Νιώθω μια βαθιά απέχθεια για τη βεβιασμένη συγκίνηση· τις παρατραβηγμένες εικόνες, τις γλαφυρές περιγραφές, τον εξαναγκασμό στα συναισθήματα. Σαν να πρέπει να νιώσεις στεναχώρια και μετά, αν δεν τα καταφέρνεις, έχεις ενοχές. Και μετά, επειδή έχεις ενοχές, προσποιείσαι. Αυτό το κείμενο, λοιπόν, δε θα ξεφύγει στιγμή από τον ρεαλισμό, δε θα μεγαλοποιήσει τίποτε. Θα παραθέσει, απλώς, γεγονότα. «Απλώς», όσο απλό είναι να ακούς ανθρώπινα όντα να πεθαίνουν.
Ένα γενικό μούδιασμα, αποτέλεσμα απανωτών συμφορών, σαν να μας εμπόδισε κάπως να μεταβολίσουμε το μέγεθος της δυστυχίας που άφησε πίσω της η δολοφονία στα Τέμπη. Το αρχικό μούδιασμα είναι, συνήθως, δεδομένο. Δυσκολεύεται ο άνθρωπος να αντιληφθεί τις τραγωδίες. Είναι ένα πράγμα η είδηση κι ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα η διαπίστωση. Όταν μάθαμε για το έγκλημα στα Τέμπη και τους νεκρούς ανθρώπους, είχαμε μεν το αίσθημα του δέους απέναντι στον θάνατο –ειδικά όταν πρόκειται για δολοφονία– αλλά, κυρίως, δεν είχαμε αισθήσεις πάνω στο αίσθημα αυτό.
Αν έχει κάποια σημασία, την εβδομάδα εκείνη βουβάθηκαν οι πόλεις. Δεν είχαμε όρεξη να βγούμε, θα το θυμάστε κι εσείς αυτό. Αντανακλαστικά κάπως δε θελήσαμε να μπούμε στη διαδικασία να συζητήσουμε από κοντά τις παραμέτρους της τραγωδίας. Τη φύση του εγκλήματος σίγουρα, αλλά και το αποτέλεσμα. Γιατί στο τρένο εκείνο υπήρχαν μέσα άνθρωποι και μάλιστα νέοι.
Μετά ξεκίνησε μια περίοδος άλλων απελπισιών. Η φτωχοποίηση ήταν η μεγαλύτερη κι έπειτα, για κάποιους και κάποιες, ο πόλεμος. Τα Τέμπη παρέμειναν κάπου υποσυνείδητα, σαν ανενεργή βλάβη ίσως, σαν παραχωμένο πίσω από δεκάδες καθημερινές ταχύτητες πένθος. Παρέμειναν στο θυμικό της κοινωνίας, αυτό είναι δεδομένο.
Το πένθος είναι περίεργο πράγμα. Η σχέση μας με το θάνατο είναι πολύπλοκη. Άλλο πράγμα η είδηση, άλλο η διαπίστωση. Όταν χάνεις άνθρωπο που αγαπάς –ή και που δεν αγαπάς– αντιλαμβάνεσαι την απώλεια, το τελεσίδικο της απώλειας, την Άτροπο όταν συνεχίζει η ζωή σου να συμβαίνει, αλλά χωρίς αυτούς.
Εμείς, όμως, σε ό,τι αφορά στα Τέμπη, δε χάσαμε δικούς μας ανθρώπους. Δε χάσαμε κανέναν, ουσιαστικά. Δεν ήταν προσωπική η απώλεια, δεν υπήρχε πένθος. Υπήρχε σοκ, θλίψη, οργή αλλά δεν υπήρχε πένθος.
Μέχρι που ήρθε η ώρα να αλλάξει αυτό. Όταν δημοσιεύτηκε το ηχητικό, εκεί που ακούσαμε μια πολύ νεανική φωνή να λέει ότι δεν έχει οξυγόνο, τότε πιστεύω πως καταλάβαμε τι αληθινά συνέβη. Ξανά, είναι άλλο πράγμα η είδηση και άλλο η διαπίστωση. Είναι ένα πράγμα να ξέρει πως άνθρωποι δολοφονήθηκαν και ένα άλλο να ακούς πώς.
«Δεν έχω οξυγόνο». Από την πρώτη φορά που θα μείνεις κάτω από το νερό για λίγο παραπάνω, ώστε να δεις πόσο αντέχεις χωρίς ανάσα, μέχρι –αν τύχει– κάποια στιγμή που η πρώιμη εμπειρία θα μεταφραστεί σε νύχτα γεμάτη εφιάλτες, ώσπου να ξυπνήσεις, μέχρι –αν τύχει– κάποια φορά που ίσως χρειαστείς βοήθεια για να αναπνεύσεις και πες το δακρυγόνα, πες το αλεργία, πες το ατυχήματα άλλα, η ανάσα είναι μια στιγμή τεράστιας ανακούφισης. Όλοι οι οργανισμοί αυτού του κόσμου ξέρουμε πολύ καλά πώς είναι να τη χάνεις. Δεν ξέρουμε, βέβαια, πώς είναι να πεθαίνεις από την έλλειψή της, αλλά γνωρίζουμε την αγωνία και το άγχος και τον πανικό.
Το ξέρεις κι εσύ. Το πρώτο πράγμα που σε έκανε έμβιο ον, ήταν η στιγμή που βγήκες από τη μήτρα και πήρες την πρώτη ανάσα. Αρχίζω να σκέφτομαι ότι το κλάμα του μωρού είναι κλάμα ανακούφισης, τελικά. Ότι ανασαίνω και άρα υπάρχω. Άρα όλα είναι καλά.
«Δεν έχω οξυγόνο» μπορεί και να είναι η πρώτη μας τρομακτική εμπειρία, αλλά ας αφήσουμε τις εικασίες. Παρά τη γοητεία τους, δεν εξυπηρετούν πραγματικά σε κάτι. Το θέμα είναι η διαπίστωση του κοινού βιώματος: όλοι οι άνθρωποι ξέρουμε πώς είναι να μην έχεις ανάσα. Όλα τα έμβια όντα το ξέρουν. Γι’ αυτό μας τρομάζει ο καπνός της πυρκαγιάς, γι’ αυτό ξέρουμε να αποφεύγουμε να μείνουμε για πάντα κάτω από το νερό, αν δεν έχουμε βράγχια. Ή για πάντα στη στεριά, αν έχουμε. Όλη μας η ύπαρξη καθορίζεται από τους πνεύμονές μας.
Είμαστε εγωκεντρικά πλάσματα. Δεν είναι παράλογο, η επιβίωση μπορεί να είναι εγωκεντρική υπόθεση καμιά φορά. Πάντως, πλάσματα εγωκεντρικά είμαστε. Χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί το αντανακλαστικό το προσωπικού βιώματος, για να κατανοήσουμε ακριβώς τι συνέβη στα Τέμπη. Το ότι πέθαναν αυτά τα παιδιά από ασφυξία, αυτό ήταν ο φόβος που ενεργοποίησε το θυμικό, που καταλάβαμε τώρα την είδηση, που αντιληφθήκαμε το μέγεθος της φρίκης.
Και τώρα πενθούμε. Τώρα είμαστε στη στιγμή που πενθούμε. Τώρα πια καταλαβαίνουμε ακριβώς τι συνέβη και, όπως επίσης συνηθίζεται στις περιπτώσεις της διαπίστωσης του πένθους, οι ζωντανοί βρίσκονται στο πλευρό των νεκρών. Εξάλλου, μας χωρίζει μόνο μια ανάσα.
Όλγα Στέφου