Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Πωλ Μέισον, Μετακαπιταλισμός – Ένας οδηγός για το μέλλον μας, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη (2016).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η επανάσταση στον τρόπο που επεξεργαζόμαστε, αποθηκεύουμε και επικοινωνούμε την πληροφορία σήκωσε την αυλαία για την οικονομία του Διαδικτύου. Αυτή, με τη σειρά της, άρχισε να υποσκάπτει τις παραδοσιακές καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας. Ας δούμε με ποιο τρόπο:
Καταρχάς, διαβρώνει τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών των ψηφιακών αγαθών, όπως αυτός εννοείται από την κλασική οικονομία, εξωθώντας το κόστος αναπαραγωγής των πληροφοριακών αγαθών στο μηδέν.
Επίσης, προσδίδει στα υλικά αγαθά ένα δυναμικό περιεχόμενο πληροφοριών, με συνέπεια να καταλήγουν και αυτά στην ίδια ρουφήχτρα μηδενικού κόστους των πληροφοριακών αγαθών. Συχνά, μάλιστα, όπως στην περίπτωση των αθλητικών παπουτσιών, συνδέει την αξία τους περισσότερο με ιδέες που αποτελούν κοινωνική δημιουργία (όπως η εμπορική ταυτότητα μίας εταιρείας) παρά με το υλικό κόστος παραγωγής τους.
Τέλος, καθιστά απαραίτητη τη χρηματιστικοποίηση, δημιουργώντας δύο κανάλια ροής κερδών από τον γενικό πληθυσμό προς το κεφάλαιο: τους εργάτες που παράγουν αγαθά, υπηρεσίες και γνώση, και τους δανειολήπτες που παράγουν τόκους. Έτσι, ενώ παραμένει αληθής ο ισχυρισμός ότι «ολόκληρη η κοινωνία έχει γίνει ένα εργοστάσιο», οι μηχανισμοί εκμετάλλευσης εξακολουθούν να είναι πρωτίστως οι μισθοί, μετά η πίστωση και μόνο στο τέλος η συνέργεια της πνευματικής μας συνεισφοράς στη δημιουργία της αξίας της εμπορικής ταυτότητας εταιρειών ή της παράδοσης των «εξωτερικών επακόλουθων» στις επιχειρήσεις τεχνολογίας.
Σε αυτή τη διαδικασία επαναστατικής αλλαγής της παραγωγικότητας των υλικών πραγμάτων, των διεργασιών και των ενεργειακών δικτύων, οι διασυνδέσεις μεταξύ μηχανών σιγά σιγά υπερτερούν έναντι των διασυνδέσεων μεταξύ ανθρώπων.
Αν η πληροφορία διαβρώνει την οικονομική αξία, ο εταιρικός κόσμος έχει στη διάθεσή του τρεις διαφορετικές στρατηγικές επιβίωσης: Τη δημιουργία μονοπωλίων της πληροφορίας και την ολοκληρωτική υπεράσπιση της πνευματικής ιδιοκτησίας. Την προσέγγιση «ολισθαίνοντας προς το χάος», που συνεπάγεται προσπάθεια επιβίωσης στο κενό μεταξύ υπερπροσφοράς και πτώσης των τιμών. Την προσπάθεια ιδιοποίησης και εκμετάλλευσης της κοινωνικά παραγόμενης πληροφορίας, όπως είναι τα δεδομένα για τη συμπεριφορά των καταναλωτών και η σύναψη συμβολαίων με τους προγραμματιστές, ώστε να παραχωρούν στις εταιρείες τα δικαιώματα του κώδικα που γράφουν στον ελεύθερο χρόνο τους.
Παράλληλα όμως με την αντίδραση των εταιρειών, παρατηρείται και η ανάδυση μίας εκτός αγορών παραγωγής, της οριζόντια διανεμημένης ομότιμης διαδικτυακής παραγωγής, χωρίς κεντρικό έλεγχο, για αγαθά που είτε παρέχονται απολύτως δωρεάν, είτε, καθώς είναι Ανοιχτού Κώδικα, έχουν πολύ περιορισμένη εμπορική αξία.
Τα εμπορικά προϊόντα παραγκωνίζονται από τα δωρεάν προϊόντα της ομότιμης παραγωγής. Στη Wikipedia δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για εμπορικές δραστηριότητες, ενώ στο Linux και το Android υπάρχει μεν εμπορική εκμετάλλευση αλλά περιθωριακά και πάντως όχι λόγω ιδιοκτησίας του κύριου προϊόντος. Παραγωγός και καταναλωτής σταδιακά ταυτίζονται στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας.
Εις απάντησιν όλων αυτών, ο καπιταλισμός αρχίζει να αναδιατάσσεται και να παίρνει τη μορφή ενός αμυντικού μηχανισμού απέναντι στην ομότιμη παραγωγή, με όπλα τα πληροφοριακά μονοπώλια, την αποδοχή της εξασθένησης του συσχετισμού μισθών και παραγωγικότητας και την παράλογη επιδίωξη επιχειρηματικών μοντέλων που προϋποθέτουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Οι μη εμπορικές μορφές παραγωγής και συναλλαγών αξιοποιούν την τάση του ανθρώπου να συνεργάζεται και να ανταλλάσει δώρα απροσδιόριστης αξίας, τάση που υπήρχε πάντα, αλλά στο περιθώριο της οικονομικής ζωής. Όλο αυτό δεν είναι μία απλή αναδιευθέτηση της ισορροπίας μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών, είναι κάτι εντελώς καινούργιο και επαναστατικό. Η εξάπλωση αυτών των μη εμπορικών οικονομικών δραστηριοτήτων ανοίγει τον δρόμο για μία συνεργατική και δικαιότερη κοινωνία.
Οι ραγδαίες εξελίξεις της τεχνολογίας αλλοιώνουν τη φύση της εργασίας, καθιστούν ασαφή τη διάκριση εργασίας και ελεύθερου χρόνου και μας ζητούν να γίνουμε διά βίου συμμέτοχοι στην παραγωγή αγαθών και εκτός του χώρου εργασίας. Αυτό μας καθιστά προσωπικότητες με πολλαπλές οικονομικές ιδιότητες, στοιχείο που αποτελεί την οικονομική βάση για την ανάδυση ενός νέου τύπου ανθρώπου. Αυτός ο άνθρωπος, το διαδικτυωμένο άτομο, θα αποτελέσει τον φορέα της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας που πλέον είναι εφικτή.
Ο τεχνολογικός προσανατολισμός αυτής της επανάστασης δεν συμβαδίζει με τον κοινωνικό της προσανατολισμό. Από τεχνολογική άποψη, βαδίζουμε προς αγαθά μηδενικού κόστους αγοράς, εργασία δίχως σαφή όρια, κατακόρυφη αύξηση της παραγωγικότητας και εκτεταμένη αυτοματοποίηση. Από κοινωνική άποψη, βρισκόμαστε παγιδευμένοι μέσα σε έναν κόσμο μονοπωλίων και αναποτελεσματικότητας, σε έναν κόσμο διάσπαρτο με τα ερείπια της ελεύθερης αγοράς του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε έναν κόσμο όπου οι δουλειές άνευ ουσιαστικού περιεχομένου γίνονται καθεστώς.
Σήμερα, η βασική αντίφαση του σύγχρονου καπιταλισμού εντοπίζεται ανάμεσα στη δυνατότητα για δωρεάν και άφθονα κοινωνικά παραγόμενα αγαθά και σε ένα σύστημα μονοπωλίων, τραπεζών και κυβερνήσεων, που αγωνίζεται σκληρά να διατηρήσει υπό τον έλεγχό του την πληροφορία και τη νομή της εξουσίας. Τα πάντα, δηλαδή, έχουν διαποτιστεί από το πνεύμα ανταγωνισμού μεταξύ δικτύου και ιεραρχίας.
Αυτό συμβαίνει τώρα επειδή η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού παραμόρφωσε τον πεντηκονταετή φυσιολογικό βηματισμό του καπιταλισμού. Από ό,τι φαίνεται, ο κύκλος ζωής του βιομηχανικού καπιταλισμού, που κράτησε διακόσια σαράντα χρόνια, οδεύει μάλλον προς το τέλος του.
Έτσι, λοιπόν, δύο είναι οι πιθανές προοπτικές που ανοίγονται μπροστά μας: Ή θα αναδυθεί και θα σταθεροποιηθεί ένας νέος τύπος γνωστικού καπιταλισμού, βασισμένος σε ένα καινούργιο μείγμα εταιρειών, αγορών και διαδικτυακών συνεργειών, όπου τα υπολείμματα του βιομηχανικού συστήματος θα βρουν τη θέση που τους αρμόζει στο τρίτο αυτό είδος καπιταλισμού. Ή το Διαδίκτυο θα διαβρώσει τη λειτουργικότητα και την εξουσία του συστήματος της αγοράς. Σε αυτή την περίπτωση, θα υπάρξει σφοδρή σύγκρουση που θα οδηγήσει στην κατάλυση του συστήματος της αγοράς και στην αντικατάστασή του από τον μετακαπιταλισμό.
