«Woke», δηλαδή «αφύπνιση». «Ξύπνησα». Αντιλαμβάνομαι και άρα δρω. Ξεκίνησε με όρους αναγκαιότητας ουσιαστικής, δηλαδή να παραμείνουμε εν ζωή, να μη μας κακοποιούν, να μη μας φτωχοποιούν. Αλλά κάπου εξοστρακίστηκε προς την θρέψη του συντηρητισμού. Φυσικά, αυτή δεν είναι παρά μια γνώμη, μα ας την αναπτύξω.
Σε επίπεδο δεκαετίας, αν το πιάσουμε, οι πρώτες ήταν οι γυναίκες στην Ινδία, οι οποίες εξεγέρθηκαν μετά από μπαράζ ομαδικών βιασμών και γυναικοκτονιών. Τη σκυτάλη πήραν οι γυναίκες στις ΗΠΑ, που βγήκαν στους δρόμους ενάντια στον Τραμπ και μετά ήρθε το #metoo. Ευτυχώς ήρθε το #metoo. Καταφέραμε να ακουγόμαστε. Αναγκάστηκε να μπει στη συζήτηση και το ζήτημα της νομοθετικής αλλαγής.
Τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε, αν και πιθανότατα δεν τα ερμηνεύουμε με τον ίδιο τρόπο. Πάντως, η πατριαρχία αντεπιτέθηκε: με την αύξηση των γυναικοκτονιών και της γενικότερης έμφυλης βίας -πριν τρία χρόνια ο ΠΟΥ μίλησε για «επιδημία»- και με το νομικό κομμάτι της καταπίεσης: η απαγόρευση των αμβλώσεων στις πολιτείες των ΗΠΑ, στην Μάλτα και στην Πολωνία -υπό όρους-, το τεράστιο κίνημα στην Ιταλία, η συντηρητική υπόλοιπη Ευρώπη και στα καθ’ ημάς, το διαβόητο νομοσχέδιο Τσιάρα.
Αυτοπροσδιορισμός και αυτοπραγμάτωση
Το πρόβλημα είναι πως το κίνημα δεν έχει μία ταχύτητα. Ή μάλλον, ποτέ δεν είχε μία ταχύτητα, γιατί στο κομμάτι των δικαιωμάτων υπάρχει κυρίαρχα το ταξικό στοιχείο: οι αστές φεμινίστριες και οι ριζοσπαστικές φεμινίστριες δεν έχουν καθόλου τα ίδια προτάγματα. Κι επίσης, υπάρχει πάντα το «δικαιωματικό» που είναι πιο εύπεπτο. Είμαστε πολύ πιο έτοιμες κι έτοιμοι να επιτεθούμε σε μια δημόσια τοποθέτηση που αντιλαμβανόμαστε ως σεξιστική ή ομοφοβική, παρά σε μία ρατσιστική ή μισαναπηρική. Κυρίως όχι σε μία μισαναπηρική -αυτό δεν είναι καν ένα πεδίο που γνωρίζουμε, στην πραγματικότητα.
Και το θέμα σε όλο αυτό δεν είναι η πολιτική ορθότητα. Η πολιτική ορθότητα καταπιέζει (sic) τους καταπιεστές. Τι εννοώ: αυτή η γκρίνια πως δεν μπορούν πια να μιλήσουν ελεύθερα, να κάνουν χιούμορ ή να ασκήσουν κριτική (!) είναι σαν το μελάνι της σουπιάς. Μερικές φορές είσαι απλώς μισογύνης. Ρατσιστής. Σεξιστής. Μισανάπηρος. Και ανόητος. Είναι απλό.
Το πρόβλημα εντοπίζεται όταν περισσότερο θα διαμορφωθεί η woke πολιτική κουλτούρα από την ρευστότητα της πολιτικής συζήτησης που γίνεται στα κοινωνικά δίκτυα, παρά από όταν μιλάνε οι κοινότητες: γυναίκες, ΛΟΑΤΚΙ άτομα, πρόσφυγες, ανάπηρα άτομα κοκ. Πώς να το πω, πιο πολύ θα θορυβηθούμε να μας πει σεξιστές ο χρήστης 132334, παρά αν αντιδράσει μια φεμινιστική οργάνωση.
Γιατί πρέπει να υπάρχουμε στον κόσμο των κοινωνικών δικτύων με όρους απόλυτης αποδοχής. Πράγμα το οποίο γίνεται τραγελαφικό. Πότε; Όταν δεν ξέρουμε πότε πραγματικά δέχεται επίθεση ένα άτομο ή μια κοινωνική ομάδα.
Αν κριθεί ένας γκέι πολιτικός ως κακός πολιτικός, αυτό δεν είναι ομοφοβία. Αν κριθεί ως γκέι, αυτό είναι ομοφοβία. Αν μια γυναίκα πολιτικός δεν είναι καλή πολιτικός, αυτό είναι κριτική. Αλλά αν είναι «τσόκαρο» και πρέπει «να ασχοληθεί με το παιδί της», φυσικά και είναι σεξισμός.
Και η γλώσσα; Η ρευστότητα της γλώσσας που στον καθημερινό λόγο σημαίνει κάτι άλλο από ότι στην κυριολεξία; Αυτή, φεύ! Κι αν είναι μεγάλη συζήτηση. Ας πούμε σχηματικά πως το να λέμε ένα άτομο «αυτιστικό», είναι και μισαναπηρικό και στιγματιστικό, αλλά γιατί; Γιατί διαιωνίζει ένα τεράστιο, ανυπέρβλητο μέχρι στιγμής κοινωνικό στίγμα. Όπως κι όταν ρωτάς τι φορούσε ένα θύμα κακοποίησης, είναι η ίδια νοοτροπία. Αν, από την άλλη, πεις ένα άτομο «γελοίο» και αναφέρεσαι στις θέσεις του, εκεί πια δεν υπάρχει παραβίαση.
Στην αοριστία
Η παραβίαση, λοιπόν. Και καθώς μου τελειώνει το όριο των λέξεων, ας γράψω τηλεγραφικά: όσο ξεχειλώνουμε τις έννοιες που χαρακτηρίζουν τα αληθινά προβλήματα, τόσο τρέφεται ο συντηρητισμός. Γιατί η ομοφοβία, ο σεξισμός, η κακοποίηση και ο βιασμός είναι συγκεκριμένο πράγμα -με εκφάνσεις, αλλά εκφάνσεις ορισμένες, όχι γενικόλογες.
Όταν παίρνουμε συγκεκριμένες έννοιες, προερχόμενες από διεκδικήσεις σοβαρές και τις τοποθετούμε επί παντός του επιστητού, μη καταλαβαίνοντας τι ακριβώς σημαίνουν, τα πραγματικά θύματα χάνονται στην αοριστία των ασαφών καταγγελιών. Και εκεί ακριβώς, ο συντηρητισμός θα αντεπιτεθεί: γιατί θα είμαστε ξανά «τρελές» ή «τρελοί», «υπερβολικοί» και «ψεύτες». Το μεγαλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε στους συντηρητικούς, είναι να τους δώσουμε το άλλοθι να μην θέλουν να μας ακούσουν. Γιατί λειτουργούμε ως θιγμένες ατομικότητες κι όχι ως χώρος μαζικών διεκδικήσεων. Γιατί λειτουργούμε ως περσόνες στα κοινωνικά δίκτυα.
Αλλά αυτή είναι απλώς μια άποψη.
Όλγα Στέφου