Την Τρίτη το απόγευμα, όπως και την Κυριακή πριν δυο μέρες, η κυβέρνηση δεν είδε τίποτε στην Νέα Σμύρνη. Δεν είδε τις πάρα πολλές χιλιάδες κόσμου που κατέκλυσαν τη μεγάλη πλατεία και τους γύρω δρόμους, μάλιστα σε περίοδο περιορισμών λόγω πανδημίας, δεν είδε την απογοήτευση και το θυμό των πολιτών, το σπιράλ της βίας, τη βία που φέρνει βία, που τη συνεχίζει η αστυνομία χωρίς κανένα φραγμό. Και ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταδίκασαν τη βία και των αστυνομικών και αυτών των ανεύθυνων και βάναυσων που επιτέθηκαν κατά του αστυνομικού. Ο μόνος που δεν είπε ούτε μια λέξη – για τη βία της αστυνομίας, δεν το συζητούμε – για τον ξυλοδαρμό του νέου ανθρώπου από αστυνομικό ήταν ο πρωθυπουργός!
Δεν του διέφυγε, το συζήτησε με τους συμβούλους του, και σίγουρα πρόβλεψε τα χιλιάδες αρνητικά σχόλια κάτω από το διάγγελμά του. Όμως, ψυχρά, επιλέγει τη συνέχιση της πολιτικής του διχασμού και της έντασης. Δεν του προέκυψε αυτή τώρα. Τώρα την εργαλειοποιεί στο μέγιστο βαθμό και ρίσκο. Είναι επιλογή που προκύπτει από την αντίληψη της σημερινής ΝΔ, έχει μόνιμα χαρακτηριστικά επιχειρεί να την εγκαταστήσει στους θεσμούς, να διχάσει την κοινωνία, να έχει διαρκέστερες σχέσεις με μεγάλο μέρος της που συμπεριλαμβάνει ένα ευρύ μέτωπο από την ακροδεξιά έως το ακραίο κέντρο και τους φανατικούς νεοφιλελεύθερους που δεν έχουν επαφή με την κοινωνία. Η ανάλυση του καθηγητή Ευθύμη Παπαβλασόπουλου στην προηγούμενη «Εποχή» είναι ένα πολύ καλό βοήθημα για να κατανοήσουμε τις σύγχρονες επιλογές της ΝΔ.
Είχε μοναδική ευκαιρία
Στη Ν. Σμύρνη, εντούτοις, ο Κ. Μητσοτάκης είχε μια μοναδική ευκαιρία να απομακρυνθεί από τη μονοθεματική πολιτική του. Να αρθεί στο ύψος ενός πρωθυπουργού, έστω και συγκυριακά. Την Κυριακή υπήρξε ένα περιστατικό αστυνομικής βίας που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Δεν το επέλεξε, αντίθετα ήλθε σε αντιπαράθεση όχι μόνο με τους νέους αλλά με τους κατοίκους μίας μεσοαστικής κοινωνίας τους οποίους, σίγουρα, είχε στον νου του όταν διακήρυττε, προεκλογικά, τα περί «νόμου και τάξης», ότι θα επαναφέρει “το αίσθημα ασφάλειας”. Πολύ πιθανό ψηφοφόροι του τραβούσαν τα βίντεο με τα κινητά τους από τα μπαλκόνια, σοκαρισμένοι. Τώρα αυτό πάσχει στον πυρήνα του. Και το αποφάσισε, για άλλη μια φορά, διότι εκτιμά ότι το ρεύμα συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας του το επιτρέπει, ότι το περιθώριο της δημοσκοπικής διαφοράς το εξασφαλίζει.
Η κυβέρνηση, ασφαλώς, κάνει την εκτίμηση ότι ακριβώς η πανδημία, δηλαδή ο φόβος που προκαλεί και η πειθαρχία που απαιτεί ή επιβάλλει, την ευνοεί. Την πρώτη περίοδο, το πέτυχε εν μέρει, αλλά αυτό χάθηκε. Τώρα ο κόσμος κάνει άλλη ανάγνωση της τρέχουσας κατάστασης. Μιλώντας στο MEGA ο Νίκος Φίλης έτσι το συνόψισε: «Δεν μπορείς να φιμώσεις τον κόσμο που χάνει τις δουλειές του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα και από πάνω να τρώει και ξύλο. Δεν μπορείς να νομοθετείς έτσι και μετά να έχεις την απαίτηση να… μη διαδηλώσει ο κόσμος. Ασφαλώς και θα διαδηλώσει, με υγειονομικές προφυλάξεις φυσικά. Δεν έχει καταργηθεί ακόμα το Σύνταγμα».
Όσα μας συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες αναλύονται όχι μόνο από πολιτικά στελέχη της Αριστεράς αλλά και διανοούμενους. Αντιγράφω ένα εύστοχο απόσπασμα από την ανάρτηση στο facebook του καθηγητή Μάκη Μοσχονά που μας βοηθά να κατανοήσουμε μια από τις πηγές των επιλογών της ΝΔ. «Κάθε κυβέρνηση θα όφειλε να είναι εξόχως προσεκτική στα θέματα αστυνόμευσης, γιατί η εποπτεία της τήρησης των λοκντάουν εξ ορισμού δημιουργεί αυξημένη αστυνόμευση και εξ ορισμού οδηγεί σε κρίσιμο περιορισμό βασικών ελευθεριών (όπως της ελευθερίας κίνησης). Η κυβέρνηση δεν το έπιασε αυτό. Πρόκειται για μείζον λάθος κατανόησης. Έτσι, πρόσθεσε νομοσχέδια επί νομοσχεδίων για το νόμο και την τάξη χωρίς να υπάρχει επείγων λόγος και ενώ οι καραντίνες ήταν ήδη νόμος και τάξη».
Σοβαρές οι επιπτώσεις
Αυτό, όμως, το «μείζον λάθος κατανόησης» της ΝΔ, που διαμορφώνεται ως περιβάλλον με μια βάναυση νομοθεσία και μια επίπτωσή του είδαμε στη Νέα Σμύρνη –έως αυτή την ώρα που διαβάζονται αυτές οι γραμμές μπορεί να επαναλαμβάνεται και σ’ άλλες γειτονιές, διότι οι αντιδράσεις, πλέον, δεν θα σταματήσουν– έχει σοβαρό κόστος. Το επόμενο διάστημα θα είναι πολύ πιο εύφορο για αντιδράσεις και συγκρούσεις. Προς ώρας, τα πανεπιστήμια είναι κλειστά, αλλά κάποτε θα ανοίξουν. Το νομοσχέδιο για τα εργασιακά προφανώς δεν θα είναι περίπατος, γι’ αυτό, ίσως, και ανέβαλε την εισαγωγή του στη Βουλή. Ήδη άρχισε η συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Ξεφεύγουν τα πράγματα, κάποτε, όταν δεν τα οδηγούν νουνεχείς. Και με τη ΝΔ αυτό συμβαίνει. Υπάρχει κοινωνική, πλέον, αγανάκτηση.
Η επιλογή της έντασης, ωστόσο, ως πολιτικής, δηλαδή ως περιβάλλον και για τις επόμενες εκλογές, είναι μεν μπροστά μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κ. Μητσοτάκης και το επιτελείο του – για το κόμμα δεν γνωρίζουμε – δεν μέτρησαν και το ρίσκο της, δεν γνωρίζουν ότι αυτό υπάρχει. Είναι ενήμεροι, κι αυτό φαίνεται στην αμηχανία που διατρέχει το διάγγελμα της Δευτέρας, διότι δεν περίμεναν τόσο κόσμο στην πλατεία, αλλά παρ’ όλα αυτά φαίνεται να το αναλαμβάνουν και αυτή είναι και η πιο επικίνδυνη πλευρά της τακτικής τους. Τα δημοσιεύματα που ήθελαν τον πρωθυπουργό «ενοχλημένο» με τους συμβούλους του για το ότι το διάγγελμά του ακολουθήθηκε από πολλές χιλιάδες αποδοκιμασίες, δεν αλλάζουν, ουσιωδώς, τις επιλογές. Και όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι στη σημερινή συζήτηση στη Βουλή που ο πρωθυπουργός θα απαντήσει στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξη Τσίπρα θα επιτεθεί, θα εγκαλέσει την αξιωματική αντιπολίτευση ότι είχε «σχέσεις φιλίας» με τη 17 Νοέμβρη, ότι παροτρύνει για διαδηλώσεις, ότι δεν σέβεται την επιδεινούμενη πανδημία κτλ. Όμως, αναμετρώντας τις αντιστάσεις στην πολιτική της έντασης θα επιχειρήσει να ελιχθεί. Να μιλήσει, πχ, για μέτρα ελέγχου της παραβατικότητας της αστυνομίας, ρόλους στον Συνήγορο του Πολίτη κ.ά. Μη πειστικά, βέβαια, γιατί όλα αυτά υπήρχαν αλλά ήταν σκοπίμως παροπλισμένα.
Ευρύ δημοκρατικό μέτωπο με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ
Ποια πρέπει να είναι η επιλογή της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και πρώτα απ’ όλα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ως του μεγαλύτερου κόμματος της Αριστεράς; Το διάγγελμα Μητσοτάκη, ως επιβεβαίωση της έως τώρα πολιτικής του, επιβάλει μια ανάλογη απάντηση. Υπάρχει ζήτημα λειτουργίας της δημοκρατίας στη χώρα, υπάρχει ζήτημα ανεπαρκούς –τουλάχιστον– πολιτικής για την πανδημία, υπονόμευσης του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης πλειονότητας της κοινωνίας, απίσχνασης των δικαιωμάτων των πολιτών. Οι περιορισμοί της πανδημίας τείνουν να γίνουν μόνιμο καθεστώς. Για όλα αυτά τα ζητήματα μπορεί να συγκροτηθεί ένα μέτωπο, δημοκρατικό που θα ενθαρρύνει τα κινήματα αντίστασης στην κυβερνητική πολιτική και προοπτικά θα την ανατρέψει.
Αυτό είναι και το κρίσιμο καθήκον αυτής της περιόδου για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Έως εδώ! Να μπει φραγμός στη στρατηγική του διχασμού, της έντασης. Καθόλου φοβικά. Ενότητα, για να μην περάσει ο φόβος, να ανακαταληφθεί ο δρόμος. Η κυβέρνηση, βέβαια, μέσω και των ελεγχόμενων ΜΜΕ θα προσπαθήσει να τρομοκρατήσει τη δημοκρατική αντιπολίτευση και ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Δεν πρέπει ούτε να αυτοπεριοριστεί ούτε να μπει στην παγίδα της λογικής του δικομματισμού και της πλειοψηφίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο είναι απαραίτητο ασφαλώς να είναι ένας αριστερός θεσμικός παίκτης, δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο σ’ αυτό. Σωστά ο Αλέξης Τσίπρας με το διάγγελμά του δεν παρασύρεται από την ένταση και πόλωση, που επιθυμεί και επιχειρεί η Δεξιά, προφυλάσσει τον αποδώ χώρο από προκλήσεις για να μπορεί να είναι αποτελεσματικά ηγεμονικός. Γι’ αυτό επιβάλλεται ενότητα, κοινή δράση και πρωτοβουλίες. Εξάλλου, είναι και ο πιο αποτελεσματικός και πολιτικά αξιόπιστος τρόπος να σπάσει το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, που ακόμη υπάρχει και η ΝΔ επιχειρεί να τροφοδοτεί.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή