Η κοινωνική ασφάλιση συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα και κατάκτηση, η οποία εδώ και πολλά χρόνια βρίσκεται με ένταση στο στόχαστρο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, για το ποιος έχει δικαίωμα και σε ποια ασφάλιση. Σε κάθε περίπτωση, ενώ λοιδορείται για το επίπεδο των παροχών της, εξακολουθεί να εγγυάται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σύνταξη στους πιο αδύναμους, τους πιο άτυχους, ακόμη και στους πιο ευάλωτους στις πιέσεις για «μαύρη», ανασφάλιστη, εργασία κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου τους. Το ασφαλιστικό είναι ένα από πιο κρίσιμα ζητήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Συνδέεται άμεσα με το ποσοστό απασχόλησης, τις εργασιακές σχέσεις και δικαιώματα, με το εργατικό εισόδημα, την κατάσταση της οικονομίας, τις δημοσιονομικές αντοχές, το δημογραφικό. Ταυτόχρονα, ο ασφαλιστικός χώρος είναι «πεδίο δόξης λαμπρό» για τον ιδιωτικό τομέα, που ανταγωνίζεται τη δημόσια, κοινωνική ασφάλιση εκεί που υπάρχουν κενά ή και δυνατότητες τα κέρδη να είναι μεγαλύτερα από ενδεχόμενες ζημιές. Επόμενο είναι, με τα στενά κριτήρια της αγοράς που ενστερνίζεται και η κυβέρνηση της ΝΔ, ο ιδιωτικός ασφαλιστικός τομέας να επιζητεί μια διαρκή εξάπλωση σε βάρος του δημόσιου ασφαλιστικού τομέα. Σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση κινείται η συντριπτική πλειοψηφία των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων, οι οποίοι δικαιολογημένα και ορθά θέλουν την βελτίωση της κοινωνικής ασφάλισης και όχι την ιδιωτικοποίησή της.
Έχει αξία η αναφορά, έστω και με τίτλους, σε κάποιους από τους λόγους που τα τελευταία χρόνια βλέπουμε το σύστημα να επιβαρύνεται όλο και περισσότερο, πέρα από την αυτονόητη επίδραση της σχέσης εργαζομένων – συνταξιούχων, η οποία, όμως, έχει κι αυτή πολιτική βάση, καθώς αφορά το μοντέλο ανάπτυξης, τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Η ληστρική επίθεση στα αποθεματικά των Ταμείων με το PSI, την περίοδο 2011 – 2012 ήταν ένας καθοριστικός λόγος, αν και όχι ο μοναδικός, που οδηγήθηκαν ορισμένοι ασφαλιστικοί φορείς ακόμη και στην ουσιαστική χρεοκοπία. Προηγουμένως είχαμε την υπόθεση των δομημένων ομολόγων με τις κατευθυνόμενες τοποθετήσεις ασφαλιστικών κεφαλαίων, έπειτα από την πολιτική απόφαση για διοχέτευση των αποθεματικών των Ταμείων στο χρηματιστήριο. Επιπρόσθετα, τα ασφαλιστικά Ταμεία υποχρεώνονταν να διατηρούν τις καταθέσεις τους στην Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να τους επιτρέπεται να αξιοποιήσουν καλύτερα επιτόκια για τα αποθεματικά τους. Αν πάμε ακόμη πιο παλιά, έχουμε να θυμηθούμε τα διαβόητα «θαλασσοδάνεια», που επίσης αντλήθηκαν από τα διαθέσιμα των Ταμείων, για να μετατραπούν σε «δανεικά και αγύριστα».
Σε συνδυασμό με παθογένειες του συστήματος, αλλά και τη διαχρονική τάση μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης, που επίσης είχαν πολιτική βάση, όπως ο κατακερματισμός των φορέων, των παροχών και των συντάξεων, δημιουργήθηκε μια κατάσταση διαρκούς κρίσης και αμφισβήτησης της βιωσιμότητας και αποτελεσματικότητας της δημόσιας, κοινωνικής ασφάλισης. Συνέβαλε σε αυτό η γενικότερη πολιτική αντίληψη της προηγούμενης 20ετίας περί «υψηλού κόστους» του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους και του μοντέλου της ευρωπαϊκής κοινωνικής ασφάλισης. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής έγιναν νέες περικοπές που έφτασαν μέχρι και τα μνημονιακά χρόνια. Αποκορύφωμα αυτής της πορείας ήταν η μείωση των συντάξεων κατά 30- 40% μέχρι και το 2014, με τις εκρηκτικές κοινωνικές συνέπειες, που συνεχίζονται ακόμη και στις μέρες μας.
Παρόλα αυτά, το ασφαλιστικό δεν είναι καταδικασμένο σε μία συγκεκριμένη προοπτική, δεν είναι προδιαγεγραμμένη η συρρίκνωση της κοινωνικής ασφάλισης κι ας αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις. Ωστόσο, πολιτικά, το ασφαλιστικό εμπλέκει την αξιακή και ιδεολογική αναφορά στην επιλογή της όποιας λύσης. Είναι από τα ζητήματα που απαιτούν τη βαθιά κατανόηση των πραγματικών επιπτώσεων των ασκούμενων πολιτικών πάνω σε κοινωνικές ομάδες και που, εν τέλει, διαχωρίζει τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις από τις αριστερές, ριζοσπαστικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, λόγω της κοινωνικής φύσης του, μπορεί να αποτελέσει τη συγκολλητική ουσία για τη βαθιά ενότητα του δημοκρατικού κόσμου πάνω σε ένα ρεαλιστικό, αριστερό σχέδιο διακυβέρνησης. Οι επιπτώσεις της σημερινής κατάστασης, της ακρίβειας και της υποχώρησης του δημόσιου χώρου υπέρ του ιδιωτικού, όπως εκδηλώνεται και στον ενεργειακό τομέα και στην παιδεία και στην υγεία, συνηγορεί ακόμη περισσότερο προς την αναγκαιότητα αυτής της κατεύθυνσης.
