Macro

Πελαγωμένη η κυβέρνηση και ο Κ. Μητσοτάκης

Όλες οι εκδοχές κρίσης που μαστίζουν τη χώρα, χειροτέρεψαν την προηγούμενη εβδομάδα. Η υγειονομική, η κοινωνική – οικονομική και η κρίση στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας με την Τουρκία, πρωτίστως, αλλά και με την ΕΕ, πυκνώνουν τις εξελίξεις και πιέζουν την κυβέρνηση που, πλέον, πείθει ότι δεν μπορεί να τις διαχειριστεί. Αυτό θα κληροδοτήσει, δυστυχώς, σοβαρές δυσκολίες και δυσεπίλυτα προβλήματα το αμέσως επόμενο, μετά την πανδημία, διάστημα, με κίνδυνο να επιβληθεί μνημονιακή πολιτική.

Μπροστά σ’ αυτά τα αδιέξοδα, η κυβέρνηση εμφανίζεται αμήχανη και χωρίς σαφές σχέδιο σε κανένα από τα τρία μέτωπα. Αντιλαμβάνεται το αδιέξοδό της, αλλά αντί να αναζητεί σωστότερες λύσεις επέλεξε σαν σωσίβιο αντιπερισπασμό την πιο νοσηρή από τις παραδόσεις της μεταπολιτευτικής δεξιάς. Τη διαβολή των αντιπάλων της, εν προκειμένω του Αλέξη Τσίπρα. Με παντελώς ψευδή δημοσιεύματα, όπως αποδείχθηκε αμέσως. Έτσι, απέδειξε ότι έχει σοβαρό πρόβλημα να κρύψει: την ανικανότητα και την πολιτική της. Αυτό είναι πολύ σπουδαιότερο από την πρωθυπουργική ανευθυνότητα της Πάρνηθας.

 

Διπλωματική ήττα

Στην εξωτερική πολιτική, ο πρωθυπουργός επέστρεψε από Βρυξέλλες με διπλωματική ήττα. Στο μεγαλύτερό της μέρος αντανακλά την αδυναμία, ασυνέπεια και ιδιοτέλεια της ΕΕ – η κάθε χώρα κινείται στον άξονα των συμφερόντων της – όμως μέρος της είναι και απότοκο μιας ασπόνδυλης στάσης της κυβέρνησης και βέβαια λάθη από το παρελθόν της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Τα δύσκολα είναι μπροστά για την κυβέρνηση, ενώ έχει μέτωπο στο εσωτερικό της και με την αντιπολίτευση, ιδίως την αξιωματική. Είναι πειστική όταν υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση δεν έχει στρατηγική, ότι εισπράττει –για τη χώρα– διπλωματικές ήττες κ.ά. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ οφείλει να αποσαφηνίσει την πολιτική του, με δεδομένο τον διεθνή παράγοντα, δεν μπορεί να αρχίζει και να τελειώνει στις κυρώσεις.

Στην υγειονομική κρίση, όλοι ζούμε την επώδυνη καθημερινότητά της. Απέχουμε παρασάγγας από τις διαβεβαιώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού ότι δεν θα γινόταν δεύτερο λοκντάουν. Ή από τις διαβεβαιώσεις υπουργών ότι το δεύτερο λοκντάουν θα είναι χαλαρότερο. Για οποιαδήποτε κυβέρνηση τα πράγματα δεν θα ήταν ρόδινα, αλλά μιλάμε για τραγωδία, ως προς τη διαχείριση και την πολιτική της. Και σ’ αυτό το σημείο η αξιωματική αντιπολίτευση έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία με την κριτική της, τις συνεχώς τεκμηριωμένες προτάσεις της. Αμέσως μετά τη ψήφιση του Προϋπολογισμού, την Τρίτη, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα ανακοινώσει το συνολικό σχέδιό του διεξόδου από την παγίδευση στην υγειονομική κρίση, ενόψει εμβολίου. Το τεράστιας σημασίας όπλο κινδυνεύει, στα χέρια της κυβέρνησης, να μετατραπεί σε πηγή χαλάρωσης, αίσθησης ότι τελειώσαμε.

