Σε συνέντευξή[1] της, η νομπελίστρια συγγραφέας ανέφερε πως, έχοντας διαβάσει πέντε ή έξι φορές το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, της έκανε εντύπωση ο αποκλεισμός της από το μυθιστόρημα ως αναγνώστριας, και ως ανθρώπου, λόγω των ερωτήσεων που έκανε και των απαντήσεων που έδινε. Συνειδητοποίησε πως όταν στάθηκε μπροστά στα ράφια του πατέρα της ως κορίτσι –στο σπίτι ήταν ο πατέρας της εκείνος που ασχολιόταν με τα βιβλία– η μεγάλη πλειονότητα των κλασικών μυθιστορημάτων που μπορούσε να δει ασχολούνταν μόνο με θέματα μεταξύ αντρών. Αυτή η εμπειρία, κατά τη γνώμη της, είναι αρκετά διαδεδομένη: τα κορίτσια πρέπει να αντιμετωπίσουν τη δική τους απουσία στη λογοτεχνία. Υποθέτει, όπως λέει, ότι έγραψε το Εμπούσιον λίγο από θυμό και μίσος.
Η Τοκάρτσουκ δεν γράφει το Εμπούσιον ως τη γυναικεία φεμινιστική εκδοχή του Μαγικού βουνού, ούτε αποτίει φόρο τιμής στον Τόμας Μαν με αυτή της την επιλογή. Το Εμπούσιον είναι αυτό που λείπει και υπάρχει στη σκιά, αυτό που δεν φαίνεται, η διαλεκτική των γυναικών που επιτίθεται στις εδραιωμένες απόψεις της πατριαρχίας.
Με μια ανάλογη του Μαγικού βουνού συνθήκη, μέσω της απουσίας των γυναικών επισημαίνει εκκωφαντικά τον αποκλεισμό τους από την πνευματική ζωή και τον περιορισμό τους στον ρόλο της συζύγου και μητέρας.
Ενδεικτική αυτής της απουσίας είναι η κατανομή ανδρικού και γυναικείου φύλου στον Δυτικό κανόνα του Χάρολντ Μπλουμ. Από τους είκοσι έξι συγγραφείς που έχει εντάξει στον Δυτικό κανόνα του μόνο τέσσερις είναι γυναίκες (Τζέιν Όστεν, Έμιλι Ντίκινσον, Τζορτζ Ελιοτ, Βιρτζίνια Γουλφ).
Όπως αναφέρει στην εισαγωγή της η Τοκάρτσουκ, το Εμπούσιον είναι μια λέξη επινοημένη, προερχόμενη από τη σύνθεση δύο λέξεων του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, την Έμπουσα και το Συμπόσιον.
Οι συζητήσεις των ανδρών στο Μαγικό βουνό προσομοιάζουν με εκείνες του πλατωνικού Συμποσίου, ενώ η τρομακτική χθόνια Έμπουσα συμβολίζει το δαιμονοποιημένο γυναικείο φύλο.
Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, αυτή τη συνθήκη των φιλοσοφικών συζητήσεων του Μαγικού βουνού, η Τοκάρτσουκ διαμορφώνει τις αντίστοιχες συζητήσεις των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματός της, σταχυολογώντας παραφράσεις κειμένων συγγραφέων όπως: Άγιος Αυγουστίνος, Δαρβίνος, Τζόζεφ Κόνραντ, Ζίγκμουντ Φρόιντ, Τζακ Κέρουακ, Άρτουρ Σοπενχάουερ, Φρίντριχ Νίτσε, κ.ά. που αναφέρονται στο σημείωμα της συγγραφέως.
