Το κουλούρι της Μυκόνου που έγινε trend τις τελευταίες ημέρες, πέρα από το επιφανειακό του ζητήματος σχετικά με την εφήμερη δημοσιότητα των social media, αναδεικνύει τους λόγους της μείωσης των εσόδων παρά την αύξηση της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης, καθώς και τις βαθύτερες και ευρύτερες παθογένειες του ελληνικού τουριστικού μοντέλου ανάπτυξης.
Τα στατιστικά στοιχεία της τελευταίας έκθεσης από τη Eurobank είναι χαρακτηριστικά, καθώς, όπως φαίνεται, από τα 15 εκατομμύρια το 2010 η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση έφτασε το 2024 τα 40,7 εκατομμύρια ταξιδιώτες, ενώ η αντίστοιχη μείωση στη μέση δαπάνη έπεσε από τα 640,4 ευρώ το 2010 στα 530,6 ευρώ το 2024.
Όμως, δεν είναι η τιμή του κουλουριού, που ήταν στα συνηθισμένα, απαγορευτικά για τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου, επίπεδα της Μυκόνου, ούτε η σκόνη που σηκώθηκε μετά από ένα instagram story μιας τηλεπερσόνας. Αυτά που έχουν σημασία. Εξάλλου, το εν λόγω συμβάν θα μπορούσε να είχε συμβεί σε κάθε αεροδρόμιο της Ελλάδας ή σε οποιοδήποτε επιβατηγό καράβι που ταξιδεύει στα νησιά, καθώς και εκεί οι τιμές είναι σε παράλογα επίπεδα. Είναι η αναζήτηση του εφήμερου τουριστικού κέρδους που διαπνέει διαχρονικά από πάνω μέχρι κάτω την ελληνική κοινωνία και οικονομία, εκείνη που οφείλει να τεθεί στο τραπέζι της συζήτησης, γιατί έχει και θα συνεχίσει να έχει ακόμα μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο τα επόμενα χρόνια. Ήδη, τα πρώτα σημάδια είναι ανησυχητικά.
Αυτό, βέβαια, είναι πρόδηλο από τη συνειδητοποίηση του τί γίνεται με τον εσωτερικό τουρισμό, αφού ένα αντίστοιχο συμβάν με το κουλούρι θα μπορούσε να είχε συμβεί, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μόνο στο 50% περίπου των πολιτών που έχουν την οικονομική δυνατότητα να πάνε φέτος το καλοκαίρι διακοπές. Ειδικά, για τη Μύκονο αυτό το ποσοστό συρρικνώνεται σε μονοψήφια ποσοστά που πλησιάζουν στο μηδέν. Ενώ την ίδια στιγμή η ελληνική αυτή «οικονομική ανημπόρια» για διακοπές εξαπλώνεται χρόνο με το χρόνο και στα υπόλοιπα κυκλαδονήσια. Η πραγματικότητα αυτή όμως φαντάζει κάτι σαν θέσφατο πια. Η μοναδική έγνοια είναι ο εισερχόμενος τουρισμός, γιατί εκείνος αποτελεί την εθνική μας σωτηρία.
Από τη μία παρατηρούμε την ακραία θεοποίηση του τουριστικού τομέα και από την άλλη την ανεξέλεγκτη αρχέγονη λογική της ελληνικής αρπαχτής που ζει και βασιλεύει, καταστρέφοντας τη μοναδικότητα του προϊόντος. Και δεν είναι μόνο τα 5,60 ευρώ ενός κουλουριού από μία πολυεθνική καφετέρια στα «ξεπουλημένα» ελληνικά αεροδρόμια, αλλά είναι η μεγαλύτερη ρεαλιστική εικόνα του τουριστικού προϊόντος που προκαλεί προβληματισμό.
Η νοοτροπία του να βγάζουμε κέρδος εις βάρος του κοινωνικού συνόλου,
με εργαζόμενους και εργαζόμενες στον τουρισμό να δουλεύουν «νόμιμα» 13ωρα
με τον αριθμό από τις πισίνες στα νησιά να ανταγωνίζεται αυτόν των αιγοπροβάτων της Κρήτης εις βάρος του περιβάλλοντος
και με τα ασυντήρητα μνημεία να αφήνονται στη μοίρα του χρόνου εις βάρος της πολιτιστικής ταυτότητας.
Όλα αυτά και άλλα πολλά παραδείγματα διαμορφώνουν ένα μη βιώσιμο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης, γεγονός που απωθεί και τους ίδιους τους τουρίστες από το να ξοδέψουν περισσότερα. Το συστατικό στοιχείο της μείωσης των τουριστικών εσόδων δεν είναι το στερεότυπο των ξένων τουριστών που μοιράζονται μία χωριάτικη, αλλά η νοοτροπία της εκμετάλλευσης των επισκεπτών που πλέον, λόγω ενημέρωσης και internet, δεν γίνεται να κρυφτεί.
Τα καμπανάκια, ήδη, χτυπάνε. Πολλά νησιά-ναυαρχίδες του τουρισμού βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή. Το μοντέλο της τουριστικής ανάπτυξης χρήζει ρηξικέλευθων αλλαγών με τη συζήτηση για λύσεις και προτάσεις να έχει ανοίξει εδώ και καιρό. Και πάνω σε αυτόν το διάλογο προσπαθεί να συμβάλει βιώσιμα και συμπεριληπτικά ο νέος συλλογικός τόμος ο οποίος εκδόθηκε την προηγούμενη εβδομάδα από το Ινστιτούτο ΕΝΑ Ο τουρισμός στην Ελλάδα: μετασχηματισμοί, αντιστάσεις & προοπτικές, σε επιμέλεια της Αγγελικής Μητροπούλου.
Από τα κουλούρια της Μυκόνου μέχρι τα μειωμένα «κουλούρια» στα έσοδα από την τουριστική κίνηση πολλές εξηγήσεις, ερμηνείες και πολιτικές μπορούν να διατυπωθούν αρκεί να γίνει νωρίς η αναγκαία συνειδητοποίηση του τέλματος του μοντέλου της τουριστικής ανάπτυξης.