Macro

Όλγα Στέφου: Για την Αριστερά του παρελθόντος

Ούτε που κατάλαβα ποτέ γιατί πέρασαν τόσο πλούσια τα χρόνια. Τη μια μέρα γεμίζαμε τους δρόμους, την επόμενη μάς βρήκανε άλλες εποχές. Με άλλες απορίες: Τώρα η ερώτηση δεν είναι πόσο θα αντέξουμε μέχρι να ξαναμπούμε στο σπίτι -δεκα, είκοσι, σαράντα μέρες; Τώρα η ερώτηση αρχίζει από το μηδέν: Τι είναι και τι θέλει να είναι μια Αριστερά του μέλλοντος.

Οργανώθηκα το 2006 ή το 2007. Το 2006 σε ένα τσιπουράδικο και το 2007 κανονικά στα γραφεία. Το τυπικό από το κανονικό άργησε, γιατί είχαμε εξέγερση, φοιτητική, μαθητική, πανεκπαιδευτική. Δεν υπήρχε ο τυπικός χρόνος, ούτε κι είχε σημασία. Καμιά φορά λέω, τι ωραίες που ήταν εκείνες εποχές, που οι μικρές μας πλάτες σήκωσαν τόσο μεγάλο βάρος.

Από το 2006 κι ως το 2015, έχω την αίσθηση πως μόνο περπατούσαμε, μόνο τρέχαμε, μόνο μας έδερναν και μόνο κερδίζαμε. Από όταν ρίξαμε το νόμο Γιαννάκου, δηλαδή. Μετά ρίξαμε και τρείς κυβερνήσεις. Αλήθεια είναι, περάσαμε τα πρώτα μας νιάτα στους δρόμους κι ήταν, μα την ψυχή μου, τόσο όμορφα!

 

Ο δρόμος

Μου έχουν λείψει οι δρόμοι, όχι επειδή έχω ακόμα ανάγκη να ζήσω γοητεία της παντοδυναμίας που έχει ένας άνθρωπος πριν νιώσει τις πρώτες του ήττες. Εξάλλου, η ζωή παρεμβαίνει με άγριους τρόπους για να σου επισημάνει τη ματαιότητα του σώματος: Ξέρω πια ότι δεν ήταν τα σώματά μας που φούσκωναν τα πεζοδρόμια αυτό που μας έφτιαξε να διεκδικούμε νίκες. Ήταν κάτι άλλο, ήταν ότι εμείς μπορούσαμε κι αντέχαμε να τρώμε ξύλο για όλους εκείνους που χρειάζονταν φωνή δική τους, αλλά δεν ήξεραν πώς να τη διεκδικήσουν. Έτσι λειτουργούν τα κινήματα. Πρώτα τα παιδιά, μετά οι υπόλοιποι. Όχι μόνο οι διανοούμενοι καθοδηγητές μας. Οι “αληθινοί άνθρωποι” εκεί έξω.

Κάποια πράγματα δεν τα ξέρεις ή δεν τα υπολογίζεις μέχρι να βρεθείς στο μάτι του κυκλώνα ο ίδιος. Όταν κάναμε τις πλατείες, σαράντα μέρες στο οδόστρωμα, δεν ξέραμε ή δεν υπολογίζαμε τι πραγματικά σημαίνει διάλυση της κοινωνίας. Ξέραμε ότι το μέλλον μας ήταν αβέβαιο κι ότι είχαμε δίκιο να ζητάμε αξιοπρέπεια.

 

Ο φόβος

Αργότερα ήρθε η ζωή και μου εξήγησε το φόβο. Ήταν οι εποχές που δεν μπορούσα πια να είμαι σε κανένα δρόμο, γιατί το σώμα με εγκατέλειψε, αλλά ήμουν στα μέρη που οι άνθρωποι δε φαίνονται πια. Άθελά μας, ή μάλλον εν αγνοία μας, κατάλαβα πως τότε, τότε που ήμασταν παιδιά και πήραμε την Αριστερά από το χέρι και την ρίξαμε να κολυμπήσει στα τσιμέντα του Συντάγματος, χωρίς καθόλου να γνωρίζουμε, παλεύαμε για μια διαφορετική κυριολεξία.

