Macro

«Πακέτο Γιούνκερ» και αριστερή διακυβέρνηση: έννοιες συμβατές;*

Όταν ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γίρκι Κατάινεν είχε παρουσιάσει το 2016 το λεγόμενο «σχέδιο Γιούνκερ» στη Βουλή, μια σειρά από σοβαρούς οικονομολόγους και πολιτικούς της Αριστεράς είχαν υποστηρίξει ότι, για να λειτουργήσει το σχέδιο αυτό, θα πρέπει αφενός να έχει κοινωνική ανταποδοτικότητα, δηλαδή να δημιουργεί δουλειές, και αφετέρου να μην εξαντληθεί σε γραφειοκρατικούς δαιδάλους η διαδικασία, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν οι επενδύσεις άμεσα στο πεδίο της πραγματική οικονομίας. Αρκετοί πολιτικολογούντες, ιδιαίτερα εκείνοι της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, είχαν εκφράσει τότε τις αμφιβολίες τους απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση, της οποίας τη συντονιστική ικανότητα στο πεδίο των ιδιωτικών επενδύσεων συνεχίζουν να αμφισβητούν μέχρι σήμερα. Τα αποτελέσματα τους εκθέτουν πολιτικά. Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα σήμερα σε απορροφητικότητα πόρων από το «πακέτο Γιούνκερ».

Παράλληλα, όμως, υπήρχε και μία πολύ μεγάλη, και ενδεχομένως εύλογη, αμφισβήτηση σε σχέση με το αν τα κίνητρα του «πακέτου Γιούνκερ» είναι πραγματικά αναπτυξιακά και πώς θα μπορούσε τελικά να λειτουργήσει ένας τέτοιος μηχανισμός αμιγώς τεχνοκρατικός μέσα σε ένα καθεστώς μνημονιακών περιορισμών. Δεν μπορεί κανείς να παραλείψει, επίσης, και την κριτική που ασκούσαν και κάποιοι αναλυτές της Αριστεράς, οι οποίοι δεν έβλεπαν ιδιαίτερη προοπτική εξόδου από την κρίση και με τα εργαλεία που προβλέπονταν από το «πακέτο Γιούνκερ», μέσω δηλαδή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων και της μόχλευσης κεφαλαίων από τον ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα.

Βέβαια, είχαμε -και έχουμε- αρκετά παραδείγματα ιδιωτικών επενδύσεων με δανεισμό μέσω μόχλευσης, τα οποία οδήγησαν σε επιβάρυνση των πολιτών που χρησιμοποιούν κοινωνικά αγαθά και των οποίων η κατασκευή και διαχείριση έχει συμβασιοποιηθεί με ιδιώτες. Αντίστοιχες πρακτικές συμπράξεων ιδιωτικών κεφαλαίων σε μεγάλα έργα υποδομής είχαν οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα στο παρελθόν, όπως εκείνα των ημιτελών αυτοκινητόδρομων, που η κυβέρνηση της Αριστεράς κατάφερε τελικά να ξεμπλοκάρει και να ολοκληρώσει.

Σήμερα, τρία χρόνια μετά, η μεγάλη εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Στην Ελλάδα έχουν κινητοποιηθεί κεφάλαια 11 δισεκατομμυρίων για 22.000 επιχειρήσεις, μέσω του «πακέτου Γιούνκερ», με χρηματοδοτήσεις και μοχλεύσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων. Όλα τα ευρωπαϊκά και εγχώρια εργαλεία συνέβαλαν, στο διάστημα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να δημιουργηθούν πάνω από 300.000 νέες θέσεις εργασίας. Τα στοιχεία ανακοινώθηκαν επίσημα από τον ίδιο τον Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κατάινεν, τρία χρόνια μετά την πρώτη επίσκεψή του. Το θετικό αυτής της διαδικασίας είναι, επίσης, ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις που επιδοτήθηκαν δεν ήταν ούτε φαραωνικές ούτε καταστροφικές για το περιβάλλον και τον κοινωνικό ιστό.

