, έρχεται για να παρουσιάσει στο ελληνόγλωσσο κοινό η ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Τοπάλη μέσα από μια εργασία που συνομιλεί όχι μόνο με τις Ελεγείες του Ντουίνο, το άλλο σπουδαίο έργο του γερμανόφωνου συγγραφέα, αλλά και με ένα σύνολο από άλλα έργα που τοποθετήθηκαν και αυτά στο μεταίχμιο ανάμεσα σε οριακές, μεταβατικές καταστάσεις της ζωής και της τέχνης (όπως εν προκειμένω η μετάβαση στον μοντερνισμό).

Ο χαρακτηρισμός «κατόρθωμα» δεν οφείλεται όμως μόνο στο εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο τα πενήντα πέντε σονέτα κυοφορήθηκαν και είδαν το φως. Οφείλεται και στον τρόπο με τον οποίο αποτέλεσαν ουσιαστικά μια εξεικόνιση του μύθου του Ορφέα, στον οποίο άλλωστε απευθύνονται. Είναι από τις λίγες ίσως φορές στην παγκόσμια λογοτεχνική ιστορία που ένα σύνολο ποιημάτων αρμολογείται με τέτοια ένταση και επιδεξιότητα έτσι ώστε να συνιστά την άλλη όψη του μύθου και ο όρος «όψη» εδώ θα πρέπει να νοηθεί στην κυριολεκτική σημασία του, ως εικόνα που σχηματοποιείται, ποίημα το ποίημα, για να αναδείξει αυτή τη σπάνια μορφή που στάθηκε ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι για να εισηγηθεί και να δημιουργήσει την ένωσή τους κατά τρόπο αξεδιάλυτο και παντοτινό – τον τρόπο της τέχνης, της σύνθεσης, της ποίησης, της μουσικής.

Επέλεξα ένα από τα σονέτα, το εικοστό δεύτερο του πρώτου μέρους, ακριβώς γιατί συμπυκνώνει ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του Ρίλκε όπως συνυφαίνονται και συνυπάρχουν σε αυτή του την ποιητική κατάθεση: δυναμισμός και χάρη, εμβέλεια και βάθος, εικονοποιία και φιλοσοφική διάθεση. Είμαστε αυτοί που οδηγούν/ Μα του χρόνου το βήμα,/ δείτε το σαν λεπτομέρεια μικρή/ σ’ ό,τι πάντα διαρκεί.// Ο,τι περνά βιαστικά/ πες πως έφυγε, πάει./ Βλέπεις, ό,τι βραδύνει, αυτό μας μυεί μοναχά.// Αγόρια, ω βάλτε το θάρρος σας/ όχι στη βιάση,/ όχι στην πτήση.// Ξεκουράζονται όλα:/ σκοτάδι και φως/ βιβλίο κι ανθός. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια ποιητική συνείδηση που γνωρίζει καλά πώς να χειρίζεται την έμπνευση έτσι ώστε αυτή να λάμπει ολοκάθαρη ακόμα και μέσα ή μετά από μια άρτια τεχνική επεξεργασία, ακόμα και έπειτα από αυτό που θα ονομάζαμε «φορμάρισμα», τη διοχέτευση δηλαδή της ποιητικής ύλης σε ένα συγκεκριμένο καλούπι που, υπό άλλες συνθήκες και όπως έχουμε δει να συμβαίνει σε άλλους ποιητές, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την περιστολή ή τον ακρωτηριασμό (ενίοτε) της ποιητικής πνοής.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να μελετήσει κανείς τα γεγονότα που γέννησαν αυτή την ποιητική πνοή και κέντρισαν το πάθος της δημιουργίας και μάλιστα με τέτοια ένταση ώστε αυτό να εκδηλωθεί με μια ποιότητα που, όπως είπαμε, έμοιαζε με αυτήν της αστραπής. Στην κατατοπιστική εισαγωγή του βιβλίου της, η Τοπάλη αναφέρεται σε ξεχωριστό κεφάλαιο στα δύο γεγονότα που κινητοποίησαν τον Ρίλκε, προερχόμενα το ένα από το έδαφος της ζωής και το άλλο από το έδαφος της τέχνης. Ετσι, από τη μια ο θάνατος της νεαρής Wera, κόρης της οικογενειακής του φίλης Gertrud Ouckama Konoop, που φάνηκε να δημιουργεί τις προϋποθέσεις εκείνες για την καταβύθιση στο μυστήριο του θανάτου και την ανάδυση από αυτό με τη βοήθεια των σονέτων που θα προέκυπταν ως ερμηνεία και διέξοδος, και από την άλλη η επαφή και η θέαση του αντιγράφου που φιλοτέχνησε η Baladine Klossowska, η τελευταία μεγάλη αγάπη του Ρίλκε, βασισμένο σε ένα έργο φιλοτεχνημένο με πένα και μελάνι του Βενετού Giovanni Battista Cimada Concegliano που απεικόνιζε τον Ορφέα να παίζει τη λύρα του καθισμένος κάτω από ένα δέντρο και περιτριγυρισμένος από κάθε είδους ζώα που τον άκουγαν αφοσιωμένα, υπήρξαν οι δύο δυνάμεις που λειτούργησαν πιεστικά και στη συνέχεια εκτονωτικά για τον δημιουργό. Η κοινή βάση των δύο αυτών ερεθισμάτων υπήρξε βέβαια ο θάνατος, εκείνο όμως που μπορεί να υποθέσει κανείς είναι ότι ο Ρίλκε διαμόρφωσε, με τα σονέτα του, μια παράδοξη νησίδα ή, με δεδομένη τη διάρκεια και το ταξίδι των ποιημάτων του μέσα στον χρόνο, μια σχεδία. Ενα «έδαφος» που διασώζει τον θάνατο, την ιδέα του θανάτου, τη σφραγίδα του· τον κρατά ζωντανό, τον φέρνει στο φως, τον κάνει τέχνη και έτσι τον ακυρώνει και τον καταργεί.

Ευσταθία Δήμου
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