Το συμβάν στην Τρίπολη της Λιβύης ενώ, όταν κρίνεται με βάση τον ρεαλισμό της διπλωματίας, είναι κωμικό ωστόσο είναι και πολύ σοβαρό, διότι αποκαλύπτει τη λάθος κατεύθυνση –λάθος υπόβαθρο– της εξωτερικής πολιτικής, όπως ιδίως την υλοποιεί η κυβέρνηση της Δεξιάς. Δείχνει όμως και την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, δηλαδή της Αριστεράς, να διατυπώσει θέσεις που απεγκλωβίζουν αυτή την πολιτική. Ένα τρίτο ζήτημα που καταγράφηκε, οι ενδοπαραταξιακές αντιθέσεις –άγνωστο ποιες απ’ αυτές οφείλονται σε πραγματικές διαφορές και ποιες σε εσωκομματικούς διαγκωνισμούς– μέσα στη ΝΔ, είναι δευτερεύουσας σημασίας, παρά το ότι έκλεψαν το ενδιαφέρον των ρεπορτάζ.
Γιατί, καταρχάς, είναι ως διπλωματικό επεισόδιο σοβαρό; Διότι ενώ είναι εμπεδωμένο, πλέον, ότι οι σχέσεις Ελλάδας – Λιβύης είναι έκρυθμα κακές, με μεγάλη ευθύνη και της ελληνικής πλευράς –μεγάλη ευθύνη συνιστά, στην εξωτερική πολιτική, και η έλλειψη προβλεπτικότητας– και σιωπηρά έχει αποφασιστεί –σωστά– να εξομαλυνθούν, η συμπεριφορά Δένδια όχι μόνο δεν προχώρησε έστω ένα βήμα, αλλά έφερε τα πράγματα πολλά βήματα πίσω. Εξαιτίας του διπλωματικού πρωτοκόλλου! Μικρότερης σημασίας, αλλά δηλωτικό της προχειρότητας, είναι ότι εν τέλει η λίβυα υπουργός εξωτερικών κ. Μανγκούς αποδείχθηκε ότι δεν είχε υπογράψει την τελευταία συμφωνία με τον τούρκο συνάδελφό της, κάτι για το οποίο κρίθηκε απαράδεκτη. Οι υπουργοί Ενέργειας των δυο χωρών το υπογράψαν!
Παρέλκει να πούμε ότι η υπουργός θεωρείται πως δεν ανήκει στους “ιέρακες” αλλά στις πιο “αδέσμευτες” φιγούρες στη χώρα αυτή. Όφειλε να δεχτεί τη χειραψία και κατά τη γνώμη μου όχι μόνο, αλλά να επωφεληθεί και να μπει και στην ουσία, κάνοντας απλώς και μια νύξη για την παραβίαση της συμφωνίας (όχι του πρωτοκόλλου) με τον προεδρεύοντα κ. Μένφι για το ποιος θα τον υποδεχτεί. Είναι θετικό που ο κ. Μένφι με δηλώσεις του μετά το περιστατικό δήλωσε ότι ενδιαφέρεται να εξομαλυνθούν οι σχέσεις με την Ελλάδα.