Στο γενικό ερώτημα, λοιπόν, που έθεσε και ο ίδιος ο Επίτροπος Κατάινεν, ως προς το πως διαγράφεται το αύριο της Ευρώπης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο πεδίο της ανάπτυξης το «πακέτο Γιούνκερ» ήταν και θα συνεχίσει να είναι ένα μέσο, ανάμεσα σε πολλά άλλα, για να καταπολεμηθεί η στασιμότητα και η ύφεση. Είναι όμως αυτό αρκετό; Προφανώς, το επενδυτικό άλμα στην Ελλάδα συνδυάστηκε και με μία συγκροτημένη προσπάθεια δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης, η οποία επέτρεψε να βγει η χώρα από το μνημόνιο. Εντούτοις, υπάρχουν σημαντικά θέματα στα οποία καλούμαστε να αναζητήσουμε σοβαρές απαντήσεις. Το βασικότερο από αυτά είναι το πώς η επενδυτική αυτή ορμή θα συνεχιστεί με τρόπο βιώσιμο και πώς η απασχόληση που προκύπτει μέσα από την ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας θα γίνει πιο σταθερή και πιο ισχυρή. Απαραίτητη προϋπόθεση για τις επενδύσεις είναι οι αυξήσεις μισθών, όχι μόνο ως υποχρέωση μας στον κόσμο της εργασίας, αλλά για να αυξηθεί και η καταναλωτική δυνατότητα των πολιτών. Γι αυτό και για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια, δόθηκαν αυξήσεις, που θα ενισχύσουν τους εργαζόμενους, αλλά ταυτόχρονα θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη.

Όμως, υπάρχει και μία νέα αναπτυξιακή διάσταση σε σχέση με το μέλλον της Ευρώπης, και αυτή είναι τα Βαλκάνια. Με την ολοκλήρωση, πριν από μερικές ημέρες, της διαδικασίας αναγνώρισης της Βόρειας Μακεδονίας, πέφτει και το τελευταίο εμπόδιο για συνανάπτυξη των Δυτικών Βαλκανίων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να επενδύσει άμεσα σε κοινές αναπτυξιακές προσπάθειες των κρατών που μέχρι χθες ανταγωνίζονταν, αλλά που σήμερα καθίστανται στρατηγικοί εταίροι. Η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο θέλουν να προχωρήσουν δυναμικά μπροστά σε κοινούς πολυεπίπεδους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς και η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι πραγματικός αρωγός, όχι όπως σε τόσες άλλες περιπτώσεις που ανέλαβε δεσμεύσεις και στο τέλος δεν υλοποίησε τίποτα.

Αξίζει, επίσης, και μία αναφορά στην τοπική διάσταση του μέλλοντος της Ευρώπης. Η ανάπτυξη της περιφέρειας, μέσα από έργα πνοής, αλλά και μέσα από παρεμβάσεις που αναδεικνύουν και αξιοποιούν φυσικούς, τουριστικούς και πολιτιστικούς πόρους, μπορεί να φέρει την Ευρώπη πιο κοντά στους πολίτες. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το Νομό Ηλείας, σημαντικά έργα έχουν προχωρήσει με την μεθοδολογία του «πακέτου Γιούνκερ» και ενίσχυσαν τις θετικές αναπαραστάσεις των πολιτών σε σχέση με την Ευρώπη.

Τέλος, σε ό,τι αφορά το μέλλον της Ευρώπης, στην οικονομία αντιπαρατίθενται δύο ιδεόκοσμοι. Αυτός της λιτότητας, του νεοφιλελευθερισμού, των ανισοτήτων και της άνισης ευρωπαϊκής ανάπτυξης, ο οποίος θρέφει την Ακροδεξιά, και ο άλλος δρόμος που είναι εκείνος της αλληλεγγύης, της ανάπτυξης, της σύγκλισης των κρατών και της εργασίας, που όχι μόνο επαναφέρει το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο, αλλά και το εμβαθύνει. Αυτή είναι και η βασική πολιτική διαχωριστική γραμμή στις επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές και σε αυτό το δίλημμα θα πρέπει να απαντήσουμε όλοι.

 

** Απόσπασμα από την εισήγηση του στη συνεδρίαση της Βουλής, παρουσία του Γίρκι Κατάινεν, με θέμα το μέλλον της Ευρώπης.

Ο Μάκης Μπαλαούρας είναι Πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ηλείας

Πηγή: Η Αυγή