Σαν τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Το έγκλημα το έκανε ο διευθυντής στο σχολείο. Διακόσιοι ογδόντα και πέντε απόφοιτοι του Αρσακείου υπέγραψαν επιστολή, κατά την οποία αποκαλύπτονται συστηματικά βασανιστήρια μαθητών. Βασανιστήρια ψυχολογικής φύσης -το καθεστώς του τρόμου έχει ισχύ πολυβόλων- και, φυσικά, σωματικής, αφού ευθαρσώς αναφέρουν ότι πολλοί -υπερβολικά πολλοί μαθητές έπεσαν θύματα παρενόχλησης και κακοποίησης από τους εκπαιδευτικούς τους.
Και τι έκανε ο Μπαμπινιώτης; Διέταξε παραπομπή στην Εισαγγελία. Σου λέει, θέση δεν πήρε όσο συντελούταν το έγκλημα, θα πάρει τώρα; Αν κριθεί από την Εισαγγελία ότι “οι αβάσιμες και γενικές” κατηγορίες ευσταθούν, τότε ναι, τότε να το εξετάσει το ζήτημα. Αλλιώς σίγα και τα ωά, το ξέρετε το σκίτσο με τις τρεις μαϊμούδες, άλλωστε. Ούτε είδε, ούτε άκουσε, ούτε κι ελάλησε ουδείς. Μηδείς. Κανένας.
Δεν είδε, δεν άκουσε, δεν μίλησε
Ουαί τοις ηττημένοις, ωστόσο. Γιατί με την παιδεραστία ο νόμος δεν παίζει. Πολλώ δε μάλλον αν εναντίον του σχολείου τάχθηκαν οι απόφοιτοι. Βεβαίως και είναι ταξικό το ζήτημα, δε μιλάμε για σχολείο της Γκράβας. Ούτε της Καλλιθέας, που πρόσφατα διάβασα ότι καθηγητής που ασελγούσε σε μαθητές, τράβηξε τα μύρια όσα από το ίδιο το μαθητικό σώμα. Μιλάμε για το Αρσάκειο. Τη βιτρίνα του μεσοαστικού ονείρου.
Διάβασα κι άλλα πολλά. Επίσης από μαθητές. Λέγανε, είπαν ότι οι συμμαθητές, οι 285, μάλλον έχουν κόμπλεξ κι έτσι, με την υπογραφή της ματαιοδοξίας και της μικροαστίλας των προαναφερθέντων μαϊμούδων, είναι σα να κάθισε στο στομάχι μου μια αηδία μεγαλύτερη από ό,τι υπήρχε πριν. Διάβασα πολύ, εφόσον εμπλέκεται και ο κ. Μπαμπινιώτης το θεώρησα χρέος μου, αλλά δεν άντεξα να διαβάσω τα πάντα.
Δεν άντεξα να διαβάσω τους τρόπους, τις λεπτομέρειες των βιασμών, αυτή η κλειδαρότρυπα μου προκαλεί ντροπή για τον εαυτό μου. Αλλά όταν συμβαίνει ένα τέτοιο έγκλημα κάτω από τη στέγη ενός σχολείου, πρώτος υπόλογος είναι ο διευθυντής: Δεν είδε, δεν άκουσε, δεν μίλησε. Και τώρα; Τώρα βγάζει ανόητους 285 μαθητές του;
Οι πρώτες τάξεις της τραγωδίας
Η υπόθεση Λιγνάδη ξεκίνησε για να τελειώσει μετά από πολύ, πολύ ακόμα δρόμο. Θα μας ρωτήσουν κάποτε αν γνωρίζαμε. Δεν γνωρίζαμε, εμείς ήμασταν του δημοσίου σχολείου. Εκεί που αν μιλούσες, όταν μιλούσες, δεν είχες τίποτα να χάσεις. Δεν στιγματιζόσουν. Δε συγκάλυπτε εγκλήματα ο διευθυντής, ούτε ανησυχούσαν για σκάνδαλα οι γονείς. Όχι πως ήταν ρόδινα τα πράγματα, αλλά δεν συγκαλύπτονταν πίσω από ζητήματα κοινωνικού στάτους.
Οπότε τώρα μαθαίνουμε από την Αρσακειάδα -μήπως θα έπρεπε να βάλω εισαγωγικά, κύριε Μπαμπινιώτη; Η “Αρσακειάς” είναι μάλλον από τις πρώτες πράξεις αυτής της τραγωδίας. Αυτό που προσπαθώ να καταλάβω, είναι αν λόγω της συγκάλυψης ήταν θέμα κύρους ή αν οι μαθητές φοβήθηκαν ότι θα τους καταστραφεί το μέλλον.
Εγώ διατηρώ γενικώς τις επιφυλάξεις μου για την έννοια του μέλλοντος. Κυρίως όταν μιλάμε για τη καταστροφή του, η προσωπική καταστροφή του καθενός ειδικά και της ιστορίας γενικότερα. Πιο πολύ με ενδιαφέρουν οι παρελθοντικές πληγές που πάντοτε εμφανίζονται σε παρόν και σε μέλλον. Μια ζωή σε ακολουθεί, μερικές φορές σε καθορίζει, μετά πας να ξεφύγεις, μετά σε βρίσκει ξαφνικά, μετά…
Για ένα στάτους
Αλλά ας επανέλθουμε στην Αρσακειάδα. Ένας πρώην καθηγητής που κατηγορείται με ένα κάρο σεξουαλικά εγκλήματα, ανώνυμοι καθηγητές που αναφέρονται στο κείμενο των πρώην μαθητών κι ένα καθηγητής που, μπλεγμένος στα μυθεύματα της αριστείας, της ανωτερότητας, μιας σκέτης αηδίας, έκανε τον -ξέρετε ποιον, αλλά δε θα πω κακές λέξεις εις βάρος του κυρίου Μπαμπινιώτη, θα ψάχνουμε μετά την ετυμολογία.
Δεν είναι ερώτηση. Είναι κάτι δεδομένα φρικτό: Υπό την επιλεκτική “κώφευση”, μπόρεσε να αναπτυχθεί ένα όργιο παραβατικότητας απέναντι σε ανήλικα παιδιά. Για ένα πουκάμισο αδειανό, για ένα στάτους.
Άνοιξε ο Ασκός, λοιπόν. Κι εφόσον άνοιξε, τώρα θα φυσήξει. Δε θα αφήσει πίσω του ούτε σκεπές, ούτε κουστούμια, ούτε βιτρίνες καθωσπρέπει. Ας φυσήξει μέχρι να καταστραφούν αυτοκρατορίες, λοιπόν.
Όλγα Στέφου
Πηγή: Η Εποχή