Το υπερβατικό εισχωρεί στο πραγματικό
Στο Εμπούσιον η αυλαία ανοίγει το 1913 στο Γκέρμπερσντορφ, στην περιοχή της Σιλεσίας. Στο σανατόριο και στα πανδοχεία που εξυπηρετούν τους ασθενείς με φυματίωση διαμένουν και οι ήρωες της Τοκάρτσουκ. Κεντρικό πρόσωπο ο νεαρός Μιετσίσλαβ Βόινιτς, ένας Πολωνός φοιτητής που εγκατέλειψε τις σπουδές του εξαιτίας της φθίνουσας υγείας του.
Λάτρης του τρόμου και του μαγικού ρεαλισμού, η Τοκάρτσουκ, εισάγει το μεταφυσικό στοιχείο από τις πρώτες κιόλας σελίδες, κατασκευάζοντας έναν κόσμο όπου το υπερβατικό εισχωρεί στο πραγματικό με έναν αδιόρατο κίνδυνο να ελλοχεύει: «τα πιο ενδιαφέροντα παραμένουν πάντα στη σκιά, σε ό,τι δεν φαίνεται» (σελ. 51).
Έχουμε, λοιπόν, μια ομάδα ανθρώπων, ετερόκλητων χαρακτήρων, που τους συνδέει η κοινή ασθένεια, η ρουτίνα ενός καθιερωμένου προγράμματος θεραπειών, γευμάτων, περιπάτων. Την κανονικότητα και τη σταθερότητα της καθημερινότητάς τους διαταράσσει ο απροσδόκητος θάνατος.
Η αφήγηση ξεκινά με την αυτοκτονία μιας γυναίκας, της κυρίας Όπιτς, συζύγου του ιδιοκτήτη της Πανσιόν για κυρίους, όπου και διέμεναν τα πρόσωπα του μυθιστορήματος.
Η ατμόσφαιρα τρόμου καλλιεργείται με αναφορές σε ήχους από τη στέγη, την αίσθηση ότι κάτι αόρατο υπάρχει, και ενισχύεται με την αποκάλυψη πως κάθε Νοέμβριο στο δάσος βρίσκεται το διαμελισμένο σώμα ενός άνδρα. Την ευθύνη επιρρίπτουν στις γυναίκες της περιοχής που, έχοντας εγκαταλείψει τις εστίες τους, ζουν ως όντα απόκοσμα, μάγισσες που τρομάζουν και δολοφονούν τον ανδρικό πληθυσμό. Περιγραφές παγανιστικών γιορτών, που θυμίζουν τη Βαλπουργιανή Νύχτα, με μάγισσες να συγκεντρώνονται και να ασκούν τις ιεροτελεστίες τους, ανασύρουν αισθήματα φόβου, επισημαίνοντας τον κίνδυνο που ενδεχομένως διατρέχουν οι εκπρόσωποι του αντρικού φύλου.
Βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις
Οι απόψεις λογοτεχνών, επιστημόνων, φιλοσόφων, που παρατίθενται και εκφράζουν τον σεξισμό και τον μισογυνισμό, σε βάθος χρόνου, είναι αυτές οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις περί κατωτερότητας του γυναικείου φύλου τις οποίες και παρουσιάζει η συγγραφέας διά στόματος των συνδαιτημόνων της Πανσιόν για κυρίους. Με αυτό τον τρόπο αποτυπώνει κυρίως την ευρωπαϊκή σκέψη στις αρχές του 20ού αιώνα.
Οι όποιες συζητήσεις φιλοσοφικού περιεχομένου λαμβάνουν χώρα έχουν σκοπό να σκιαγραφήσουν την τάξη ενός κόσμου από όπου οι γυναίκες οφείλουν να παραμένουν αποκλεισμένες καθώς η ένταξή τους σε αυτόν θα έφερνε αποσταθεροποίηση. Στο Μαγικό βουνό οι αντίστοιχες συζητήσεις γίνονταν υπέρ του φιλοσοφικού διακυβεύματος, ενώ στο Εμπούσιον χρησιμοποιούνται για να τονιστεί η πατριαρχική αντίληψη περί κατωτερότητας του γυναικείου φύλου, η απουσία της γυναικείας σκέψης, η οπτική των ανδρών και η κατασκευή ενός κοινωνικού οικοδομήματος βάσει των ανδρικών θεωρήσεων και αναγκών. Το απόσταγμα των περί γυναικών διαλόγων συμπυκνώνεται στην ανάγκη διαμόρφωσης της ατομικής, κοινωνικής και πνευματικής ταυτότητας της γυναίκας από τους άνδρες, το κράτος και την Εκκλησία αντίστοιχα.
