Ο Μίκης πέθανε. Ακούγεται παράταιρη αυτή η λέξη πλάι στο όνομα του Θεοδωράκη. Φτιαγμένος από τη στόφα των ηρώων, ενταγμένος στο φαντασιακό ενός λαού και μιας οικουμένης ολόκληρης ως υπερήρωας, δεν μπορεί, σκέφτεσαι, να ακολουθεί τους νόμους της ανθρώπινης διαδρομής.
Πότε πεθαίνει άραγε ένας κορυφαίος της εποχής και της τέχνης του; Και πώς να εκφέρει κάποιος λέξεις μικρές και μεγάλες για τον Μίκη, τον άνθρωπο που δημιούργησε ένα μικρό και μέγα σύμπαν και χώρεσε μέσα του τους ανθρώπους, τις νότες, τις μάχες όλου του κόσμου;
Με τη μουσική και τους αγώνες του κατόρθωσε κάτι που φαντάζει ακατόρθωτο. Να εμπνεύσει, να εμψυχώσει, να συνεγείρει, να παρηγορήσει, να κανακέψει, να νανουρίσει μυριάδες ανθρώπους όπου Γης. Θρηνεί από χθες μπροστά στο άψυχο σώμα του όλος ο πλανήτης. Και υποκλίνεται στο μεγαλείο του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ο δικός τους, ο δικός μας, ο Μίκης όλων μας, και με τον θάνατό του κατόρθωσε το ακατόρθωτο για μια ακόμα φορά. Σ’ αυτή την παράταιρη και βάρβαρη εποχή, στις μέρες των διχασμών και των αποτρόπαιων συνθηκών, ενώνει εκατομμύρια φωνές μέσα στο σύμπαν της μουσικής του, μέσα σε έναν λυγμό και σε ένα δάκρυ. Κι άλλα τόσα εκατομμύρια υψωμένες γροθιές του αριστερού χεριού, ως μια υπόσχεση για τους αγώνες που μένει να δοθούν και ως υπόμνηση για εκείνους που δεν έχουν χαθεί.
Έψαχνε τον ήχο της χώρας
Αυτός ο πανύψηλος άντρας, βγαλμένος, λες, από τους βράχους του Ψηλορείτη, άπλωσε τις φτερούγες του πάνω από τον ήλιο και τον χρόνο και φύτευε μια όμορφη πόλη στην περπατησιά του, γι’ αυτό αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε από το Αφγανιστάν μέχρι τη Χιλή και από τη Νότια Αφρική μέχρι τη σκανδιναβική χερσόνησο.
Από τη μουσική και τα τραγούδια του, από την ψιλόλιγνη φιγούρα με τα σγουρά μαύρα μαλλιά του, από τα ανοιγμένα χέρια που διευθύνει στιβαρά και οδηγεί νότες και ποιήματα, ακόμα – ακόμα απ’ τη φωνή του όταν τραγουδάει, το ακροατήριό του έχει κρατήσει στην καρδιά του ένα μεγάλο κομμάτι του Μίκη. Η ζωή μας όλη ακούς από χθες το πρωί σαν ψίθυρος να απλώνεται από τους Έλληνες στους δρόμους, στο Διαδίκτυο, στα μέσα ενημέρωσης.
Κι αυτό φανερώνει το μέγεθος της διαδραστικότητας του Μίκη, αλλά και την ένταση με την οποία ο ίδιος συνομίλησε με την εποχή του, με τους ανθρώπους της, με την Ιστορία και με όλα τα αισθητικά πεδία της τέχνης του. Ίσως επειδή “έψαχνε σε όλη του τη ζωή με πάθος και εμμονή να βρει τον ήχο αυτής της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα”, όπως είχε γράψει ο αξέχαστος Θάνος Μικρούτσικος.
