Macro

Όταν Πεθαίνεις για μια «Πατρίδα» που Δεν Ήταν Ποτέ Δική σου

Προχθές, 28 Οκτωβρίου, ένας άνδρας έπεσε νεκρός στο Βουλιαράτι, ένα χωριό που βρίσκεται ελάχιστα χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Οι πληροφορίες που έχουν γίνει μέχρι τώρα γνωστές από τα αλβανικά και ελληνικά Μέσα, αναφέρουν πως ο άνδρας είχε φτάσει στο χωριό στις 2 Οκτωβρίου και πως μέχρι προχθες τριγυρνούσε με μια στρατιωτική παραλλαγή γεμάτη ελληνικά εθνόσημα επάνω της. Άλλες πληροφορίες αναφέρουν πως πήγε μόνος του και στόλισε με ελληνικές σημαίες τα χωριά που αποκαλούνται «μειονοτικά», ενώ σε ένα βίντεο που δημοσιεύτηκε χθες από την αλβανική τηλεόραση απεικονίζεται να ανοίγει πυρ έξω από ένα καφενείο του χωριού.

Η αρχική πληροφόρηση από την Αλβανία ανέφερε πως ο Κωνσταντίνος Κατσίφας είχε υψώσει ελληνική σημαία στο νεκροταφείο των πεσόντων στο Βουλιαράτι, έξω από το Αργυρόκαστρο. Ακόμη όμως τα πράγματα δεν έχουν ξεκαθαρίσει ούτε ως προς αυτό. Διότι, η Υπουργός Πολιτισμού, Μυρσίνη Ζορμπά, που βρέθηκε στην Αλβανία για την τελετή μνήμης στο νεκροταφείο των πεσόντων, έγραψε στη σελίδα της στο Facebook πως όλες οι σημαίες ήταν στη θέση τους και καμία δεν κατέβηκε. Διαχρονικά, πάντως, οι εορτασμοί των ελληνικών εθνικών εορτών δεν περιλαμβάνουν καμιά παρέμβαση από τους αλβανόφωνους της περιοχής.

Δεν γνωρίζω το παρασκήνιο της υπόθεσης, το οποίο μάλλον θα αποκαλυφθεί τις επόμενες ημέρες ευκρινέστερα. Αυτό που μπορώ να γνωρίζω είναι πως το Βουλιαράτι βρίσκεται δίπλα στο χωριό της μητέρας μου, τους Γεωργουτσάτες του νομού Αργυροκάστρου, και λίγο πιο δίπλα απ’ το χωριό του πατέρα μου, το οποίο επίσης θεωρείται «μειονοτικό ελληνικό χωριό». Δεν ξέρω την ιστορία του νεκρού και τι τον οδήγησε στο σήμερα, αλλά γνωρίζω πως αυτό που θεωρείται «ελληνική μειονότητα» στο συγκεκριμένο σημείο είναι μια μεγάλη απάτη. Υπάρχουν άνθρωποι μέσα στις ίδιες οικογένειες που έχουν καθαρά ελληνική συνείδηση και άλλοι καθαρά αλβανική. Υπάρχουν και άνθρωποι όπως εγώ, που δεν ενδιαφέρονται να υιοθετήσουν καμιά από τις δύο εθνικές συνειδήσεις. Αυτό που αποκαλείται «ελληνική ομογένεια της Βορείου Ηπείρου» δεν είναι σαν την ομογένεια της Αμερικής που αποτελείται από Έλληνες μετανάστες και τα παιδιά τους. Η «ομογένεια της Βορείου Ηπείρου» υποτίθεται πως αφορά κάποιες πληθυσμιακές ομάδες μέχρι και τους Αγίους Σαράντα, οι οποίοι επιλέγουν την ελληνικότητά τους.

Οι άνθρωποι που έχουν δεχτεί ρατσιστικές επιθέσεις, υποτίμηση, χλευασμό, ξέχασαν τι βίωσαν και αποφάσισαν να κάνουν τα ίδια σε άλλους, πιο αδύναμους.

