Η οικονομική βιβλιογραφία παρουσιάζει τη φοροδιαφυγή ως ένα από τα σημαντικότερα διαχρονικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Η έλλειψη εσόδων, ως αποτέλεσμα της φοροδιαφυγής, μειώνει τις δυνατότητες του κράτους, εμποδίζει την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ελληνικής οικονομίας.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος στα χρόνια της οικονομικής κρίσης εστίασε κυρίως σε ένα είδος φοροδιαφυγής. Η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας αποτελείται από μικροεπιχειρήσεις (κάτω των 10 ατόμων), οι οποίες έχουν παραδοσιακά περισσότερες πιθανότητες απόκρυψης εσόδων. Η ευρεία χρήση μετρητών για τις καθημερινές συναλλαγές των πολιτών διευκόλυνε τη φοροδιαφυγή. Έτσι, αρκετές μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας βασίστηκαν στην ψηφιοποίηση και την παροχή κινήτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Παρ’ όλα ταύτα, υπάρχει ακόμα ένα σημαντικό πρόβλημα που προκαλεί ετήσιες απώλειες κρατικών εσόδων: η φοροδιαφυγή του μεγάλου πλούτου. Μέχρι πρόσφατα, ήταν δύσκολο να γνωρίζουμε πόσο καλά αποφεύγουν οι πλούσιοι τους φόρους. Οι δημόσιες στατιστικές είναι παράξενα σιωπηλές για τις συνεισφορές τους στα κρατικά ταμεία. Τα τελευταία χρόνια, εγώ και άλλοι ερευνητές του Φορολογικού Παρατηρητηρίου της ΕΕ δημοσιεύσαμε έρευνες που προσπαθούν να διορθώσουν αυτό το πρόβλημα. Παρόλο το γεγονός ότι διαθέτουμε δεδομένα για λίγες μόνο χώρες, έχουμε διαπιστώσει ότι το υψηλότερο εισοδηματικό εκατοστημόριο του πληθυσμού μιας χώρας αποφεύγει συστηματικά να πληρώνει το φορολογικό μερίδιο που του αναλογεί.
Για παράδειγμα έρευνες από φορολογικά στοιχεία στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ολλανδία και στην Ιταλία δείχνουν ότι ο μέσος φορολογούμενος αποδίδει 30-40% των συνολικών του εισοδημάτων σε φόρους, ενώ το ίδιο ποσοστό μειώνεται σε περίπου 15% στους πολυεκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους.
Η απλή εξήγηση της διαφοράς είναι ότι οι περισσότεροι από εμάς ζούμε από τους μισθούς μας, ενώ οι πλουσιότεροι ζουν από τον πλούτο τους. Οι εταιρείες που κατέχουν δεν αποδίδουν μισθό, αλλά μέρισμα που φορολογείται πολύ χαμηλότερα. Οι εταιρείες αυτές έχουν επίσης τη δυνατότητα της μετακίνησης κερδών σε χώρες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Μπορούν να παρακρατούν μέρος των εσόδων και να μην το αποδίδουν σε κέρδος για να αποφύγουν τη φορολόγηση. Οι ιδιοκτήτες τους μπορούν να κάνουν τεράστιες αγορές δανειζόμενοι έναντι των περιουσιακών τους στοιχείων. Ένα παράδειγμα αυτής της πρακτικής ήταν η εξαγορά του «Twitter» από τον Έλον Μασκ, ο οποίος χρησιμοποίησε τις μετοχές του στην «Tesla» ως εγγύηση για να εξασφαλίσει περίπου δεκατρία δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια χωρίς να πληρώσει κανένα φόρο.