Στην άλλη όψη της ζωής, εκεί που δεν φαίνεσαι, αλλά κοστίζει, είναι τα νοσοκομεία. Ο ακριβός ασθενής. Το 2012 χάθηκαν πολλές ζωές, επειδή τα φάρμακα ήταν ακριβά, φάρμακα για χρόνιες παθήσεις, χημειοθεραπευτικά… Το 2019 κόστιζα ήδη ίσως 150.000 ευρώ στο σύστημα υγείας, χωρίς δεκάρα από την τσέπη μου, για να ζήσω.

Ήταν πολύ πιο απλά τα πράγματα πριν αρχίσουμε να ξεχνάμε τι μας έκανε αυτό που γίναμε το 2015. Η οργή μας, το πείσμα μας πως έχουμε δίκιο κι ο κόσμος, που μας έβλεπε παντού και ήξερε, με κάποιον τρόπο ήξερε ότι υπάρχουν κάποιοι που θα υπάρχουν “εκεί” σε κάθε περίπτωση. Κι ας τρώνε ξύλο.

Δεν ήταν ηρωισμοί, όχι. Μόνο τώρα καταλαβαίνω πόσο σπουδαίες μάχες δώσαμε, τότε δεν είχαμε ιδέα, πιστεύω ότι είναι σωστή η χρήση του πληθυντικού. Δεν πολεμούσαμε απλώς το Μνημόνιο ή απλώς την Δεξιά, πολεμούσαμε τον τρόμο μιας αβέβαιης ζωής.

 

Η οργή

Τα επόμενα χρόνια, η Αριστερά έγινε κυβέρνηση κι έπαψαν όλα να κινούνται, επειδή υποσυνείδητα οι άνθρωποι των δρόμων, εντός κι εκτός της πυρηνικής μας οικογένειας, είχαμε πια ανάγκη να πιστέψουμε ότι όλα πλέον θα λήξουν μαγικά, όπως στις ρομαντικές κομεντί που στο τέλος το ζευγάρι φιλιέται και πέφτουν οι τίτλοι του τέλους. Έγιναν πολλά, τα περισσότερα αφορούσαν τους αφανέστερους, αυτούς με τα φάρμακα, εκείνους που πεινούσαν ως λιποθυμίας, κάποιους που η εργασία τους ήταν επισφαλής. Έγιναν πράγματα μη δημοφιλή κι εκείνη η Αριστερά μου άρεσε περισσότερο τότε, γιατί ήμουν μια από τους αφανείς και είχα πάψει να φοβάμαι αν θα πρέπει να ζήσω ή να πεθάνω κοιτάζοντας κατακερματισμένες φλέβες.

Τώρα κοιτάζω το παρελθόν μας, γιατί εκεί βρίσκεται η ρίζα μας. Νιώθω την οργή ακόμα κι από το μπαλκόνι του σπιτιού μου τούτες τις μέρες που απαγορεύεται να μιλάμε ο ένας με τον άλλον, όπως πριν. Κι εφόσον λύσεις για τα μαγειρεία του μέλλοντος δεν υπάρχουν, θα υπάρχουν πάντοτε οι ταυτότητες του παρελθόντος. Τότε νικήσαμε, γιατί δεν ξέραμε ότι οδεύουμε προς μία νίκη. Τώρα, που οι νομοτέλειες είναι πάντοτε ρευστές, θα υποθέσω μόνο κάτι. Αν είναι να νικήσουμε ξανά, αυτό θα γίνει πάλι όταν αυθόρμητα, ορμέμφυτα βρεθούμε στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Εκεί που οι ανάγκες είναι πραγματικές κι οι συσχετισμοί της δύναμης υπάρχουν ανάμεσα στη ζωή και στην κατάργηση της αξίας της.

Όλα στο τέλος θα πάνε κάπου κι όπως πάντα, “η νεκροψία θα δείξει”. Να φροντίσουμε να είμαστε με τους ζωηρούς, μονάχα.

Όλγα Στέφου

Πηγή: Η Εποχή