Το πόσο η πολιτική της ΝΔ πάει ανάποδα ακόμη και τώρα, ενώ έχει γίνει κατανοητό το βλαβερό κενό των σχέσεων με ένα γείτονα, τη Λιβύη, φαίνεται από το ότι θεωρήθηκε “καψώνι” η απάντηση της Τρίπολης, δηλαδή της νομιμοποιημένης διεθνώς κυβέρνησης να “πιάσει” ο έλληνας υπουργός πρώτα
στην Τρίπολη και μετά να πάει στη Βεγγάζη. Εκεί, ως γνωστό, θα παρέδιδε τα 30.000 εμβόλια κατά του κορονοϊού που θα συνομιλούσε και με τον κ. Χαφτάρ τον αντίπαλο της κυβέρνησης Ντιμπέιντα και “φίλο” της Ελλάδας. Από την αρχή έπρεπε να επιδιωχθεί επαφή και με την Τρίπολη, ιδίως αφού ο
σκοπός του ταξιδιού ήταν να δοθεί ανθρωπιστική βοήθεια. Παραδόξως, το προηγούμενο διάστημα είχαμε ενδείξεις ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει την ομαλοποίηση με συνέπεια. Ο Κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στον Αντ1 είχε πει το εξής: “Εμείς θέλουμε να κάνουμε ένα άνοιγμα στη Λιβύη συνολικά, για να μπορέσουμε επιτέλους να οριοθετήσουμε θαλάσσιες ζώνες”. Έχει, επίσης, υποστηριχθεί ότι τα όρια των ερευνών που καθορίστηκαν πρόσφατα για υδρογονάνθρακες –εγκληματική περιβαλλοντικά πολιτική, βέβαια– προφυλάσσουν τις σχέσεις με τη Λιβύη, δεν περιλαμβάνουν αμφιλεγόμενα πεδία. Λέγεται, επίσης, ότι η εξομάλυνση των σχέσεων με τη Λιβύη ήταν ένα από τα θέματα που περιλάμβανε το τηλεφώνημα Μπλίνκεν στον Μητσοτάκη. Αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία διότι η ανάγκη είναι ακέραια της Ελλάδας.
Γιατί είναι σοβαρό θέμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής η σχέση με τη Λιβύη; Σοβαρό, βέβαια, θέμα είναι η σχέση με τον κάθε γείτονα. Και η εξωτερική πολιτική της χώρας έχει, μέσα στον μικροϊμπεριαλισμό της, μια απαράδεκτη ιεράρχηση. Για παράδειγμα, τις ρυθμίσεις που δεν αποδεχόμαστε με την Αλβανία τις δεχθήκαμε με την Ιταλία! Το ίδιο συνέβη και με την Λιβύη, όπου καρκινοβατούσαν οι συζητήσεις από το 2006, νομίζω, διότι με τον μαξιμαλισμό που μας διακρίνει ζητούσαμε πλήρη επήρεια της Γαύδου και της Γαυδοπούλας –ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε βήματα εδώ, αλλά δεν έφθασε σε λύση– όπως και στο Καστελόριζο. Η συμφωνία με την Λιβύη για τις ζώνες είναι συμφωνία κλειδί εφόσον η ελληνική πλευρά αναζητεί ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό, επιπλέον, θα επέτρεπε και ομαλό τρόπο συμφωνίας και για τα 12 μίλια αιγιαλίτιδας ζώνης, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου σε συνεννόηση με την αντικείμενη χώρα. Η Τουρκία, αντίθετα, αποβλέπει στα αποθέματα αερίου της Λιβύης, διότι θέλει να έχει αυτονομία όσο είναι δυνατό. (Εδώ ας θυμηθούμε ότι η Ελλάδα –ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό το άμβλυνε ουσιαστικά– επεδίωκε την ενεργειακή απομόνωση της Τουρκίας με τον East Med, μη βλέποντας ότι θα αντιδράσει. Αυτό οδήγησε, εκτός των άλλων, και
στη συμφωνία με τη Λιβύη).
