«Ιδεαλιστής είναι εκείνος που διαπιστώνοντας ότι τα τριαντάφυλλα μυρίζουν καλύτερα από τα λάχανα, συμπεραίνει ότι γίνονται και καλύτερη σούπα»
Ανρί Λουί Μενκέν,
αμερικανός δοκιμιογράφος
Κατ’ αρχήν κάτι από την ιστορία του κινήματος. Στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία εμφανίσθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, ανάμεσα στη νεολαία, ιδιαίτερα τη φοιτητική, μια ακραία τάση, «οι Νέοι» -Die Jungen- οι οποίοι συσπειρωμένοι γύρω από την Εργατική Εφημερίδα της Σαξωνίας, υποστήριζαν ακραίες, αντικοινοβουλευτικές θέσεις.
Ο Ένγκελς, σε προχωρημένη ηλικία, υπήρξε ιδιαίτερα κριτικός απέναντι σ’ αυτή τάση, την οποία κατηγορούσε όχι μόνο για τις θέσεις της, αλλά και για τον «από καθέδρας» αλαζονικό τρόπο με τον οποίο τα στελέχη της υποστήριζαν τις απόψεις τους μέσα στο κόμμα: «Από πρακτική άποψη βρήκα στην εφημερίδα (την Εργατική Εφημερίδα της Σαξωνίας) μια αδίστακτη παραγνώριση όλων των πραγματικών όρων της εσωκομματικής πάλης, ένα ατρόμητο “ξεπέρασμα των εμποδίων” στη φαντασία, που τιμά βέβαια το αλύγιστο νεανικό θάρρος των συντακτών, αλλά μόλις μεταφερθεί από τη φαντασία στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να θάψει ακόμα και το ισχυρότερο κόμμα εκατομμυρίων μελών κάτω από τα δικαιολογημένα γέλια ολόκληρου του κόσμου των αντιπάλων του. Ακόμα και μια ομαδούλα δεν μπορεί ατιμώρητα να επιτρέψει στον εαυτό της μια τέτοια πολιτική γυμνασιοπαίδων (…) Ανεξάρτητα απ’ όλα τα ζητήματα ουσίας, όλη η καμπάνια έγινε τόσο παιδιάστικα, με τόσο αφελείς αυταπάτες για τη δική τους σπουδαιότητα και την κατάσταση των πραγμάτων και των απόψεων μέσα στο κόμμα, ώστε η έκβαση ήταν προκαθορισμένη. Μακάρι να τους γίνει μάθημα. Μερικοί απ’ αυτούς έγραψαν πράγματα που δικαιολογούν πολλές ελπίδες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς κάτι θα μπορούσαν να προσφέρουν, αν ήταν λιγότερο πεισμένοι για την τελειότητα του σημερινού τους σταδίου ανάπτυξης. Μακάρι να καταλάβουν πως η “ακαδημαϊκή του μόρφωση” –που άλλωστε χρειάζεται διεξοδική κριτική αναθεώρηση– δεν αποτελεί γι’ αυτούς τίτλο αξιωματικού με δικαίωμα ανάλογης θέσης μέσα στο κόμμα. Ότι στο δικό μας κόμμα όλοι αναδείχνονται με τη δουλειά στη βάση. (…) Με λίγα λόγια, μακάρι να καταλάβουν πως αυτοί, με την “πανεπιστημιακή” τους μόρφωση τελικά έχουν πολύ περισσότερα να διδαχθούν από τους εργάτες παρά να διδάξουν».1
Αλλά ας αφήσουμε τον Ένγκελς και τους «Νέους» της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας από τα τόσο διδακτικά βάθη της ιστορίας και ας έλθουμε στον σύγχρονο κόσμο της Αριστεράς.
Από την πάλη των τάξεων στην πάλη των γενεών
Οι «5», η Έφη Παρίσι, ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος, η Αγγελίνα Γιαννοπούλου, ο Δημήτρη Τσέκερης και ο Γιάννη Κιουβρέκης, απάντησαν στην κριτική μου για το κείμενο που έγραψαν με ένα νέο άρθρο στο οποίο έβαλαν τον εντελώς απαξιωτικό τίτλο «Ok boomer».2
Οι μπούμερς, αυτοί που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1946 (όπως εγώ) και το 1964, πέρασαν στις ΗΠΑ –από όπου εισήγαμε τον όρο– στη μεγάλη τους πλειοψηφία, μια σχετικά καλή ζωή για πολλές δεκαετίες, αποτέλεσμα της μακριάς και μεγάλης οικονομικής άνθησης της μεταπολεμικής περιόδου. Ισχύει, όμως, το ίδιο και για την Ελλάδα;
Οι συντάκτες του άρθρου δεν έζησαν τις δεκαετίες του 1950, του ‘60, του ‘70, του ‘80 ακόμα και του ‘90. Δεν διάβασαν, όμως, ότι στην Ελλάδα ακόμα και τη δεκαετία του ‘50 γίνονταν εκτελέσεις; Δεν διάβασαν ότι χιλιάδες αγωνιστές σάπιζαν στις φυλακές και τις εξορίες; Δεν διάβασαν ότι χιλιάδες άνθρωποι υποχρεώθηκαν κατά κύματα να μεταναστεύσουν, ως ανειδίκευτοι εργάτες, στα εργοστάσια και τα ορυχεία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης; Δεν διάβασαν για τα βασιλικά και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα; Δεν διάβασαν για τις δολοφονίες αριστερών πολιτικών; Δεν διάβασαν για τα τρομερά χρόνια της χούντας με τα βασανιστήρια και τις εξορίες; Δεν διάβασαν για το Πολυτεχνείο και το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Κύπρo; Δεν διάβασαν για τα χρόνια της μεταπολίτευσης με την πλήρη κυριαρχία των κομμάτων του δικομματισμού, τα οποία δεν άνοιξαν τον φάκελο της Κύπρου, κατασπατάλησαν δισεκατομμύρια στους Ολυμπιακούς, πρωτοστάτησαν σε σκάνδαλα, όπως του Κοσκωτά και του χρηματιστήριου; Δεν έζησαν από κοντά την χρεοκοπία της χώρας που την έστειλε στην αγκαλιά του ΔΝΤ και των μνημονίων;
Πώς μπορούν και αντιπαραθέτουν σε ανθρώπους που έζησαν μέσα στα τρομερά αυτά χρόνια, τους boomers, τις νεότερες γενιές, τους millennials, που και αυτοί πέρασαν και περνάνε μεγάλες δυσκολίες, αντικαθιστώντας την πάλη των τάξεων με την πάλη των γενεών;
Οι «5» στην απάντηση τους στο άρθρο μου δεν φείσθηκαν χαρακτηρισμών. Φαίνεται ότι δεν είμαι μόνον ένας χωρίς όνομα γηραλέος boomer, ο οποίος «κατηγορεί την τεχνολογική πρόοδο, πιστεύει ότι δεν υφίσταται κλιματικά αλλαγή, είναι πολέμιος των μειονοτήτων και χλευάζει τις αντιλήψεις για τον τρόπο ζωής των νέων» (Βικιπαίδεια). Δυστυχώς είμαι και πολλά άλλα. Χρησιμοποιώ «ανοίκειους, αντισυντροφικούς και ανυπόστατους αντιπερισπασμούς». Ακόμα χειρότερα, «κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα» στο κλείσιμο του άρθρου μου κινούμαι «προσβλητικά, κάτι που υποκρύπτει αδυναμία παράθεσης επιχειρημάτων και ανυπαρξία ορθολογισμού».
Θέλω να κλείσω με κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Οι συντάκτες της απάντησης δεν έκαναν την τιμή να αναφέρουν στο άρθρο τους το όνομα μου. Αρχικά αναφέρομαι ως «συγγραφέας». Κάπου στη μέση αποκαλούμαι «ΤΜ» και στο τέλος πάλι «συγγραφέας». Δεν είχε άδικο ο Γκράμσι όταν αναφερόμενος στην «τάση να μειώνουμε τον αντίπαλο» έγραφε ότι «έχουμε πράγματι την τάση να μειώνουμε με μανία τον αντίπαλο, για να μπορούμε να πιστεύουμε ότι θα είμαστε σίγουροι νικητές».3
Υ.Γ.: Είναι αυτονόητο ότι για μένα η συζήτηση τελείωσε εδώ. Δεν πρόκειται, σε καμία περίπτωση, να επανέλθω. Εξάλλου, απ’ ότι φαίνεται, μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο.
Σημειώσεις:
1. Φρ. Ένγκελς: Απάντηση στην σύνταξη της εφημερίδας της Σαξονίας (7 Σεπτέμβρη του 1890), στο βιβλίο Κ. Μαρξ- Φ. Ένγκελς: Για τη νεολαία, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 167-169.
2. Για την αμερικάνικη αυτή έκφραση υπάρχουν πολλά στοιχεία στη…
3. Αντόνιο Γκράμσι: Παρελθόν και μέλλον, εκδόσεις Στοχαστής, σελ 11-13
Τάκης Μαστρογιαννόπουλος