Με το καθεστώς του Χότζα πληθυσμοί μετακινήθηκαν, οικογένειες πήγαν από τα χωριά σε αστικά κέντρα που δεν θεωρούνταν μειονοτικές περιοχές-και το αντίθετο, δημιουργήθηκαν οικογένειες, προσμίξεις, και λίγο πολύ η μπάλα μέσα στις δεκαετίες, χάθηκε. Για παράδειγμα Αλβανοί που βρέθηκαν σε μειονοτικές περιοχές επι Χότζα όταν ήρθαν στην Ελλάδα δήλωσαν Βορειοηπειρώτες. Αντίστοιχα πληθυσμοί που έφυγαν ας πούμε από το Αργυρόκαστρο και πήγαν στην Αυλώνα δεν μπορούσαν να δηλώσουν Βορειοηπειρώτες ή δεν το έκαναν. Στα μειονοτικά χωριά στα σύνορα λίγο πολύ υπάρχει ο αυτοπροσδιορισμός. Το που υπήρχαν Έλληνες δεν ήταν απολύτως ξεκάθαρο και δεν είναι μέχρι σήμερα, αφού δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για το ποιός μπορεί να θεωρείται «έλληνας» και το ποιος «αλβανός». Γι’ αυτό και υπάρχει μια συνεχής διαφωνία για τον ακριβή αριθμό των «ελλήνων ομογενών» και λίγο πολύ υπόκειται στις συνειδήσεις των ανθρώπων λοιπόν, το τι θα νιώσουν, ανάλογα με την περιοχή της Αλβανίας που μεγάλωσαν.

Η Βόρεια Ήπειρος στην πραγματικότητα είναι αυτό που αποκαλούμε no man’s land. Είναι ένα σημείο ξεχασμένο, που έρχεται στην επικαιρότητα μόνο όταν δρουν εκεί εξτρεμιστικά στοιχεία που ονειρεύονται μια Μεγάλη Ελλάδα ή μια Μεγάλη Αλβανία, διότι δυστυχώς ο άρρωστος και άκρατος εθνικισμός δεν έχει πατρίδα. Τα περισσότερα χωριά της περιοχής είναι ελληνόφωνα – με εξαίρεση το Λαζαράτι και κάποια άλλα. Και είναι ελληνόφωνα για πολύ πρακτικούς λόγους, όπως για το ότι οι κάτοικοί τους εξυπηρετούν τις ανάγκες τους, όπως επισκέψεις σε γιατρούς και ψώνια, στα Γιάννενα, μιας και οι αλβανικές μητροπόλεις είναι πολύ πιο μακριά από άποψη απόστασης. Το ότι είναι ελληνόφωνα δεν σημαίνει πως δεν γνωρίζουν αλβανικά ή ότι οι κάτοικοί τους αισθάνονται Έλληνες. Οι κάτοικοί τους, κατά βάσει, δεν αισθάνονται ούτε Αλβανοί, ούτε Έλληνες – δικαίως, αφού τελικά δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Σε αυτό έχει συμβάλλει φυσικά το ότι, διαχρονικά, από την Ελλάδα αντιμετωπίζονταν ως Αλβανοί και από την Αλβανία ως Έλληνες. Όταν, για παράδειγμα, τα ελληνοαλβανικά σύνορα άνοιξαν, οι Αλβανοί μετανάστευσαν μαζικά για να γλιτώσουν από την πείνα και την εξαθλίωση που μάστιζε τη χώρα από το αυτοαποκαλούμενο σοσιαλιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα – το οποίο μόνο σοσιαλιστικό δεν ήταν στην πράξη. Κάποιοι, όπως οι γονείς μου, είχαν προσπαθήσει να φύγουν πολύ νωρίτερα, περπατώντας για ώρες στα ελληνοαλβανικά βουνά με την ελπίδα ότι δεν θα τους πυροβολήσει κάποιος στρατιώτης από την αλβανική ή την ελληνική πλευρά. Άλλοι προσπάθησαν να φύγουν κολυμπώντας προς την Κέρκυρα, ενώ είναι μέχρι και σήμερα άγνωστο πόσοι πνίγηκαν σε αυτήν τους την προσπάθεια.

Αυτοί οι ίδιοι «ομογενείς» έπρεπε να καταβάλουν παράβολα, να κάνουν αιτήσεις πολιτογράφησης και να περιμένουν χρόνια για την έκδοση απόφασης της ελληνικής ιθαγένειας.

Με την άφιξή μας στην Ελλάδα, παρά το γεγονός πως και οι δυο μου γονείς γεννήθηκαν σε αυτά που σήμερα αποκαλούν κάποιοι «ελληνικά μειονοτικά χωριά», μόνο σαν Έλληνες ομογενείς δεν αντιμετωπιστήκαμε. Το ίδιο έγινε με όλους τους ανθρώπους που ήρθαν από την Αλβανία, αφού από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ένας μεγάλος αριθμός «ομογενών» και μεταναστών εγκαταστάθηκε σταδιακά στην Ελλάδα, δεν έγινε κανένας διαχωρισμός μεταξύ εκείνων που θέλουν να αποκαλούνται «Έλληνες ομογενείς» και εκείνων που ήταν Αλβανοί. Το νομικό πλαίσιο και οι διαδικασίες χορήγησης ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενών που χορηγείται σε ομογενείς από την Αλβανία ή την ΕΣΣΔ, αλλά και οι διαδικασίες κτήσης ιθαγένειας παρουσιάζαν και παρουσιάζουν ακόμη προβλήματα και έλλειψη σαφήνειας, με αποτέλεσμα ομογενείς από άλλες χώρες να αντιμετωπίζουν ειδικά προβλήματα στην άδεια παραμονής τους λόγω της ιδιαίτερης αδιαφάνειας του νομικού πλαισίου. Δεν ήμασταν ποτέ σαν τους ομογενείς της Τουρκίας ή της Κύπρου οι οποίοι έχουν έτσι κι αλλιώς άδειες διαμονής. Ήμασταν «ξένοι».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η προσπάθεια για την έκδοση των νομιμοποιητικών εγγράφων μας. Για να βγάλουμε τα χαρτιά μας έπρεπε να στηνόμαστε με τις ώρες στη Διεύθυνση Αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη όπως κάθε άλλος μετανάστης. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι επί σειρά ετών, κάθε έξι μήνες, οικογένειες με μωρά παιδιά μαζεύονταν στο συγκεκριμένο σημείο από τις πέντε τα ξημερώματα για να πάρουν το μαγικό χαρτάκι που θα τους επέτρεπε να εισέλθουν στο κτίριο και να περιμένουν μισή μέρα, μήπως και καταφέρουν να τα ανανεώσουν. Το παράβολο για την κάθε ανανέωση ήταν κάπου στα 120 ευρώ για κάθε άτομο, κάτι που σήμαινε ότι, κάθε χρόνο, μια τετραμελής οικογένεια έπρεπε να καταβάλει κάπου στα 1.000 ευρώ μόνο για να ανανεώσει την άδεια παραμονής των μελών της, είτε ήταν Αλβανοί, είτε «Έλληνες ομογενείς της Αλβανίας». Η Αστυνομία σε αυτές τις ατελείωτες ουρές που δημιουργούσαν οι άνθρωποι που πάλευαν για να βγάλουν τα χαρτιά τους, χτυπούσε αδιακρίτως μάνες, παιδιά και ηλικιωμένους, αν έφευγες λίγο απ’ τη σειρά ή αν τολμούσες να ρωτήσεις πότε θα ανοίξουν οι πόρτες. Κανείς δεν έβλεπε κανέναν σαν «ομογενή».

Αυτοί οι ίδιοι «ομογενείς» έπρεπε να καταβάλουν παράβολα, να κάνουν αιτήσεις πολιτογράφησης και να περιμένουν χρόνια για την έκδοση απόφασης της ελληνικής ιθαγένειας. Και φυσικά, υπήρχε κι άλλη αναμονή για την εγγραφή στο Δημοτολόγιο. Στη δική μου περίπτωση, μετά από πολύ κόπο και αφού βρισκόμουν στην Ελλάδα από ενός έτους, μόλις στα 16 μου έλαβα μια ροζ ταυτότητα που έλεγε επάνω «Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς». Φυσικά, ακόμη και αυτήν την ταυτότητα έπρεπε να συνεχίζουμε να την ανανεώνουμε στις εγκαταστάσεις της Πέτρου Ράλλη, με τις ίδιες συνθήκες, μια ταυτότητα εντελώς άχρηστη, αφού μέχρι και την ημέρα που έδινα Πανελλαδικές εξετάσεις, το σχολείο μου παραλίγο να μην τη δεχτεί καν, διότι ήμουν «το κορίτσι με τη ροζ ταυτότητα που μπορεί να είναι πλαστή».

Ελληνικό σχολείο υπάρχει και στα Τίρανα, την πρωτεύουσα της Αλβανίας. Αυτό δεν σημαίνει πως η περιοχή είναι ελληνική ή ότι θα έπρεπε να είναι ελληνική.

Η ελληνική ταυτότητα ήρθε μετά τα 20 μου, μετά φυσικά τις απαραίτητες «εξετάσεις» από τις οποίες έπρεπε να περάσω για να δείξω τι γνώσεις έχω για την Ελλάδα παρά το ότι κατάγομαι από μειονοτικό ελληνικό χωριό, παρά το ότι βρισκόμουν στην Ελλάδα 20 χρόνια. Έτσι αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις τούς «ομογενείς», για τους οποίους σήμερα ζητούν εξηγήσεις από την Αλβανία για τη μεταχείρισή τους.

Φυσικά, την ίδια αντιμετώπιση είχαμε στα σχολεία, στις γειτονιές, στις παρέες. Σε εμάς, που σήμερα μας λένε «αδέρφια τους», αρνούνταν μέχρι και σπίτια να νοικιάσουν τη δεκαετία του 1990 γιατί μας αποκαλούσαν υποτιμητικά «Αλβανούς». Στα «μειονοτικά χωριά», πάλι, παλιότερα μας αντιμετώπιζαν υποτιμητικά σαν «Έλληνες». Μέχρι που άρχισαν να μας ρωτάνε παντού «Nιώθεις Έλληνας ή Αλβανός;» υποχρεώνοντας παιδάκια να διαλέξουν πλευρά, χωρίς φυσικά να σκεφτούν πως η Ελλάδα δεν βοήθησε ποτέ κανέναν Βορειοηπειρώτη να νιώσει Έλληνας και η Αλβανία δεν βοήθησε κανέναν να νιώσει Αλβανός – το αντίθετο.

Ο ρατσισμός που έφτανε μέσα μας από κάθε πλευρά και μας άγγιζε με τόση βιαιότητα σε όλα τα χρόνια της ζωής μας, σε έκανε να αισθάνεσαι πως δεν ανήκεις πουθενά. Θα έπρεπε όμως να νιώθεις ή Έλληνας και να ενταχθείς σε παρέες Ελλήνων, ή Αλβανός και σταδιακά να ενταχθείς σε παρέες Αλβανών. Τον νεκρό δεν τον γνώριζα, αλλά στο ερώτημα «εσύ τι νιώθεις;», με μια ματιά στο προφίλ του διαπίστωσα πως ο ίδιος είχε απαντήσει: ένιωθε Έλληνας, αλλά με έναν τρόπο ακραίο.

Δεν μου κάνει καμιά εντύπωση που υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι ποτισμένοι με αντίστοιχο εθνικιστικό μίσος, όπως αυτό που παρατήρησα στο προφίλ του ανθρώπου που δημιούργησε το περιστατικό στο Βουλιαράτι. Και πώς να μου κάνει εντύπωση όταν βλέπω πως ακόμη και άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν καμιά σχέση με τη Βόρεια Ήπειρο, αλλά είναι «καθαροί» Αλβανοί, βρίσκονται ενταγμένοι στη Χρυσή Αυγή ή σε παραστρατιωτικές ελληνικές εθνικιστικές οργανώσεις, δημιουργώντας τη μεγαλύτερη ξεφτίλα της ιστορίας. Οι άνθρωποι που έχουν δεχτεί ρατσιστικές επιθέσεις, υποτίμηση, χλευασμό, ξέχασαν τι βίωσαν και αποφάσισαν να κάνουν τα ίδια σε άλλους, πιο αδύναμους. Διάλεξαν να συμπράξουν με εκείνον που τους έβλεπε σαν εχθρό, αφημένοι σε κάτι που μοιάζει με το Σύνδρομο της Στοκχόλμης.

Οι άνθρωποι των συνόρων θα έπρεπε να είμαστε οι πρώτοι που απαξιώνουμε και απορρίπτουμε την έννοια των «συνόρων», διότι εξαιτίας αυτών των οριοθετημένων περιοχών του χάρτη, υποφέραμε.

Μέσα στη 30χρονη ζωή μου, είδα ανθρώπους που κατάγονται από αυτά τα «μειονοτικά χωριά» να δηλώνουν υπερήφανοι Έλληνες, είδα κι άλλους απ' τα ίδια χωριά που μίσησαν την Ελλάδα για τον τρόπο που τους φέρθηκε, και άρχισαν να δηλώνουν υπερήφανοι Αλβανοί. Πολλοί από εμάς ήμασταν αρκετά τυχεροί για να συνειδητοποιήσουμε στην πράξη πως αυτό το σύνορο της Κακαβιάς, όπως και όλα τα σύνορα του κόσμου φέρνουν μόνο προβλήματα, διαχωρισμούς και μίσος χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος. Οι άνθρωποι που ζουν και εργάζονται σήμερα στα χωριά των συνόρων, δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι τι είναι - Έλληνες ή Αλβανοί. Και το θετικό είναι πως στην πλειονότητά τους δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα, αφού συμβιώνουν αρμονικά παρά τις εικόνες που θέλουν κάποια ΜΜΕ να παρουσιάζουν. Οι παππούδες πίνουν μαζί τσίπουρα στα καφενεία, τα παιδιά παίζουν μαζί στους χωματόδρομους και οι οικογένειες δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους. Υπάρχουν στην περιοχή ελληνικά σχολεία και αλβανικά σχολεία, ώστε τα παιδιά να έχουν τη δυνατότητα επιλογής. Ελληνικό σχολείο υπάρχει και στα Τίρανα, την πρωτεύουσα της Αλβανίας. Αυτό δεν σημαίνει πως η περιοχή είναι ελληνική ή ότι θα έπρεπε να είναι ελληνική.

Το αφήγημα, ότι οι «ομογενείς στην Αλβανία κακοπερνάνε», αφενός πουλάει πάρα πολύ και βοηθάει στο να συντηρηθεί το μίσος, και ένα-δυο περιστατικά που γίνονται μια φορά κάθε πενταετία βοηθούν και στη διεκδίκηση εδαφών που έχουν οριοθετηθεί εδώ και δεκαετίες, αλλά και σε άλλα εσωτερικά παιχνίδια της χώρας. Έλληνες υπάρχουν και σε άλλα μέρη της Αλβανίας, πολύ πιο μακριά από τη Βόρεια Ήπειρο, σε περιοχές όπως στη Σβέρνιτσα, τα Τίρανα, το Ελμπασάν, στη Σκόνδρα και αλλού. Σε πολλές από αυτές λειτουργούν και ελληνικά σχολεία. Έχετε ακούσει ποτέ να αναφέρει κανείς αυτούς τους «ομογενείς»; Έχετε ακούσει να έχουν κανένα πρόβλημα; Όχι. Γιατί πρώτον εκεί δεν πηγαίνουν οι ελληνικής προέλευσης εθνικιστές να δημιουργήσουν προβλήματα και δεύτερον γιατί οι Αλβανοί φασίστες δεν βλέπουν κανένα συμφέρον στα συγκεκριμένα εδάφη.

