Για τους Διαφωτιστές, ιδιαίτερα τους υλιστές, θεμέλιο όλων ήταν ο Λόγος. Ο Μαρξ πάντρεψε τον Λόγο με το συμφέρον των κοινωνικών τάξεων, απόρροια της θέσης τους στην παραγωγική διαδικασία. Οι Ρομαντικοί ανέδειξαν την παράδοση σε θεμέλιο λίθο της κοινωνικής ύπαρξης. Στοχαστές, από τον Νίτσε ως τον Φουκό, πρόταξαν τη δύναμη, την εξουσία, ως το κατ’ εξοχήν στοιχείο διαμόρφωσης των πολιτικών πρακτικών.
Από τη σκοπιά της εκλογικής συμπεριφοράς, ως τη δεκαετία του 1980, δύο ήταν στις δυτικές χώρες τα βασικότερα κριτήρια ψήφου: η κοινωνική θέση και η θρησκεία. Οι φτωχότεροι ψήφιζαν αριστερότερα, οι θρησκευόμενοι δεξιότερα. Η εκλογική συμπεριφορά συνεπώς θα μπορούσε να συσχετιστεί με την κοινωνική θέση και με τις παραδόσεις, αλλιώς τα ταξικά συμφέροντα και τις θρησκευτικές αξίες. Ψήφος αριστερά, ωστόσο, δεν σήμαινε αναγκαστικά ψήφο στα κόμματα που ο Μαρξ θεωρούσε φορείς της επανάστασης. Αντίστοιχα, η ψήφος των θρησκευόμενων δεξιά δεν ήταν απόρροια μόνο της παράδοσης, των παραδόσεων. Μπορεί να ήταν παράγωγο της παρέμβασης ενός θρησκευτικού θεσμού, της «καλής» κοινωνικής θέσης των θρησκευόμενων, συνδυασμός τους.
Σε κάθε περίπτωση, κοινωνική θέση και θρησκεία βάρυναν στην εκλογική συμπεριφορά, διαμόρφωναν πολιτικές ταυτότητες. Όριζαν πολιτικές επιλογές, φιλίες, αντιπαλότητες. Διαμεσολαβούνταν, βέβαια, από άλλα κριτήρια, κυρίως την εξουσία και τους μηχανισμούς της. Όσο πιο ισχυροί ήταν οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί, τόσο περισσότερο διαμόρφωναν ή αναδιαμόρφωναν πολιτικές ταυτότητες. Η επιρροή τους ήταν εντονότερη σε κοινωνίες χωρίς θεσμικά αντίβαρα, άτομα εξαρτώμενα από πάτρωνες και κρατικούς μηχανισμούς.
Αβεβαιότητα και πολιτικός έλεγχος
Τα κριτήρια που όριζαν τις πολιτικές ταυτότητες εξασθένισαν από τη δεκαετία του 1980. Ιδιαίτερα η κοινωνική θέση. Η κρίση του κράτους πρόνοιας, η απόσυρση του κράτους, οι αναταράξεις στον χώρο εργασίας με την ιλιγγιώδη αύξηση της μερικής απασχόλησης και της επισφάλειας, άφησαν μεγάλο μέρος των εργαζομένων έκθετο. Αντίθετα με τις νεοφιλελεύθερες αντικρατικές διακηρύξεις, η ζωή των εργαζόμενων εξαρτάται πια περισσότερο από τους εργοδότες και τις δημόσιες πολιτικές. Η κατάρρευση του σοβιετικού «μοντέλου», από την άλλη, και, κυρίως, η δυσχέρεια των Σοσιαλδημοκρατών να προφέρουν μία εναλλακτική όπως εκείνη του κοινωνικού συμβολαίου στη μεταπολεμική Ευρώπη, θόλωσαν τις διαφορές ανάμεσα στα μείζονα πολιτικά ρεύματα, δυσχέραιναν την επιλογή των ψηφοφόρων.
Η δυσχέρεια διατύπωσης εναλλακτικών προτάσεων στον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό διογκώθηκε από δύο αλλαγές που κατέστησαν τις πολιτικές ταυτότητες ακόμη πιο ευάλωτες. Με τις νέες τεχνολογίες και τα κοινωνικά δίκτυα, σχηματίστηκε η αίσθηση/ψευδαίσθηση της μαζικής δημοκρατίας από τα κάτω. Όλοι φανταζόμαστε τους εαυτούς μας πρωταγωνιστές στα κοινωνικά δίκτυα. Ταυτόχρονα, άλλαξε το τοπίο της πληροφορίας με τον έλεγχο ΜΜΕ και κοινωνικών δικτύων από βαρόνους. Πέρα από τον έλεγχο της πληροφορίας, η εξέλιξη αυτή άνοιξε τον δρόμο σε νέες μορφές αποικιοποίησης του πολιτικού, νέες μορφές διαπλοκής, συνήθως στα όρια δημόσιου/ιδιωτικού.
Τέλος, οι πολιτικές ταυτότητες μέχρι πρόσφατα συγκροτούνταν στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Ο διεθνισμός ασφαλώς δεν απουσίαζε, κάποιοι, συνήθως Αριστεροί, αναφέρονταν σε υπερεθνικές μορφές πολιτικής οργάνωσης. Ωστόσο, η υπερεθνική προοπτική φάνταζε μακρινή. Με την «παγκοσμιοποίηση» και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η προοπτική έγινε απτή. Έτσι, για πολλούς, ιδιαίτερα εκείνους που όμνυαν στην παράδοση, αλλά και εκείνους που θαρρούν ότι απειλούνται από την εξέλιξη αυτή, η αποδυνάμωση του εθνικού κράτους εκλαμβάνεται ως υπαρξιακή απειλή.
Εναλλακτικές πολιτικές ταυτότητες
Πέρα από τη δυσχέρεια συγκρότησης πολιτικών ταυτοτήτων, στο νέο περιβάλλον έχουμε δύο νέα δεδομένα: τη μεγαλύτερη δυνατότητα ελέγχου της πληροφορίας και την όσμωση των εξουσιών. Ασφαλώς αυτά προϋπήρχαν. Η διαφορά έγκειται στην κλίμακα. Σήμερα, λίγοι συγκεντρώνουν τεράστια οικονομική δύναμη, ελέγχουν την πληροφορία, αποκτούν πολιτική ισχύ. Ευφημισμός. Στην Ανατολή τους λέμε ολιγάρχες, στη Δύση μεγιστάνες. Ταυτόχρονα, λοιπόν, με τη δυσχέρεια συγκρότησης πολιτικών ταυτοτήτων, έχουμε υπερσυγκέντρωση ισχύος, σε μία συνθήκη μάλιστα που πολλοί, οι μισοί ενήλικοι στις δυτικές χώρες, είναι απόφοιτοι ΑΕΙ.
Η συνηθέστερη απάντηση στην κατάσταση αυτή η απώθηση της νέας συνθήκης, του υπερεθνικού, η άμυνα, η επιστροφή στο εθνικό και μάλιστα σε ωραιοποιημένες ακραίες του εκδοχές. Όπως και στον 19ο αιώνα, κάθε νεοτερισμός θεωρείται ξενόφερτος, απειλεί την ύπαρξή μας. Η παράδοση και οι συνήθειες προβάλλουν σαν ασπίδα στην αβεβαιότητα, σε έναν κόσμο επισφαλή. Έτσι εξηγείται η απήχηση των ακροδεξιών αντιλήψεων και κομμάτων, ενίοτε και γραφικών, που αυτοβαφτίζονται εθνικά/πατριωτικά. Στις μέρες μας η επίκληση του εθνικού παρελθόντος έγινε ένας εύσχημος τρόπος για να ακουστούμε, να αποκτήσουμε ακροατήριο. Το ίδιο και η καταδίκη του «ξένου» (άνθρωποι, ιδέες, θεσμοί).
Καθώς η πρακτική αυτή αποδείχτηκε εκλογικά πετυχημένη, πολλά κόμματα, παντού, ιδιαίτερα τα συντηρητικά, επένδυσαν σ’ αυτήν. Δεν είναι, όμως, τα μόνα. Προς τα ‘κει στρέφονται και κόμματα που αυτοπροσδιορίζονταν, αυτοπροσδιορίζονται, ως φιλελεύθερα, ως προοδευτικά. Προφανώς και οι ίδιοι γνωρίζουν ότι η επιστροφή στο χθες είναι ατελέσφορη, αδιέξοδη. Γι’ αυτό ακροδεξιά κόμματα, μόλις πλησιάζουν στην εξουσία βάζουν μπόλικο νερό στο κρασί τους. Το ίδιο κάνουν κι άλλα κόμματα εξουσίας αναζητώντας αξιακούς συνδυασμούς. Ενδεικτικά η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη επιχειρεί να καλύψει την αβεβαιότητα με ένα κράμα «εθνικής παράδοσης» και εξιδανικευμένης εικόνας του παρόντος και του μέλλοντος.
Πώς μπορεί να αντιμετωπίσει τη γενικευμένη αβεβαιότητα και επισφάλεια ένα ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς σ’ έναν κόσμο σε περιδίνηση, σε μία συνθήκη αρνητική για τον κόσμο της εργασίας, σε συνθήκες μάλιστα ρουτίνας; Λέω σε συνθήκες ρουτίνας, καθημερινότητας, γιατί τα πράγματα πολιτικά είναι τελείως διαφορετικά σε εξαιρετικές καταστάσεις όπως, ενδεικτικά, ήταν η Μεταπολίτευση το 1974, ή η κρίση μετά το 2011.
Η απάντηση δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Κάποιοι την αναζητούν στον ηγέτη γητευτή του πλήθους που θα δώσει μορφή στα όνειρά μας. Άλλοι στη συγκρότηση αντι-κοινωνίας με δικούς της γλωσσικούς κώδικες που ντύνει την αβεβαιότητα με αγωνιστική ασφάλεια. Στις μέρες μας τέλος, προβάλλεται μια νέα εναλλακτική: έντιμοι τεχνοκράτες, συχνά λαμπερά πρόσωπα των ΜΜΕ, που πλαισιώνουν τον ηγέτη, με στόχο να προσελκύσουν ψηφοφόρους δίνοντάς τους τα τεχνικά εχέγγυα για καλύτερη πολιτεία, για πιο αποτελεσματικό κράτος.
Περισσότερο συνετή και αποτελεσματική μου φαίνεται μία πολιτική αρθρωμένη σε δύο αλληλοσυμπληρούμενα πεδία. Ένα πρώτο, αυτό της κεντρικής πολιτικής σκηνής, γύρω από έναν λόγο οραματικό, που συνδυάζει αξίες και μετρήσιμα αποτελέσματα, εμπνέει και θέτει σε κίνηση ανθρώπους κάθε ηλικίας. Και ένα δεύτερο, αυτό των τοπικών κοινωνιών, το οποίο διαπνέεται από το πρώτο, το ανατροφοδοτεί, το ζωογονεί. Το πρώτο πεδίο δίνει τον τόνο και τον ρυθμό, το δεύτερο φέρνει κοντά ανθρώπους με όραμα/οράματα και την επιθυμία να αλλάξουν πράγματα γύρω τους. Οι κοινωνίες αλλάζουν και από πάνω και από κάτω.
Πέρα από το περιεχόμενο πολιτικής και των οραμάτων, το μεγάλο πρόβλημα είναι ασφαλώς η διάχυση του μηνύματος. Να ακουστεί, να αγγίξει κόσμο, να τον κινητοποιήσει και να μπολιαστεί από αυτόν. Πράγμα καθόλου αυτονόητο, ο λόγος φιλτράρεται, ελέγχεται για τους λόγους που προανέφερα. Εδώ χρειάζεται φαντασία όπως έλεγε πριν κάποιες δεκαετίες ο Τσαρλς Ράιτ-Μιλς. Αλλά και πάλι, αν το μήνυμα ακουστεί, ελλοχεύει πάντα η θανάσιμη σκιά της ρουτίνας, της γραφειοκρατίας. Μία από τις πηγές της, η πιο ευχάριστη και η πιο απτή, είναι οι παρέες. Οι παρέες φτιάχνουν ιστορία συνηθίζουμε να λέμε, αλλά σήμερα ξέρουμε καλύτερα από ποτέ ότι οι παρέες είναι συχνότατα το καλύτερο μέσο αναπαραγωγής του παλιού, των μικροεξουσιών, ο μεγαλύτερος εχθρός του νέου, των νέων.
Παντελής Κυπριανός