Τάισε την Ιστορία
Με τη στόφα του υπερήρωα, με τη σχέση του με την Αριστερά, με τον συνδυασμό του λόγιου και λαϊκού συνθέτη, ακόμα και με τις αντιφάσεις του, ο Μίκης Θεοδωράκης ρίχτηκε με πάθος στα επίδικα της εποχής του. Όταν η Ιστορία τού χτύπησε την πόρτα, δεν γύρισε την πλάτη. Κάθισε μαζί της στο τραπέζι και την τάισε. Την τροφοδότησε με καλλιτεχνικό, πολιτικό, κοινωνικό έργο.
Με το έργο του μίλησε για τα μεγάλα ζητήματα του ανθρώπου και των κοινωνιών, για τον έρωτα, για την πατρίδα, για τη φτώχεια. Κυρίως ένωσε την ανάσα του με την ανάσα των Ελλήνων κι εκείνος, ένας λόγιος συνθέτης, μπόρεσε να κάνει τη φτώχεια πολιτισμό, μα πάνω απ’ όλα να κάνει έναν ολόκληρο λαό να τραγουδάει τους μεγάλους ποιητές του.
Μπορεί ελάχιστοι εκείνες τις ταραγμένες προδικτατορικές δεκαετίες να μην είχαν διαβάσει Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη, Αναγνωστάκη, Βάρναλη, Σικελιανό, Παλαμά, όλοι όμως τους τραγούδησαν.
Μέσω της τέχνης του ο Μίκης άλωσε τα πολιτικά κάστρα και διείσδυσε σε όλη τη γκάμα ιδεολογικών, ταξικών, κοινωνικών και πολιτικών διαστρωματώσεων. Σε μια εποχή που η Αριστερά ήταν απαγορευμένη στη δημόσια σφαίρα, ο Μίκης διέρρηξε τις διαχωριστικές γραμμές που είχε θέσει η Δεξιά και τις διέρρηξε από τα κάτω και, απέναντι στα “θλιβερά τραγούδια τους”, έσπειρε τον λωτό “να γεννηθούμε στον χυμό του εμείς πιο νέοι”. Η εμβέλειά του ξεπέρασε την Αριστερά, ακόμα – ακόμα και τις πιο αντιφατικές πτυχές του εαυτού του.
Βουλευτής της ΕΔΑ και του ΚΚΕ, ιδρυτής της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, με την επιβολή της δικτατορίας πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Πατριωτικού Αγωνιστικού Μετώπου, συνελήφθη, βασανίστηκε, εξορίστηκε, τελικά φυγαδεύτηκε στο Παρίσι και εξέφρασε εμβληματικά τον αντιδικτατορικό αγώνα συσπειρώνοντας ουσιαστικά όλο τον πλανήτη εναντίον της χούντας. Όργωσε Ευρώπη, Αμερική, Λατινική Αμερική, Ασία δίνοντας συναυλίες. Και μετά την πτώση των Απριλιανών έδωσε τον μεταπολιτευτικό τόνο στα γήπεδα και τα ανοιχτά θέατρα τραγουδώντας τους ποιητές.
Κομμουνιστής
Αλλά και στην έναρξη της μεγάλης κρίσης του 2010, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο στάθηκε απέναντι στα ΜΑΤ που ράντιζαν χημικά. Αυτή η γενιά, που είχε γνωρίσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε οραματιστεί το μεταπολεμικό κοινωνικό πρόσωπο της Ευρώπης, έβλεπε μπροστά της να γκρεμίζεται η εποχή των ονείρων και αντιστεκόταν. Πολλοί διαφώνησαν, πολλοί θύμωσαν μαζί του με τη στάση και τη θέση του απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών. Όμως ο Μίκης ήταν και οι αντιφάσεις του και οι απρόβλεπτες πολιτικές τοποθετήσεις του.
“Θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής” γιατί “τώρα, στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα ‘Μεγάλα Μεγέθη’. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ”.
Η επιστολή που έστειλε στον γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, λίγο πριν το τέλος της ζωής του, ήρθε να θυμίσει την πηγή από την οποία άντλησε και σφράγισε τον αιώνα του.
Πόλυ Κρημνιώτη
Πηγή: Η Αυγή