Η κοινωνική δομή της πατριαρχίας καταπιέζει και τους ίδιους τους άνδρες ώστε να ακολουθούν και να υποτάσσονται στις νόρμες, τα στερεότυπα και τις προσδοκίες που έχουν επιβληθεί από το κυρίαρχο άρρεν.
Η Τοκάρτσουκ δεν παραλείπει να συμπεριλάβει στη μυθιστορία της την αντιμετώπιση των ομοφυλόφιλων και των ανθρώπων που το φύλο τους δεν ανήκει στον δυαδικό διαχωρισμό είτε βιολογικά είτε κοινωνικά. Εμφανές, σε πολλά σημεία, είναι το αίσθημα της ομοφοβίας, συνοδευόμενης από συναφείς προκαταλήψεις και συμπεριφορές. Γίνεται λόγος για κακοποίηση και γυναικοκτονίες, θέματα αδιάφορα καθώς αφορούν όντα απανθρωποιημένα όπως οι γυναίκες, οι Εβραίοι, οι μαύροι.
Επιπλέον παράμετροι
Μια επιπλέον παράμετρος που εξετάζει η συγγραφέας είναι η γλώσσα, όπως αυτή εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις προϋποθέσεις εξυπηρέτησης των πατριαρχικών αντιλήψεων και της ανδρικής εξουσίας.
Σε αυτόν τον ζοφερό, για κάθε ύπαρξη πλην του κυρίαρχου αρσενικού, κόσμο, όπου το κακό εδράζεται στη γυναικεία φύση ή κάθε θηλυκότητα, η άποψη του δόκτωρ Σέμπερβαϊς έρχεται ως αισιόδοξο απαύγασμα: «η επιβεβλημένη θεώρηση του κόσμου είναι πολύ συμβατική… Κάποιος σαν εσάς θα προκαλέσει απροθυμία και μίσος, γιατί θα υπενθυμίσει πως η εικόνα ενός ασπρόμαυρου κόσμου είναι απατηλή και καταστροφική» (σελ. 311).
Η αλληλεπίδραση ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος είναι ένα θέμα που απασχολεί τη συγγραφέα όχι μόνο ως προς το οικολογικό αντίκτυπο της ανθρώπινης παρέμβασης σε αυτό, μα και ως προς την επίδραση του κλίματος και του τοπίου στη σωματική και ψυχική υγεία, δίνοντας και μεταφυσική διάσταση στη σχέση αυτή.
Η μνεία στο εμβληματικό «Flatland» του Έντουιν Άμποτ Άμποτ αποτελεί τον κορμό επεξήγησης της αντίληψης του κόσμου βάσει των περιορισμένων εγγενών ικανοτήτων.
Η Τοκάρτσουκ επιτυγχάνει να αποκαλυφθεί η γυναικεία αορατότητα, αποδομώντας το πατριαρχικό αφήγημα που για αιώνες κληροδοτείται και παραμένει ενεργό έως σήμερα. Επικεντρώνεται στις παραμέτρους που συνδράμουν στην πρόσληψη του περιβάλλοντος κόσμου, τον ενστερνισμό απόψεων, τη ρευστότητα της ύπαρξης απορρίπτοντας, ή έστω διερευνώντας, αυθαίρετα θεσμοθετημένα όρια.
Σημείωση:
The Guardian, 5/10/2024
Αγγελική Σπηλιοπούλου