Για χάρη του πρωτοκόλλου…
Το θέμα Λιβύη είναι σοβαρό και για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ασφαλώς. Η στάση του έχει ένα ασαφές, κάπως, ιστορικό. Μιλά για εξομάλυνση των σχέσεων αλλά συγχρόνως –μοιάζει να– δίνει το βάρος του, στη Βεγγάζη, όπως και η κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστική η επίσημη κομματική ανακοίνωση υποδοχής
του κ. Χαφτάρ όταν είχε έλθει στην Αθήνα. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: η κυβέρνηση της Λιβύης, υπηρεσιακή έως τις εκλογές, έχει τη νομιμοποίηση και κάλυψη του ΟΗΕ και όλων των μεγάλων χωρών. Κωλυσιεργεί, βέβαια, ως προς τις εκλογές αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Η κριτική που έπρεπε η αξιωματική αντιπολίτευση να ασκήσει στην κυβέρνηση της ΝΔ και προσωπικά στον υπουργό Εξωτερικών είναι γιατί, για χάρη του πρωτοκόλλου, δεν αποδέχθηκε την επαφή και την ευκαιρία να κουβεντιάσει επί της ουσίας. Να ασκήσει πίεση για αποκατάσταση πλήρως των διπλωματικών σχέσεων. Να διερευνήσει τις δυνατότητες της Ελλάδας, ως πληττόμενου μέρους, να προσφύγει σε Διεθνές Δικαστήριο κατά του τουρκολιβυκού μνημονίου που περιλαμβάνει σαφώς αυτή τη δυνατότητα, την αναφέρει. Η αμφισβήτηση, νομικά, της τουρκολιβυκής συμφωνίας περνά από
την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Λιβύη. Αυτό θα ενεργοποιήσει ίσως, προς αυτή την κατεύθυνση και τη συμφωνία Αιγύπτου – Ελλάδας που παραμένει –επιλογή της Αιγύπτου– υπνώττουσα, λόγω της Τουρκίας η οποία ταυτόχρονα απειλεί και δελεάζει με καλύτερη συμφωνία την Αίγυπτο.
Ποια είναι η εναλλακτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ;
Η ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά ότι οι “αντιφάσεις και αντιθέσεις μεταξύ του κ. Δένδια και του κ. Μητσοτάκη και η έλλειψη εθνικής στρατηγικής κοστίζουν πολύ σοβαρά στην εξωτερική πολιτική της χώρας”. Σωστή διαπίστωση αλλά πιο συγκεκριμένα: το κόστος, σε τι
συνίσταται; Πώς αποτρέπεται; Ποια είναι η αντίπαλη εναλλακτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ; Στην περίπτωση αυτή, για παράδειγμα, δεν θα έπρεπε να επικρίνει την κυβέρνηση ότι, λόγω πρωτοκόλλου, απέφυγε την ουσία του θέματος και μιλά για “απαράδεκτη και ντροπιαστική εικόνα να
τίθεται ο ΥΠΕΞ της Ελλάδας προκλητικά προ τετελεσμένου”; Ούτε αρκεί στην ίδια ανακοίνωση να σημειώνεται ότι “ο κ. Οικονόμου δεν απαντά αν η Ελλάδα αναγνωρίζει τη μεταβατική κυβέρνηση της Λιβύης. Επίσης, είναι θέμα για αυστηρή επίκριση και τοποθέτηση. Ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του στην κοινοβουλευτική ομάδα, πιο προσεκτικά, επέκρινε την κυβέρνηση διότι “οποιαδήποτε περιθώρια διείσδυσής μας στη χώρα αυτή εξαφανίστηκαν χθες με μια ερασιτεχνικά προετοιμασμένη επίσκεψη”.
Το άγχος να υπερφαλαγγιστεί ο κ. Δένδιας σε πατριωτική υπερηφάνεια δεν ωφελεί. Αντίθετα, η επίκριση στην κυβέρνηση στη βάση της ουσίας, που θα υπονοούσε την ανάγκη για μια σώφρονα και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική με τη Λιβύη, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε έναντι της Β. Μακεδονίας αλλά και της Τουρκίας, θα συνιστούσε, πράγματι, πολιτική συσπείρωσης της Αριστεράς και προσέγγισης σε δυνάμεις της κεντροαριστεράς.
Ο τίτλος είναι δάνειο από το γνωστό επαναστατικό τραγούδι “Τι τα θέλουμε τα όπλα” και από τη στροφή του “από τις κορφές του Αίμου στης Λιβύης τα νερά, όλοι είμαστε αδέλφια, στα κρυφά – στα φανερά”.