Macro

Πάνος Σκουρλέτης: Για τη σχέση κυβέρνησης και κόμματος ΣΥΡΙΖΑ

Η θητεία μου σε διαφορετικές θέσεις, του εκπροσώπου Τύπου, του υπουργού και του γραμματέα της ΚΕ, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, μου έδωσε τη δυνατότητα να προσεγγίσω το θέμα των σχέσεων κόμματος και κυβέρνησης μέσα από διαφορετικές οπτικές.
 
Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ πάντα κατανοούσε την αναγκαιότητα των προγραμματικών επεξεργασιών και προτάσεων, και ήδη είχε γίνει μια αξιόλογη προσπάθεια σε αρκετούς τομείς, είναι αλήθεια ότι οι επεξεργασίες του κόμματος δεν μπορούσαν να καλύψουν τις απαιτήσεις της διακυβέρνησης. Γεγονός απόλυτα κατανοητό για ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ που, μόλις πριν λίγα χρόνια από το 2015, είδε τη δύναμη του να εκτινάσσεται και μέχρι τότε λειτουργούσε με όρους μιας μικρής πολιτικής δύναμης. Παρόλο που μετά το 2012 είχε εντοπιστεί αυτό το έλλειμμα και σε επίπεδο στελεχών που θα αξιοποιούνταν σε κρίσιμες θέσεις, η προετοιμασία ήταν ανεπαρκής. Ωστόσο, τα τμήματα του κόμματος, οι προγραμματικές τους επεξεργασίες και οι σχέσεις των οργανώσεων μας με τα κινήματα, μικρά και μεγάλα, αποτελούσαν μια πολύτιμη παρακαταθήκη, μια πυξίδα και μια στρατηγική προσέγγιση σε διαφορά πεδία του κυβερνητικού έργου. Χωρίς εκείνες τις στρατηγικές – προγραμματικές κατευθύνσεις, πολλά από τα θετικά της διακυβέρνησης ίσως να μην είχαν επιτευχθεί.
 
Βεβαίως, το καθοριστικό ήταν πως ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε μέσα σε ένα ιδιαιτέρως ασφυκτικό πλαίσιο, το τρίτο μνημόνιο. Τα περιθώρια ήταν συγκεκριμένα, ιδιαίτερα σε ζητήματα που αφορούσαν τον πυρήνα των μνημονιακών πολιτικών: δημοσιονομική πολιτική, εργασιακά, ιδιωτικοποιήσεις, κ.λπ. Έτσι, μετά τον επώδυνο συμβιβασμό του καλοκαιριού του 2015 ήταν απολύτως λογικό η απογοήτευση και η αμηχανία να κυριεύσει τις οργανώσεις του κόμματος. Ήταν, πράγματι, ανυπέρβλητη η αντίφαση ανάμεσα στην εξαναγκαστική πολιτική του τρίτου μνημονίου και των προηγούμενων προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, όμως, είχε συνειδητοποιηθεί πως μέσα στο δεδομένο πλαίσιο δεν υπήρχε άλλος δρόμος και το ζήτημα ήταν πώς θα εφαρμόζαμε μια πολιτική που θα αξιοποιούσε τα οποία μικρά περιθώρια υπήρχαν και θα έκανε λιγότερο επώδυνες τις πολιτικές λιτότητας γι’ αυτούς που ήταν οι πιο αδύναμοι, ενώ ταυτόχρονα θα άνοιγε τον δρόμο για τη μεταμνημονιακη εποχή. Όλα αυτά τα συζητήσαμε με σχετική επάρκεια στο πρώτο συνέδριο της Νέας Αριστεράς, όχι όμως τότε, ούτε και αργότερα στον ΣΥΡΙΖΑ. Η οποιαδήποτε τέτοιου είδους συζήτηση συχνά ενοχοποιούνταν και εθεωρείτο υπονομευτική της κυβέρνησης. Έτσι, όμως, ο διακριτός και αναγκαίος ρόλος του κόμματος υπονομευόταν στην πράξη. Οι όποιες καλές πρακτικές ορισμένων υπουργών που βρισκόντουσαν σε επικοινωνία με τα αντίστοιχα τμήματα του κόμματος δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν τη μη συζήτηση στα όργανα του κόμματος και τις οργανώσεις, τουλάχιστον επί των κρίσιμων ζητημάτων.
 
Η πορεία της σχέσης κόμματος-κυβέρνησης ήταν μια πορεία απίσχνασης. Η σχέση του κόμματος, μετά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης, με τα κινήματα και την κοινωνία έπαψε να υφίσταται. Το κόμμα αποψιλωμένο από στελέχη, από τη στιγμή που ένας μεγάλος αριθμός είχε περάσει σε κρίσιμα κυβερνητικά πόστα, άρχισε να παρουσιάζει αρρυθμίες και να μην μπορεί να ανταποκριθεί στον αναγκαίο και διακριτό του ρόλο σε σχέση με την κυβέρνηση. Χαρακτηριστικό είναι πως, μέχρι τον Οκτώβριο του 2016, κάθε Δευτέρα συγκαλούταν άτυπη σύσκεψη ανάμεσα σε στελέχη του κόμματος και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη παρουσία του πρωθυπουργού, η οποία καταργήθηκε μετά το δεύτερο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το 2016. Ο αρχηγισμός βάθυνε, οι κομματικές οργανώσεις αξιοποιούνταν ως ντεκόρ στις δημόσιες συγκεντρώσεις και το κόμμα αποτελματώθηκε. Οι διάφορες μεμονωμένες προσπάθειες δράσεων αποτελούσαν την εξαίρεση. Η συλλογική λειτουργιά υποχωρούσε διαρκώς. Έχω πλέον καταλήξει πως όλα αυτά αποτελούσαν μια συνειδητή επιλογή της ηγεσίας μας στο πλαίσιο μιας αντίληψης πως ένα κόμμα συλλογικής λειτουργίας και ευθύνης, παραγωγός ιδεών και προτάσεων, κινηματικής παρουσίας και δράσης, ήταν κάτι το ξεπερασμένο. Ο μεσσιανισμός, ο κυβερνητισμός πάντα εχθρεύονταν την έννοια του κόμματος ως συλλογικού διανοούμενου, χωρίς βέβαια να ισχυρίζομαι πως είχαμε κατακτήσει έναν τέτοιο χαρακτήρα για το τότε κόμμα μας και τον χάσαμε στην πορεία. Όλα αυτά που περιγράφω, παρότι αρκετοί τα βλέπαμε άλλα δεν καταφέραμε να τα αποτρέψουμε, ήταν η εισαγωγή για τις επιλογές της ρευστοποίησης του κόμματος που, σε συνδυασμό με την κεντρώα στροφή μετά το 2019 και την προγραμματική αμορφία, οδήγησαν στη χωρίς προηγούμενο κρίση του χώρου και στα όσα ευτράπελα και τραγικά ζήσαμε.
 
Συμπέρασμα: για μια κυβέρνηση της Αριστεράς έχει τεράστια σημασία να στηρίζεται σε και να επικοινωνεί με τον κόσμο, μέσα από ένα ανοιχτό, ζωντανό και γειωμένο κόμμα, να πιάνει τον σφυγμό της κοινωνίας, να την εγκαλεί και να την αφυπνίζει.
 
Δυστυχώς, οι επιλογές που έγιναν από την τότε ηγεσία ήταν σε διαφορετική κατεύθυνση.