Με την επανεκκίνηση των κανονικών πλειστηριασμών και την έναρξη για πρώτη φορά των ηλεκτρονικών, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ, την προηγούμενη Τετάρτη, βρέθηκαν σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση. Την ίδια ώρα, ωστόσο, οι συζητήσεις-διαπραγματεύσεις για την τρίτη αξιολόγηση προχωρούν από ομαλά έως εύκολα. Αν αναλύσουμε τη σημασία αυτών των δύο διαδικασιών συνδυαστικά, τι θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε;
Κατ’ αρχάς, ότι –πριν προκύψει το συνολικό πολιτικό κλίμα που κινείται η κυβέρνηση– κάθε μια από αυτές τις δυο διαδικασίες έχει την αυτονομία της, άρα και την πολιτική της επίπτωση και δεν ισχύουν οι εξισορροπήσεις μεταξύ τους. Πάνω απ’ όλα οι πλειστηριασμοί κατοικιών, οι οποίοι όπως είναι φυσικό κινητοποιούν τεράστια ανησυχία και φόβο για το παρόν και σε όσους έχουν χρέη προς τις τράπεζες, σχετικά με την τύχη της κατοικίας τους. Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που συνοδεύουν την κατοικία, η ζωτική σημασία της σε περίοδο κρίσης, μεγάλης μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος και τρομακτικής ανεργίας, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο σε ασάφειες και κενά στο χειρισμό που επιλέγει η κυβέρνηση, πολύ περισσότερο σε λάθη. Ο κίνδυνος, στη δύσκολη συγκυρία, όλες αυτές οι αντιστάσεις και αντιδράσεις σε πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής να συνενωθούν και να γίνουν υπολογίσιμη δύναμη, είναι ορατός και η κυβέρνηση δεν πρέπει να τον υποτιμήσει ή πολύ περισσότερο να τον τροφοδοτήσει με λάθη.
Αστυνομικές αυθαιρεσίες
Η ελλιπής ενημέρωση ή η έλλειψη γνώσης από τους ενδιαφερόμενους, αλλά και η παραπληροφόρησή τους, όπως και η τακτική πιέσεων προς την κυβέρνηση για τα κόκκινα δάνεια από τους δανειστές, δημιούργησαν ένα εύφλεκτο υπόστρωμα. Πάνω σ’ αυτό αναδύθηκαν οι συγκρούσεις μελών του κινήματος «δεν πληρώνω» με την αστυνομία, που βάρυναν πάρα πολύ το κλίμα. Η απαράδεκτη χρήση χημικών σε κλειστό χώρο από την αστυνομία πυροδότησε, και σωστά, μεγάλη ένταση. Η κυβέρνηση, όπως προκύπτει από τις άμεσες δηλώσεις των αρμοδίων υπουργών, αντιλήφθηκε αμέσως ότι η σύγκρουση αυτή, όχι με όσους βρέθηκαν στο Ειρηνοδικείο της Αθήνας, που ένα τμήμα τους συσκοτίζει την πραγματικότητα με πολιτικό στόχο, αλλά με την κοινωνία, έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία. Η αντίδραση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε το ζήτημα ακόμη πιο επιτακτικά και τα στελέχη του κόμματος ζήτησαν από τους υπουργούς μεγαλύτερη εγρήγορση περαιτέρω, θεσμική προστασία της πρώτης κατοικίας, και καμία πρόκληση από την πλευρά της αστυνομίας.
Είναι θετικό το γεγονός ότι ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Ν. Τόσκας δεν μάσησε τα λόγια του και μίλησε για ευθύνες της αστυνομίας. Να σημειώσουμε ότι δεν ήταν το μόνο περιστατικό αυτές τις μέρες. Αστυνομικοί επιτέθηκαν σε διαδηλωτές στο υπουργείο Παιδείας, στα Γιάννενα ενώ, ανεξάρτητα από το αδίκημα που τους αποδίδεται, οι συλληφθέντες Κούρδοι έχουν σαφή ίχνη κακοποίησης. Σημείωσε λοιπόν ο υπουργός: «Οι αστυνομικοί, που ήταν αμυνόμενοι, δέχθηκαν χημική σκόνη από πυροσβεστήρες… Έπρεπε να διαφυλαχθεί ο συγκεκριμένος χώρος. Πρέπει να δούμε τι προστάτευαν οι αστυνομικοί και τι λάθη έγιναν. Κακώς έπεσαν χημικά σε έναν κλειστό χώρο, όπως, βέβαια και η χημική σκόνη πυροσβεστήρων από συγκεντρωμένους εναντίον αστυνομικών». Στη συνέχεια εξέφρασε την εκτίμησή του «ότι σιγά -σιγά οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι κινδυνεύει η λαϊκή κατοικία θα πειστούν ότι κάθε άλλο παρά συμβαίνει αυτό και πως θα μειωθεί η ένταση».
Απαραίτητη η προστασία της λαϊκής κατοικίας
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημ. Τζανακόπουλος επιχείρησε να παρουσιάσει τη δέσμη προστασίας της κατοικίας που υπάρχει διαβεβαιώνοντας συγχρόνως ότι «το ζήτημα των αναγκαστικών πλειστηριασμών είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και «ως τέτοιο το αντιμετωπίζουμε». «Πρέπει όμως να βάλουμε τα πράγματα σε μία τάξη», πρόσθεσε. «Είναι άλλο ο πλειστηριασμός της πρώτης κατοικίας των λαϊκών τάξεων και άλλο ο πλειστηριασμός ακινήτων των μεγαλοοφειλετών και των στρατηγικών κακοπληρωτών. Είναι δεδομένο ότι έχουμε δεσμευθεί και έχουμε κάθε λόγο να απαγορεύσουμε τους πρώτους και είμαστε αναγκασμένοι να επισπεύσουμε τους δεύτερους για να προστατεύσουμε την σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος».