Ο μετακαπιταλισμός μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Θα ξέρουμε ότι έχει έρθει, όταν τα προϊόντα αρχίσουν να φθηναίνουν ή να παρέχονται δωρεάν, αλλά οι άνθρωποι εξακολουθούν να τα παράγουν ανεξάρτητα από τις δυνάμεις της αγοράς. Θα ξέρουμε ότι βρίσκεται καθ’ οδόν, όταν θεσμοθετηθεί η σύγχυση των ορίων μεταξύ δουλειάς και ελεύθερου χρόνου, και μισθού και ωραρίου εργασίας.
Καθώς προϋπόθεσή του αποτελεί η αφθονία, ο μετακαπιταλισμός θα οδηγήσει αυτομάτως σε ένα είδος κοινωνικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, οι προτεραιότητες και η μορφή αυτής της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι υπό διαπραγμάτευση. Ενώ οι ανησυχίες των καπιταλιστικών κοινωνιών συνήθιζαν να έχουν σχέση με τη λογική «πόλεμος ή καλοπέραση», οι μετακαπιταλιστικές κοινωνίες ενδεχομένως θα αγωνιστούν για να δώσουν απάντηση στο ερώτημα «ανάπτυξη ή βιωσιμότητα», ή σε ζητήματα όπως ο χρονικός ορίζοντας για την επίτευξη βασικών κοινωνικών στόχων, ή σε προκλήσεις όπως η μετανάστευση, η χειραφέτηση των γυναικών και η γήρανση του πληθυσμού.
Επομένως, πρέπει να σχεδιαστεί η μετάβαση στον μετακαπιταλισμό. Στην πλειονότητά τους, οι θεωρητικοί του μετακαπιταλισμού είτε απλώς διακήρυσσαν την ύπαρξή του, είτε προέβλεπαν ότι η έλευσή του είναι αναπόφευκτη. Ελάχιστοι προβληματίστηκαν πάνω στο ζήτημα της μετάβασης. Έτσι, βασικό μέλημα είναι να σχεδιαστεί και να δοκιμαστεί ένα εύρος μοντέλων, ώστε να προκύψει ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να λειτουργήσει μία τέτοια μεταβατική οικονομία.
Στις μέρες μας, η λέξη «μετάβαση» χρησιμοποιείται για να περιγράψει πειραματικές προσπάθειες τοπικής κλίμακας, όπως η οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τοπικά νομίσματα, τράπεζες χρόνου, «μεταβατικές πόλεις» και ούτω καθεξής. Αλλά η μετάβαση, στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί σχέδιο μεγάλης κλίμακας.
Για να επιτευχθεί, πρέπει πρώτα να μάθουμε από τα λάθη της αποτυχημένης μετάβασης στον σοσιαλισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Από το 1928 η Σοβιετική Ένωση, με εργαλείο τον κεντρικό σχεδιασμό, προσπάθησε διά της βίας να ανοίξει έναν δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί κάτι χειρότερο από τον καπιταλισμό, αλλά η σύγχρονη Αριστερά αρνείται πεισματικά να το κουβεντιάσει.
Αν θέλουμε να χτιστεί μία μετακαπιταλιστική κοινωνία, πρέπει πρώτα να μάθουμε με κάθε λεπτομέρεια τα λάθη που έγιναν και να κατανοήσουμε την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις αυθόρμητες μη εμπορικές μορφές οικονομίας, που περιέγραψα σε αυτό το κεφάλαιο, και στα Πενταετή Πλάνα του σταλινισμού.
Για να προχωρήσουμε παραπέρα, πρέπει να καταλάβουμε επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο τα πληροφοριακά αγαθά διαβρώνουν τον μηχανισμό της αγοράς, να εξετάσουμε τις πιθανές εξελίξεις σε περίπτωση που αυτή η τάση ενισχυθεί αντί να υπονομευτεί, και να αναζητήσουμε την κοινωνική ομάδα που έχει κίνητρα για να στηρίξει αυτή τη μετάβαση. Εν ολίγοις, χρειαζόμαστε έναν καλύτερο ορισμό της αξίας και μία πιο λεπτομερή ιστορία της εργασίας.
Πηγή: Η Αυγή