Το κλίμα που δημιουργείται κάποιες φορές στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, δημιουργείται από κάποιους οι οποίοι συνήθως δεν ζουν κιόλας στις συγκεκριμένες περιοχές, από ανθρώπους που θέλουν να αναβιώσουν τη ΜΑΒΗ, από Χρυσαυγίτες που συχνά-πυκνά κάνουν δράσεις στην περιοχή ή από άλλες ναζιστικές ομάδες, όπως η Combat 18. Όπως και ο πλέον νεκρός άνδρας που συμμετείχε στο χθεσινό περιστατικό, ήταν κάτοικος Αθήνας και επίσης υποστηρικτής των εγκλημάτων της ΜΑΒΗ, ενώ ακόμη δεν έχει ερευνηθεί το εάν ανήκε και ο ίδιος σε κάποια εξτρεμιστική οργάνωση.

Αυτές οι ακραίες συμπεριφορές, το δηλητήριο που ποτίζει αυτούς τους ανθρώπους, πατάει ακριβώς στο ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι άνθρωποι των συνόρων, δεν ανήκουν τελικά πουθενά. Και θέλουν να ανήκουν κάπου. Εκείνοι που ονειρεύονται Μεγάλες Ελλάδες και Μεγάλες Αλβανίες στρατολογούν αυτόν τον κόσμο διατηρώντας κάποιους εθνικιστικούς θύλακες σε περιοχές, όπως στα Ιωάννινα. Για κάποιους από εμάς, το ότι σταθήκαμε στις ουρές της Πέτρου Ράλλη, το ότι εισπράξαμε τόσο ρατσισμό και τόση ψυχολογική βία, μας έκανε να καταλάβουμε τι βιώνουν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες από κάθε μέρος του κόσμου. Όταν με ρωτάνε από πού είμαι, λέω πάντα από την Αλβανία, ούτε με περηφάνια, ούτε με ντροπή, διότι το χωριό μου βάσει των συνόρων ανήκει στην αλβανική επικράτεια. Αγαπάω την Ελλάδα γιατί αυτή είναι η χώρα στην οποία μεγάλωσα και εδώ βρίσκονται οι άνθρωποι που έγιναν πατρίδα μου. Οι Αλβανοί φασίστες με εγκαλούν για το ότι δεν υποστηρίζω την Αλβανία και οι Έλληνες φασίστες επειδή αρνούμαι να πω ότι νιώθω Ελληνίδα.

Εμείς, οι άνθρωποι των συνόρων, οι άνθρωποι που δεν ανήκαν ποτέ πουθενά, θα έπρεπε να είμαστε οι πρώτοι που απαξιώνουμε και απορρίπτουμε την έννοια των «συνόρων», διότι εξαιτίας αυτών των οριοθετημένων περιοχών του χάρτη, υποφέραμε – όχι από μια, αλλά από δυο χώρες. Η αρμονική συμβίωση των κατοίκων στις περιοχές της Βορείου Ηπείρου αποδεικνύει πως αυτό συμβαίνει καθημερινά. Δυστυχώς, το πρόσφατο περιστατικό, το οποίο αποτελεί μια θλιβερή εξαίρεση, επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά πόσο εύκολο είναι να γεμίσεις εθνικιστικό μίσος και να πεθάνεις για πατρίδες και σημαίες που δεν ήταν δικές σου ποτέ.

Άννα Νίνη

Πηγή: Vice