Στη συνέχεια υπενθύμισε τα μέτρα που έχουν παρθεί. «Ο νόμος Κατσέλη-Σταθάκη προστατεύει την πρώτη κατοικία όσων υπερχρεωμένων νοικοκυριών έχουν ενταχθεί σε αυτόν. Και η αξία της, ξεκινά από τα 180.000 ευρώ για έναν άγαμο οφειλέτη και φτάνει μέχρι τα 280.000 ευρώ σε περίπτωση που έχουμε οικογένεια με τρία παιδιά». Υπενθύμισε και τη θέσπιση του εξωδικαστικού συμβιβασμού για τους επαγγελματίες που κινδυνεύουν να χάσουν την πρώτη κατοικία τους, αλλά δεν μπορούν να αξιοποιήσουν το νόμο Κατσέλη-Σταθάκη. «Με αυτή την έννοια θέλω να τονίσω ότι κατανοούμε την αγωνία και τις ανάγκες των λαϊκών οικογενειών, ωστόσο να επαναλάβω ότι είναι απόλυτη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης ότι δεν υπάρχει περίπτωση πρώτη κατοικία λαϊκής οικογένειας να βγει σε αναγκαστικό πλειστηριασμό». Τέλος προχώρησε και σε ένα πολιτικό συμπέρασμα: «Αυτό που δεν κατανοούμε είναι όλους όσοι καταλήγουν, ανεξαρτήτως των προθέσεών τους, να λειτουργούν εξ αντικειμένου προς όφελος των στρατηγικών κακοπληρωτών, οφείλουν να πάψουν να παραπλανούν την κοινή γνώμη με ψεύδη». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής: «Το ερώτημα είναι ποιους προστατεύουν όλοι αυτοί που κινούνται κατά αυτής της διαδικασίας που είναι διαφανής και υπό τον απόλυτο έλεγχο του κράτους».
Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος προσπάθησε, αφού πρώτα σημείωσε ότι «υπάρχει μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη παραπληροφόρηση στην περίπτωση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών», να εξηγήσει την οικονομική σημασία τους. «Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί είναι σημαντικοί, όχι μόνο για να έχουμε καλές τράπεζες, αλλά και για αναπτυξιακούς και κοινωνικούς λόγους. Δηλαδή, αν οι τράπεζες δεν μπορούν να δανείσουν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχουμε πρόβλημα. Αν οι τράπεζες δεν μπορούν να δώσουν χρήματα και νέα δάνεια σε νέα ζευγάρια, έχουμε ένα κοινωνικό πρόβλημα», παρατήρησε και πρόσθεσε: «Γι’ αυτό σας λέω ότι πρέπει όλοι να είμαστε ήρεμοι, όλοι να κατανοούμε τι γίνεται, υπάρχουν πολλές ανάγκες σε αυτή την κοινωνία, μια από αυτές τις ανάγκες είναι να έχουμε ανάπτυξη και να έχουμε κοινωνία που μπορεί να σταθεί στα πόδια της».
Ετέθη και το ζήτημα αν μπορεί αυτή η «συμφωνία κυρίων» μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών, δηλαδή να μην απειληθούν με πλειστηριασμό σπίτια έως 300.000 ευρώ, να διασφαλισθεί και θεσμικά. Ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης, για παράδειγμα, τοποθετήθηκε σ’ αυτό το σημείο ως εξής: «Όσο οι δεσμεύσεις –και οι χθεσινές, που υπήρξαν από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και τον υπουργό Οικονομικών– και οι αποσαφηνίσεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας, μέχρι την αντικειμενική αξία των 300.000 γίνουν πράξη, τότε προφανώς δεν θεωρώ ότι θα υπάρξει κάποιο πρόβλημα, το οποίο θα κλονίσει τις σχέσεις της κοινωνίας με την κυβέρνηση».
Το ζητούμενο των κόκκινων γραμμών
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο θέμα των ορίων που πρέπει να τίθενται κατά τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. «Όποιος, δεν θέτει όρια –και αυτός ο οποίος πρέπει να θέσει όρια είναι προφανώς η ελληνική πλευρά– τότε από την άλλη πλευρά, των θεσμών, μην περιμένετε ευαισθησίες. Έχουμε πια μια αρκετά μεγάλη εμπειρία. Κατά συνέπεια αυτό το θέμα αφορά και πρέπει να αφορά τελικά την ελληνική κυβέρνηση, η οποία πρέπει να θέσει τα όρια της».
Προφανώς, εν μέσω μιας δύσκολης διαπραγμάτευσης με πολύ λεπτές ισορροπίες, η κυβέρνηση διστάζει να θέσει στους δανειστές το ζήτημα αυτό και περιορίζεται στην τήρηση της συμφωνίας κυρίων με τις τράπεζες και τη σιωπηρή ανοχή των δανειστών. Αλλά στο άμεσο μέλλον κανείς, από τώρα, δεν μπορεί να προδικάσει τι εργαλεία θα απαιτηθούν να εξευρεθούν για το κοινωνικά ευαίσθητο αυτό θέμα.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή