Η πρόσφατη ανακοίνωση ότι η Airbnb θα χρηματοδοτήσει παρεμβάσεις στον Λυκαβηττό, σε συνεργασία με τον Δήμο Αθηναίων, δεν αποτελεί μια ουδέτερη πράξη «αστικής αναβάθμισης». Πρόκειται για μια συμβολική και υλική κίνηση που εντάσσεται σε μια ευρύτερη διαδικασία: την ολοένα βαθύτερη ενσωμάτωση των πλατφορμών και των μηχανισμών χρηματιστικοποίησης του αστικού χώρου μέσα στις ίδιες τις επιλογές της δημόσιας πολιτικής.
Όπως δείχνω και στο πρόσφατο κείμενό μου για τον τουριστικό εξευγενισμό στην Αθήνα [1], οι μεταβολές της τελευταίας δεκαετίας δεν μπορούν να αποδοθούν απλώς στην αύξηση των τουριστικών ροών, αλλά στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος όπου η βραχυχρόνια μίσθωση, η εισροή δια-εθνικών (‘transnational’) επενδυτικών σχημάτων και η επιλεκτική θεσμική αδράνεια δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μια νέα δυναμική αναδιαμόρφωσης του χώρου. Τα κενά γαιοπροσόδου που δημιουργήθηκαν μέσα στην κρίση, η απόσταση δηλαδή ανάμεσα στη χαμηλή τιμή μετά την έντονη υποτίμηση των ακινήτων και στη δυνητικά υψηλότερη τους αξία, αξιοποιήθηκε και διαμεσολαβήθηκε τεχνολογικά από επενδυτές και πλατφόρμες όπως η Airbnb ως ευκαιρία υπεραξίας (Wachsmuth & Weisler 2018) [2]. Αυτός ο τεράστιος χώρος κερδοφορίας που εκμεταλλεύονται τόσο οι πλατφόρμες όσο και τα επενδυτικά κεφάλαια, επιτάχυναν φαινόμενα εξευγενισμού, εκτοπισμού και αναδιάρθρωσης του χώρου της πόλης.
Ο δημόσιος σχεδιασμός ως έμμεσος και άμεσος προωθητής του εξευγενισμού
Η χρόνια θεσμική αδράνεια στη ρύθμιση και εξάπλωση της βραχυχρόνιας ρύθμισης και η αδυναμία του ελληνικού θεσμικού πλαισίου σχεδιασμού σήμερα να ορίσει τα άτυπα τουριστικά καταλύματα μέσα από τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια ως διακριτή χρήση γης, δεν αποτελούν απλές διοικητικές ελλείψεις. Όπως σωστά έχουν περιγράψει οι Harvey και Brenner [3], [4], η απουσία ρύθμισης σε περιβάλλοντα χρηματιστικοποίησης δεν είναι ουδέτερη, αποτελεί ενεργή μορφή πολιτικής, η οποία επιτρέπει στις αγορές να λειτουργούν ως de facto σχεδιαστές του χώρου. Στην Αθήνα, αυτή η θεσμική αδράνεια, η απουσία πολιτικής ως πολιτική, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο δια-εθνικών επενδυτικών σχημάτων που συγκέντρωσαν ακίνητα, αξιοποίησαν τις πλατφόρμες και διαμόρφωσαν νέα χωρικά πρότυπα.
Παράλληλα, η δημόσια πολιτική δεν λειτούργησε μόνο παθητικά. Μέσα από έργα όπως ο Μεγάλος Περίπατος, η αναδιαμόρφωση της πλατείας Ομόνοιας, η προωθούμενη ιδιωτικοχρηματοδοτούμενη ανάπλαση του Λόφου Στρέφη, το ειδικό πολεοδομικό πλαίσιο για την ΠΥΡΚΑΛ και, πρωτίστως, το Ελληνικό – που αποτελεί την επιτομή της «τουριστικής πόλης» – , συγκροτούν ένα φάσμα παρεμβάσεων που μετατρέπουν την ανάπλαση σε εργαλείο επιχειρηματικής αστικής πολιτικής. Οι αναπλάσεις αυτές δεν λειτουργούν μόνο ως αισθητικές βελτιώσεις, αλλά ως μηχανισμοί αύξησης της αξίας γης και προσέλκυσης κεφαλαίων, μετατρέποντας τον χώρο της πόλης σε επενδυτική υποδομή. Σε αυτό το περιβάλλον, η πλατφορμοποίηση (‘digitalization’) —όπως την αναλύει ο Cox [5], εμφανίζεται ως παράλληλη διαδικασία με τις οι ψηφιακές πλατφόρμες να μην παράγουν οι ίδιες τις αναπλάσεις, αλλά να αξιοποιούν και ενισχύουν τα καθεστώτα που αυτές δημιουργούν, λειτουργώντας συμπληρωματικά προς τα χρηματιστικοποιημένα μοτίβα αστικής ανάπτυξης (Ferreri & Sanyal, 2018) [6].
Αθήνα, πλατφόρμες και νέες μορφές διακυβέρνησης
Σε αντίθεση με πόλεις όπως η Βαρκελώνη, το Άμστερνταμ και η Λισαβόνα, που έχουν περιορίσει δραστικά ή ακόμη και καταργήσει τη βραχυχρόνια μίσθωση για λόγους προστασίας της κατοικίας, η Αθήνα επιλέγει την ενσωμάτωση της Airbnb στην παραγωγή του δημόσιου χώρου. Η συμβολική αυτή χειρονομία δεν είναι καθόλου αθώα. Όπως έχει υποστηρίξει ο Harvey, οι αστικές συμβολικές πρακτικές λειτουργούν ως “τελετουργίες νομιμοποίησης” ενός συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης.
Η συμμετοχή μιας πλατφόρμας που έχει συνδεθεί διεθνώς με πιέσεις στην αγορά κατοικίας γίνεται, μέσα από την επίσημη συνεργασία με τον δήμο, μια πράξη κανονικοποίησης και δημόσιας αποδοχής. Το μήνυμα είναι σαφές: η πόλη δεν επιδιώκει να αναχαιτίσει τις δυνάμεις που την ωθούν σε τουριστικό εξευγενισμό, επιδιώκει να τις ενσωματώσει στον σχεδιασμό της και στη διακυβέρνηση της.
Η εμπλοκή της Airbnb στον Λυκαβηττό λειτουργεί ως συμβολική επικύρωση ενός νέου μοντέλου διακυβέρνησης με το οποίο οι πλατφόρμες αναγνωρίζονται ως συν-παραγωγοί του αστικού περιβάλλοντος και η δημόσια πολιτική διευκολύνει τη μετάβαση από την πόλη της κατοίκησης στην πόλη της κατανάλωσης. Ο δημόσιος χώρος δεν διαμορφώνεται πρωτίστως ως υποδομή καθημερινής ζωής, αλλά ως στοιχείο ενός ευρύτερου επενδυτικού οικοσυστήματος.
Η επιλογή αυτή αναδεικνύει μια κρίσιμη μετατόπιση στον χαρακτήρα της πόλης. Η αστική ανάπτυξη συνδέεται με παγκόσμιες ροές κεφαλαίου, με τεχνολογικές υποδομές διαμεσολάβησης και με ένα μοντέλο δημόσιας πολιτικής που επίσημα πλέον μετατοπίζει το κέντρο βάρους από την κατοίκηση προς την κατανάλωση και την απόδοση.
Αναφορές
[1]. Μπαλαούρα, Ο. (2025). «Τουριστικός εξευγενισμός και μεταλλαγές του χώρου στην Αθήνα». Στο: Ο Τουρισμός στην Ελλάδα: Μετασχηματισμοί, Αντιστάσεις και Προοπτικές, Μητροπούλου Α. (επιμ.), Αθήνα: ΕΝΑ.
[2] Wachsmuth, D. & Weisler, A. (2018). Airbnb and the rent gap: Gentrification through the sharing economy. Environment and Planning A, 50(6), 1147–1170.
[3] Harvey, D. (2006). Spaces of Global Capitalism: Towards a Theory of Uneven Geographical Development. Verso.
[4] Brenner, N. (2004). New State Spaces: Urban Governance and the Rescaling of Statehood. Oxford University Press.
[5] Cox, M. (2019). The Platform City: Urban Politics and Digital Infrastructures. Cambridge Journal of Regions, Economy and Society.
[6] Ferreri, M. & Sanyal, R. (2018). Platform economies and urban displacement. Urban Studies.