Macro

Παύλος Κλαυδιανός: Εξ όνυχος τον λέοντα

Το 2022 ξεκίνησε, όντως, επιθετικά για τους συνταξιούχους, τωρινούς –ιδίως αυτούς με τις πιο χαμηλές συντάξεις– και μελλοντικούς. Η κυβέρνηση επιτίθεται σε δύο μέτωπα. Μέσω της αλλαγής του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, με την εισαγωγή της ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης, υπονομεύει ακόμη και τη δυνατότητα στο μέλλον, για κάποιες/ους, να εξασφαλίσουν δικαίωμα επικουρικής σύνταξης. Μέσω περικοπών ή φορολογικών επιβαρύνσεων σε καθυστερούμενα, ή μέσω αθέτησης υποσχέσεων για χορήγηση επιδόματος συμπιέζει το εισόδημά τους. Τελευταίο συμβάν είναι, με εγκύκλιο του Υφυπουργού Εργασίας κ. Π. Τσακλόγλου, η περικοπή συντάξεων αναπηρίας και χηρείας με εφαρμογή, ξαφνικά, νόμου του 2016 που έως τώρα δεν είχε εφαρμοσθεί, με επιλογή.

Περικοπές πολλών όψεων

Τι ακριβώς αποφάσισε η κυβέρνηση με αυτή την εγκύκλιο που μείωσε, διαμιάς, το εισόδημα συνταξιούχων, όπως είναι όσοι ζουν με συμπλήρωμα τη σύνταξη αναπηρίας ή χηρείας, δηλαδή, που κατ’ εξοχήν έχουν ανάγκη στήριξης και φροντίδας; Οι απολαβές που προκύπτουν από διπλό ασφαλιστικό δικαίωμα, όσον αφορά το μέρος της Εθνικής Σύνταξης στη δεύτερη σύνταξη, θα περικόπτονται κατά 70%. Αυτό συνεπάγεται μείωση σύνταξης από λίγα έως και 268 ευρώ και θα αφορά, κατά υπολογισμούς, 300.000 περίπου δικαιούχους. Έως τώρα ο συνταξιούχος αυτής της περίπτωσης λάμβανε, εκτός από το πλήρες ποσό της μιας σύνταξης, και το 70% της εθνικής σύνταξης.
Η διερεύνηση του βάθους της εγκυκλίου, έφερε στην επιφάνεια και τις “κρυμμένες” περικοπές που συνεπάγεται. Όπως αναφέρει ο Ανδρέας Πετρόπουλος (Αυγή, 4/1/2022) αφορά, πρώτον, όλες τις συντάξεις που εκδόθηκαν από τη ψήφιση του νόμου από το 2016, δεύτερον όλες τις συντάξεις που πρόκειται να εκδοθούν στο εξής, τρίτον περικοπές που από τον επόμενο μήνα θα υποστούν παλαιότεροι συνταξιούχοι. Αυτοί “καθίστανται όμηροι της ‘προσωπικής διαφοράς’ που δημιουργείται, χάνοντας τη δυνατότητα να δουν αυξήσεις τους μετά το 2023” όπως σημείωσε ο Διονύσης Τεμπονέρας. Δηλαδή, μέχρι που να μηδενιστεί η προσωπική διαφορά που ως τέτοια θα νοείται το ποσό που λαμβάνει και θα ξεπερνά τα 384 ευρώ, κάτι που μπορεί να προκύψει από ενδεχόμενες αυξήσεις συντάξεων μετά το 2023.

Πολιτική αντιπαράθεση

Η πολιτική αντιπαράθεση ήταν αναμενόμενη. Το σφυροκόπημα απ’ όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης υποχρέωσε την κυβέρνηση να ελιχθεί και να δηλώσει ότι η εγκύκλιός της δεν έχει αναδρομική ισχύ. Δεν είπε τίποτε, όμως, για τη μείωση μέσω της “προσωπικής διαφοράς”. Η κυβέρνηση επέμεινε να κρύβεται πίσω από τον «νόμο Κατρούγκαλου», δηλαδή ένα νόμο του ΣΥΡΙΖΑ που προέβλεπε αυτή τη δυνατότητα, χωρίς όμως να τοποθετείται στο γεγονός ότι μετά την έκδοσή του βγήκε εγκύκλιος που έλεγε ότι δεν κρινόταν σκόπιμο να προχωρήσουν οι νέες μειώσεις κάτι που δεν άλλαξαν και άλλοι υπουργοί όπως ο κ. Βρούτσης. Ύστερα από πεντέμισι χρόνια, η ΝΔ έκρινε ότι “εάν υπήρξαν εγκύκλιοι προς άλλη κατεύθυνση, προφανώς ήταν έξω από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου”. Αυτό πιστεύει ο κ. Χατζηδάκης…
Η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, τομεάρχης Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. απάντησε αυστηρά: «Την ώρα που η κοινωνία δοκιμάζεται από την έξαρση της πανδημίας και της ακρίβειας, η κυβέρνηση πλήττει συστηματικά τους πιο αδύναμους, τους χαμηλοσυνταξιούχους, τις χήρες και τους ανάπηρους. Αιφνιδιαστικά και στα μουλωχτά ο κ. Τσακλόγλου τροποποίησε εγκύκλιο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ του 2016 και με νέα απαράδεκτη εγκύκλιο πετσοκόβει έως και 268 ευρώ από τις μελλοντικές συντάξεις χηρείας και αναπηρίας».
Η κυβέρνηση, βεβαίως, προσπαθεί να καλυφθεί πίσω από την ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, που νομοθέτησε σχετικά το 2016, και αποκρύβει ότι ταυτόχρονα πάγωσε τον νόμο –η ΝΔ έλεγε ότι θα τον καταργήσει!– και δεν τον εφάρμοσε ποτέ. Δεν κατάργησε όμως κι αυτή τη διάταξη όταν άρχισαν να λιώνουν οι πρώτοι πάγοι μετά την έξοδο από το μνημόνιο. Η τοποθέτησή του σήμερα θα ήταν πολύ πιο άρτια πολιτικά αν συμπεριλάμβανε και το τι την υποχρέωσε, τότε, να νομοθετήσει έτσι και αν υπάρχει ζήτημα αυτοκριτικής σχετικά.

Οι δυο στόχοι της πολιτικής

Η ασφαλιστική πολιτική της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης έχει δυο στόχους. Ο πρώτος, ο κύριος, είναι η βαθμιαία μεταλλαγή του αναδιανεμητικού ασφαλιστικού συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό. Ξεκινά από την επικουρική από 1η Ιανουαρίου, είναι το πρώτο βήμα. Το δεύτερο, θα είναι να γίνει κεφαλαιοποιητική και η κύρια σύνταξη. Ζούμε σε περίοδο όπου η αβεβαιότητα για την εργασία, και η διόγκωση των λεγόμενων “σκατοδουλειών” – ιδίως για νέες/ους – είναι τρομακτική άρα και η θεμελίωση μελλοντικά σύνταξης, το ύψος της, οδηγούν στην ανάγκη ενίσχυσης του αναδιανεμητικού συστήματος, δηλαδή της αλληλεγγύης μεταξύ γενεών και εργαζομένων και της φροντίδας του κράτους. Αντίθετα, η κυβέρνηση, όπως και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, προχωρεί σε διαρθρωτικές νεοφιλελεύθερες αλλαγές εκμεταλλευόμενη αυτές τις δύσκολες για τους εργαζόμενους συνθήκες να αμυνθούν με τα συνδικάτα τους. Όλο και περισσότερο μετατρέπονται οι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου σε πρεκάριους, με νόμους όχι μόνο από την ισχύ του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα οι νέοι να μην μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα σύνταξης ή να την πάρουν σε βαθύ γήρας ή αυτή να είναι αφάνταστα χαμηλή.
Ο δεύτερος στόχος, είναι δημοσιονομικός. Οι περικοπές, με διάφορους τρόπους, είναι η άλλη όψη της πολυδιαφημιζόμενης μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών που δήθεν αυξάνουν τον μισθό. Γι’ αυτό η κυβέρνηση δεν χάνει ευκαιρία. Αυτές τις μέρες υπήρξαν τρεις. Η μια, αναλύθηκε ήδη, είναι η μείωση των συντάξεων αναπηρίας και χηρείας. Η δεύτερη, είναι οι περικοπές την τελευταία στιγμή του αριθμού των δικαιούχων της έκτακτης ενίσχυσης χαμηλοσυνταξιούχων. Ο πρωθυπουργός είχε εξαγγείλει στη Βουλή επίδομα 250 ευρώ για 830.000 χαμηλοσυνταξιούχους, συνολικής δαπάνης 210 εκ. ευρώ. Τελικά, με εισοδηματικά κριτήρια που τέθηκαν, επίδομα θα πάρουν μόνο 635.000, δαπάνης 158 εκατ. Η τρίτη είναι ο τρόπος φορολόγησης των καθυστερούμενων ποσών, που λόγω δικαστικής απόφασης, θα πάρουν όσοι συνταξιούχοι δικαιώθηκαν.

