Macro

Παναγιώτης Κουστένης: Το κοινωνικό ρήγμα του δημοψηφίσματος

Η χρονική τοποθέτηση του δημοψηφίσματος του 2015 στο μέσο της δεκαετίας της κρίσης, αλλά και στην κορύφωση της αντιμνημονιακής περιόδου, ήταν λογικό να συγχωνεύει διογκωμένα τα κρισιμότερα από τα κοινωνιολογικά ρήγματα της ψήφου που είχαν αναδειχθεί μετά τον εκλογικό σεισμό του 2012, με κυριότερο το κοινωνικό αλλά και το ηλικιακό.
 
Άλλωστε, όπως μαρτυρεί και η ανάλυση του αποτελέσματος, η τελική του δομή πρωτίστως προέκυψε από την αθροιστική κατανομή των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως των ΑΝΕΛ, με σημαντικές προσθήκες από το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, καθώς επίσης και του ΚΚΕ (παρά την επίσημα αρνητική στάση του απέναντι στη διαδικασία), ενώ σημαντικές ήταν κατά τόπους και οι διαρροές των κομμάτων του «ναι».
 
Από πλευράς εκλογικής γεωγραφίας, η κοινωνική διαφοροποίηση στα αποτελέσματα εντοπίστηκε κυρίως στο εσωτερικό της περιφέρειας Αττικής και ανάμεσα στις πιο λαϊκές ή εργατικές γειτονιές και σε εκείνες των ανώτερων εισοδημάτων. Συγκεκριμένα, η επιρροή του «Όχι» κυμάνθηκε μεσοσταθμικά άνω του 55% στο Νότιο Τομέα, όταν στο Δυτικό άγγιξε το 70%, για να αγγίξει τις ανώτερες τιμές της στη Β’ Πειραιά (72,5%) και στη Δυτική Αττική (72,9%), με κορυφαία και χαρακτηριστικά αντίστοιχα παραδείγματα το Πέραμα (76,6%) και τον Ασπρόπυργο (79,2%), που κατέγραψε τη δεύτερη ισχυρότερη πανελλαδικά επίδοση του Όχι μετά από εκείνη της Ικαρίας (79,5%). Αντίθετα, το «Ναι» επικράτησε οριακά σε δήμους της παραλιακής ζώνης (Παλαιό Φάληρο, Γλυφάδα), αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος των μεσοαστικών βορειοανατολικών προαστίων (συνολικά 51,1% στο Βόρειο Τομέα), που συνιστούσαν έτσι την ισχυρότερη και γεωγραφικά την πιο συνεκτική πλειοψηφική κοιτίδα του στη χώρα. Τα ποσοστά του «Ναι» εκτινάσσονταν σε κατεξοχήν μεγαλοαστικούς δήμους: 60,7% σε Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη, 63,9% στην Κηφισιά, 71,6% σε Φιλοθέη-Ψυχικό, ενώ στην περιοχή της Εκάλης το 84,6% αποτέλεσε μακράν την υψηλότερη επίδοσή του πανελλαδικά. Αντίστοιχες κοινωνικού χαρακτήρα διαφοροποιήσεις αναδείχθηκαν και στο εσωτερικό του Δ. Αθηναίων, όπως και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Βόλο).
 
Η εικόνα αυτή δεν αναιρείται από τη συντριπτική υπερίσχυση του «Όχι» και σε κάποιες από τις οικονομικά ισχυρότερες περιοχές της Ελλάδας (Χανιά – 73,8%, Κέρκυρα – 71,2%), γεγονός που οφείλεται αφενός στις παραδοσιακές ταυτίσεις της εκλογικής γεωγραφίας και στην κατά τόπους επιρροή των αντιμνημονιακών κομμάτων (προεξάρχοντος του ΣΥΡΙΖΑ), αφετέρου στην εμφανώς υψηλότερη εν προκειμένω επιρροή του «Όχι» γενικότερα στον νησιωτικό χώρο.
 
Η εικόνα ωστόσο της κοινωνικής αυτής διαφοροποίησης προσλάμβανε ξεκάθαρα ταξικό χαρακτήρα στο επίπεδο της κοινωνιολογίας της ψήφου, με βάση την επαγγελματική κατάσταση. Προτού όμως προχωρήσουμε σε αυτό, πρέπει να αναδειχθεί το ηλικιακό ρήγμα, αφού τα ποσοστά του «Όχι» εκτιμάται ότι ήταν συντριπτικά (άνω του 75%) μεταξύ των νεότερων ηλικιών (18-24 ετών) και μειώνονταν βαθμιαία μέχρι να φτάσουν να μειοψηφούν (47%) στις ηλικίες άνω των 65 ετών.
 
Πράγματι τα υψηλότερα ποσοστά του «Όχι» (περίπου 75%) φάνηκαν να καταγράφονται μεταξύ των ανέργων και των φοιτητών, ενώ ελαφρώς μόνο χαμηλότερα (περίπου 70%) ήταν η αντίστοιχη επιρροή του μεταξύ των αγροτών, αλλά και των μισθωτών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των κατεξοχήν εργατικών στρωμάτων. Αντιθέτως στους ελεύθερους επαγγελματίες με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στους οποίους εκτός από τους αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες συγκαταλέγονται και οι περισσότεροι ιδιοκτήτες μεγάλων ή μεσαίων επιχειρήσεων, το «Ναι» εκτιμάται ότι πλειοψηφούσε οριακά, ενώ ανάλογη είναι η εκτίμηση για το σύνολο των συνταξιούχων.
 
Είναι προφανές ότι οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις που είχαν προηγουμένως αναδειχθεί στο εσωτερικό των πολιτικών παρατάξεων επί της αντίθεσης μνημόνιο – αντιμνημόνιο, αυτή τη φορά αθροίστηκαν υπερβαίνοντας όσο ποτέ την παραδοσιακή ιδεολογική διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς. Έτσι, το δημοψήφισμα του 2015 καταγράφηκε ως η πιο βαθιά κοινωνική και ταξική εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, θυμίζοντας όσο ποτέ το κλασικό απόφθεγμα του S. Lipset ότι «οι εκλογικές μάχες συχνά αποτελούν τη δημοκρατική αποτύπωση της πάλης των τάξεων».
 
Ο Δρ Παναγιώτης Κουστένης είναι πολιτικός επιστήμονας
Η ΕΠΟΧΗ