Είναι σημαντικό να θυμηθούμε ότι 700.000 χαμηλοσυνταξιούχοι και πολλοί ακόμη που ξεφεύγουν οριακά από αυτή την κατηγορία, έχουν υποστεί σημαντικές μειώσεις. Αντιμετωπίζουν τα νέα δεδομένα με κομμένη, από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, τη 13η σύνταξη τα έτη 2020, 2021, 2022, η οποία ειδικά γι’ αυτούς τους συνταξιούχους αντιστοιχούσε στο 100% της σύνταξής τους από το 2019. Με μόνο μία έκτακτη ενίσχυση 200 ευρώ. Με κομμένα, πλήρως από το 2022, τα αντισταθμιστικά που συνόδευσαν τη σταδιακή κατάργηση, από το 2017, του ΕΚΑΣ, 57 με 230 ευρώ ανά μήνα για κάθε δικαιούχο). Μια αναγκαία επισήμανση για το ΕΚΑΣ. Ήδη από το 2010, επί κυβέρνησης Γεώργιου Παπανδρέου, από τον νόμο 3863 έλειπε η αναγκαία πρόβλεψη για τη συνέχιση της καταβολής του ΕΚΑΣ από 01.01.2015 στους 330.000 δικαιούχους χαμηλοσυνταξιούχους. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με σκληρή διαπραγμάτευση κατάφερε να το διατηρήσει μέχρι και το 2017. Ήταν, δυστυχώς, μια αναπόδραστη κατάληξη.
Στη νέα περίοδο και ακριβώς εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία συνολικά και οι χαμηλοσυνταξιούχοι με ιδιαίτερη ένταση, τίθεται η αναγκαιότητα για την ουσιαστική ενίσχυσή τους, με πρώτο βήμα τη σταδιακή αποκατάσταση όσων απώλεσαν το ΕΚΑΣ και εν γένει των συνταξιούχων με συντάξιμες αποδοχές προσεγγιστικά έως 550 ευρώ το μήνα (κύρια και επικουρική), με αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια (ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως 11.000 ευρώ, ακίνητα έως 180.000 ευρώ αντικειμενική αξία, καταθέσεις έως 10.000 ευρώ κ.α.), ώστε να μην εκτροχιαστεί δημοσιονομικά ο προϋπολογισμός από μια τέτοια παρέμβαση.
Μια ενίσχυση από 70 έως 150 ευρώ το μήνα, ανάλογα με το σύνολο των αποδοχών, σε 400.000 χαμηλοσυνταξιούχους, που θα πληρούσαν σωρευτικά τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν, θα άγγιζε τα 450.000.000 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 50% της δαπάνης που δίνουν οι κυβερνώντες για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Επομένως, η δημοσιονομική εξισορρόπηση μπορεί να προέλθει από τη μη ενίσχυση της ιδιωτικής επικουρικής ασφάλισης, από πολιτικές που συνδέονται ευθέως με την καλύτερη αξιοποίηση των δημόσιων υποδομών, από ένα σαφές σχέδιο σημαντικού περιορισμού της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας, ώστε να αυξηθούν τα έσοδα του ΕΦΚΑ, αλλά και από την φορολόγηση του μεγάλου πλούτου.
Είναι προφανές ότι μια πολιτική ενίσχυσης των συντάξεων και συνολικής «επαναφοράς» του ασφαλιστικού ώστε να εκτελεί τη αποστολή του από πιο στέρεα βάση, απαιτεί πόρους. Ένας τέτοιος πόρος θα μπορούσε να προκύψει από τη διοχέτευση ενός μέρους των εσόδων της Αττικής Οδού στους φορείς της Κοινωνικής Ασφάλισης. Με την ευκαιρία της λήξης της σύμβασης παραχώρησης και της διενέργειας νέου διαγωνισμού, αντί να δοθεί ξανά σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, να αξιοποιηθεί από μια δημόσια Ανώνυμη Εταιρεία Ειδικού Σκοπού, με συμμετοχή και των ασφαλιστικών ταμείων. Ένα ποσό από κάθε διέλευση θα μπορούσε να πηγαίνει απευθείας σε αυτά. Το ίδιο μοντέλο θα μπορούσε να υλοποιηθεί σε πληθώρα αντίστοιχων περιπτώσεων στις οποίες έχω αναφερθεί, όπως στην Εθνική Ασφαλιστική, αλλά και στον ΔΕΔΔΗΕ, που αντί να πωληθεί κατά 49% σε Αυστραλιανό fund, θα μπορούσε να είχε πωληθεί στον ΕΦΚΑ κατά το ίδιο ποσοστό, εξασφαλίζοντας αποδόσεις πάνω από 6% για τα αποθεματικά των Ταμείων.
Ακόμη και μέσω της εκχώρησης ενός μέρους από τα έσοδα των εισιτηρίων των αρχαιολογικών χώρων της πατρίδας μας, θα μπορούσε να προέλθει ένας τέτοιος πόρος. Είναι αδήριτη η ανάγκη εξεύρεσης νέων κοινωνικών πόρων για το ασφαλιστικό σύστημα, εάν εξακολουθούμε να μιλάμε για ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος. Μα είναι και βασική προϋπόθεση για μια απαραίτητη ασφαλιστική μεταρρύθμιση που θα στοχεύει στην περαιτέρω, σταθερή ενίσχυση των χαμηλών συντάξεων. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σε μια τόσο σύνθετη εποχή, αλλά πραγματικές ιεραρχήσεις.
Πάνος Σκουρλέτης