Ολόκληρη η εικόνα

Αν σ’ όλα αυτά προστεθεί και η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1η Ιανουαρίου, εν μέσω ακρίβειας –μετά την αύξηση κατά 11% από 1η Ιανουαρίου 2019, είχαμε πάγωμα τριών χρόνων– που την υπερκαλύπτει ήδη, έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πολιτικής της ΝΔ. περίοδο όχι μόνο ακρίβειας, αλλά όπου η ικανότητα, μέσω των συλλογικών συμβάσεων, των εργαζομένων να υπερασπιστούν το ύψος της αμοιβής και το είδος της εργασίας τους, μειώνεται δραματικά, ο κατώτατος μισθός παρέχει μια στοιχειώδη εξασφάλιση, (ένα άρθρο του Πάνου Κορφιάτη στο ΕΝΑ για τον κατώτατο βιώσιμο μισθό τα αναλύει όλα αυτά επαρκώς). Η κυβέρνηση κάνει το αντίθετο ή σωστότερα εκμεταλλεύεται την ταξική υπεροχή των επιχειρήσεων και αποφασίζει ανάλογα.
Εμμέσως πλην σαφώς το αποκαλύπτει αυτό και ο κ. Τσακλόγλου. Σε συνέντευξή του στο MEGA δεν έκρυψε την άποψή του για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις με το εξής, αμίμητο: “Γιατί γνωρίζει το συνδικάτο καλύτερα απ’ ό,τι γνωρίζω εγώ σε ατομικό επίπεδο;”. Την αλήθεια την είπε λίγο μετά: “Θέλουμε να έχουμε προστασία των εργαζομένων, αλλά να έχουμε και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις”. Γι’ αυτό και καταφέρθηκε κατά “μερίδας συνδικαλιστών και κομμάτων της αντιπολίτευσης” που αντιδρούν. Γι’ αυτό και η κατανομή των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης θα γίνει με οδηγό αυτή την άποψη. Ιδίως, ενόψει της πράσινης μετάβασης με υποψήφιο πρώτο θύμα – εκτός από το περιβάλλον – τον μισθωτό.

Το αναγκαίο άλμα

Υπάρχει δυνατότητα αντιπαράθεσης; Μιλώντας για το συνδικάτο που πρέπει να ξεφύγει απ΄ τα όρια αναφοράς του, να κάνει ένα άλμα η επικεφαλής της FIOM CGIL Φραντσέσκα Ρεντάβιντ (συνέντευξη στον Αργύρη Παναγόπουλο στην Αυγή) προτείνει: “Πρέπει να καταφέρουμε να εκφράσουμε και να κινητοποιήσουμε όλους μαζί, τους εργαζόμενους, το διευρυμένο πρεκαριάτο, τις γυναίκες, τους ηλικιωμένους, τους νέους και τους συνταξιούχους. Να τους δώσουμε να καταλάβουν, να βρεθούμε στην ίδια πλευρά και να αποτρέψουμε να στρέψουν τον ένα εναντίον του άλλου, αυτό είναι πολύ σημαντικό”. Γιατί “σε μια δύσκολη περίοδο σαν αυτή που διανύουμε, εάν το συνδικάτο δεν έχει ένα όραμα για την κοινωνία, κινδυνεύει να βουλιάξει σε μια συντεχνιακή λογική, που είναι μεταξύ των άλλων πολύ ισχυρή”.

Πηγή: Η Εποχή