Ιστορικά, οι πλούσιοι έπρεπε να πληρώνουν μεγάλους φόρους στα εταιρικά κέρδη, που ήταν η κύρια πηγή των εισοδημάτων τους. Όμως ο εταιρικός φόρος έχει εξασθενήσει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ παράλληλα ο φόρος που αναλογεί στον μέσο φορολογούμενο αυξήθηκε. Στην Ελλάδα, ο εταιρικός φόρος έχει μειωθεί από το 40% το 2000 σε 22% σήμερα. Τα δε μερίσματα φορολογούνται μόλις με συντελεστή 5% (δεύτερη χαμηλότερη φορολογία μερισμάτων στην ΕΕ).
Ένα εμπόδιο στη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου είναι ο κίνδυνος μετακίνησης της φορολογικής κατοικίας σε χώρες με χαμηλή φορολογία. Στην Ευρώπη, μερικοί δισεκατομμυριούχοι που έχτισαν την περιουσία τους στη Γαλλία, τη Σουηδία ή τη Γερμανία έχουν εγκαταστήσει τη μόνιμη κατοικία τους στην Ελβετία, όπου πληρώνουν ένα κλάσμα των όσων θα χρωστούσαν στη χώρα τους. Λανθασμένα, τα τελευταία χρόνια έχουν δοθεί αρκετά κίνητρα για τη μεταφορά φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα με ευνοϊκή φορολόγηση. Αυτό μειώνει τη φορολογική βάση άλλων χωρών και αυξάνει τις ανισότητες παγκοσμίως. Παρόλο που λίγοι από τους υπερπλούσιους μετακομίζουν πραγματικά, η πιθανότητα να το κάνουν έχει αποτελέσει φόβητρο για τους φορολογικούς μεταρρυθμιστές που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Στη σύνοδο των G20 στη Βραζιλία φέτος, υπό την ηγεσία του κ. Λούλα, Προέδρου της Βραζιλίας, η ομάδα μου εισηγήθηκε έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο στους πολυεκατομμυριούχους, οποίος θα ισούται με το 2% της περιουσιακής τους αξίας κάθε χρόνο. Ο φόρος είναι αναγκαίος γιατί η προοδευτικότητα του φορολογικού μας συστήματος σταματάει στο τελευταίο εισοδηματικό εκατοστημόριο, όπου οι μισθοί παύουν να είναι το κύριο μέρος του εισοδήματος. Ο φόρος μπορεί από τώρα να εφαρμοσθεί και σαν μια εθνική πολιτική από οποιαδήποτε χώρα.
Υπολογίζουμε ότι ένας τέτοιος φόρος θα μπορούσε να επιφέρει περίπου 300 δισ. παγκοσμίως κάθε χρόνο, αρκετά για να αντιμετωπίσουν το κόστος της πράσινης μετάβασης σε όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες, χωρίς να επιβαρύνουν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, καθώς θα πληρώνεται από ένα πολύ μικρό μέρος που παγκόσμιου πληθυσμού. Σε εθνικό επίπεδο, τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα θα μπορούσαν να υποστηρίξουν το κοινωνικό κράτος και τις χρηματοδοτικές ανάγκες της πράσινης μετάβασης.
Το 2021, περισσότερες από 130 χώρες συμφώνησαν να εφαρμόσουν έναν ελάχιστο φορολογικό συντελεστή 15% στα κέρδη των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Δέκα χρόνια πριν τη συμφωνία, όταν οι συζητήσεις άρχιζαν, αρκετοί ονόμασαν το εγχείρημα «ουτοπικό». Όμως σήμερα, ανεξάρτητα από το πού μια πολυεθνική εταιρία καταγράφει τα κέρδη της, θα πρέπει να πληρώνει τουλάχιστον ένα βασικό φόρο σύμφωνα με τη συμφωνία. Η ίδια λογική θα μπορούσε να ισχύσει τώρα και στον μεγάλο πλούτο. Είναι ένα αναγκαίο βήμα για τη θωράκιση του κοινωνικού κράτους, την εξάλειψη των ανισοτήτων και τη δημιουργία μιας φορολογικά δίκαιης οικονομίας.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης είναι διδάκτωρ, διευθυντής Έρευνας, Φορολογικό Παρατηρητήριο της ΕΕ – Paris School of Economics