 

Αναντίστοιχη οικονομική πολιτική

Στην οικονομική κρίση, το πώς την αντιμετωπίζει η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ. Η βασική της εκτίμηση ότι η υγειονομική κρίση θα αντιμετωπισθεί γρήγορα και εύκολα  οδήγησε στην επιλογή οικονομικής πολιτικής πλήρως αναντίστοιχης με μια καθολική οικονομική κρίση. Επιδίωκε –με νεοφιλελεύθερη λογική– να “κάνει οικονομία” στα μέτρα, να μην νοθεύσει το προεκλογικό πρόγραμμα, που άρχισε να εφαρμόζει πριν τον κορονοϊό, και το οποίο θα υλοποιήσει αμέσως μετά την πανδημία! Ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα φθάναμε εδώ που φθάσαμε, το 2020. Το 2021, θα είναι πιο δύσκολο, σε ορισμένους τομείς, και η κυβέρνηση  υπεκφεύγει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως προς την οικονομική κρίση, ετοιμάζει την πρότασή του που θα αντιπαρατίθεται στην έκθεση Πισσαρίδη. Θα δοθεί άμεσα στη δημοσιότητα για να αποτελέσει την ύλη μιας ευρείας διαβούλευσης στην κοινωνία. Γι’ αυτό και το ονομάζει “Προσχέδιο”. Στόχος είναι έως τον Απρίλιο, χρονικό όριο που συμπίπτει με την υποχρέωση της χώρας να έχει ολοκληρώσει την κατάρτιση και υποβολή Εθνικού Σχεδίου για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Θα συνιστά μια εξειδίκευση –με βάση τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης– του Προσχεδίου του Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ που θα αποφασιστεί στο επόμενο συνέδριό του.

 

Από την απερισκεψία στην πρεμούρα

Η κατάθεση, μετά απόσυρση και μετά επανακατάθεση σε άλλο, σημαντικά ευρύτερο, πλαίσιο, της τροπολογίας για χορήγηση έκτακτου επιδόματος στους αστυνομικούς έβλαψε, αναντίρρητα, τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, συνολικά. Καταρχάς, η αρχική σπουδή και το περιεχόμενο της πρότασης τήν καθιστούσε εντελώς ανοιχτή στο να επικριθεί ότι επιδιώκει –με δόση λαϊκισμού– “φιλικές σχέσεις” με μια κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων που η Αριστερά δεν μπορεί να προσεγγίζει, περιστασιακά, χωρίς σχέδιο συνολικό και βαθύτερη γνώση του ρόλου, αυτού του κατασταλτικού, κρατικού θεσμού. Τα όσα δε είχαν προηγηθεί στις επετείους για το Πολυτεχνείο και τον Γρηγορόπουλο όξυναν το θέμα. Οι αντιδράσεις στο Πολιτικό Συμβούλιο του κόμματος οδήγησαν στην απόσυρσή της και αποκάλυψαν το κενό της προετοιμασίας της κατάθεσης. Διότι, όπως αποδείχθηκε υπήρξε ευρύς και πειστικός αντίλογος που μάλιστα υπερίσχυσε. Αν έγκαιρα είχε τεθεί στη συζήτηση η τροπολογία θα προλάβαινε όσα επακολούθησαν και έβλαψαν την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, έβλαψαν, τελικά, και τη σχέση του κόμματος με τους αστυνομικούς ως εργαζόμενους.  Δεν την προώθησε όπως νόμιζε ότι κάνει η αρχική τροπολογία.

Η επανακατάθεση, σε άλλο πλαίσιο, να περιλαμβάνει μεγάλη γκάμα εργαζομένων στο δημόσιο που επίσης έχουν επιβαρυμένη εργασία στην περίοδο της πανδημίας, αλλάζει τη συζήτηση. Μένει, όμως, πάλι, επειδή υπήρξε η πρώτη απερισκεψία, το πρόβλημα στο τραπέζι γιατί  επιδεικνύει μια πρεμούρα –η προαναγγελία αυτό δείχνει– αχρείαστη έως και επιβλαβή. Ήταν πιο σωστό η τροπολογία να πάει αργότερα, με το συνολικό σκεπτικό της, ύστερα από διάλογο. Να περιλαμβάνει και κατηγορίες εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα που επιβαρύνεται η δουλειά τους με την πανδημία. Ή να γίνει επανακατάθεση τροπολογιών που έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ για κατηγορίες εργαζομένων και απορρίφθηκαν.

Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή