Δευτέρα πρωί. Η δημόσια ζωή στο Ισραήλ παραλύει από τη σαρωτική επιτυχία της πανεθνικής γενικής απεργίας του Histadrut, του μεγαλύτερου συνδικάτου εργαζομένων της χώρας, με 800.000 μέλη. Μεταφορές, τράπεζες, δομές υγείας, υπηρεσίες ακινητοποιούνται. Το Διεθνές αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν κλείνει. Συμπράττουν δήμοι της χώρας –ανάμεσα τους και ο δήμαρχος του Τελ Αβίβ– το Φόρουμ των οικογενειών ομήρων και αγνοουμένων, συλλογικότητες για την ειρήνη και διακοινοτική συνεργασία, ψηφοφόροι αριστερών και δημοκρατικών κομμάτων, οπαδοί του αρχηγού της αντιπολίτευσης Γιάιρ Λαπίντ, που βλέπει την απεργία ως μορφή οικονομικής πίεσης στην κυβέρνηση. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους, στην πρώτη μετά την 7η Οκτωβρίου απεργιακή έκρηξη.
Μπορεί η ανάσυρση των σορών 6 ομήρων από σήραγγες στη Γάζα να πυροδότησε το κύμα οργής απέναντι στη συνεχιζόμενη άκαμπτη στάση του πρωθυπουργού, που δυναμιτίζει κάθε διαπραγματευτική προσπάθεια, η κατάσταση όμως ήταν ήδη έκρυθμη. Έντεκα μήνες πολέμου με θύματα 41.000 ανθρώπους, γυναίκες κυρίως και παιδιά, κατά την εκτίμηση του ΟΗΕ. Η φρίκη διαστέλλεται εμπλέκοντας και όλο και ευρύτερους πληθυσμούς. Όσο κι αν η ισραηλινή κοινωνία έχει μάθει να ενσωματώνει τη σύγκρουση και πειθαναγκάζεται στην αποδοχή της ιδέας της γενικευμένης απειλής, θυσιάζοντας ελευθερίες στο όνομα της –υποτιθέμενης– ασφάλειας, φαίνεται να φτάνει πλέον στα όρια της.
Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου υποχρέωσε πολλούς να συνειδητοποιήσουν πως η θεωρία της στρατικοποιημένης χώρας δεν αποκλείει την ευαλωτότητα της. Αν για την πολιτική επιβίωση του Νετανιάχου –σφοδρότατα αμφισβητούμενη πριν ένα χρόνο– ο πόλεμος υπήρξε σωτήριος, η ασυλία ίσως φτάνει στο τέλος της.
Οι προπολεμικές μειοψηφικές φωνές κατά των βίαιων εποικισμών και των συνεχών στρατιωτικών επιχειρήσεων έγιναν τώρα πολύ περισσότερες. Ο αριθμός των αρνητών στράτευσης –αγοριών και κοριτσιών– και όσων εγκαταλείπουν τον στρατό αυξάνεται σοβαρά. Η ορατότητα των αντιρρησιών δεν γίνεται να αγνοηθεί. Δημόσιες μαρτυρίες κατακλύζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επιστολές ομαδικά υπογεγραμμένες βγαίνουν στα ΜΜΕ, τηλεοπτικές εκπομπές και έντυπα φιλοξενούν συνεντεύξεις και ρεπορτάζ. Ενδεικτική της έλλειψης στρατεύσιμων, η υποχρεωτική στράτευση όσων παραδοσιακά απαλλάσσονταν για θρησκευτικούς λόγους (υπερορθόδοξοι Εβραίοι) και η πρωτοφανής αστυνομική και στρατιωτική βιαιότητα εναντίον τους, όταν μέχρι χτες ουδέποτε υπήρξαν διωκόμενοι. Μετά από ουκ ολίγο ξύλο, συλλήψεις, διακοπή των χρηματοδοτήσεων δομών παιδικής μέριμνας όσων δεν παρουσιάζονται στα κέντρα κατάταξης (κύρωση σοβαρότατη, αφού οι οικογένειες αυτές είναι συνήθως πολύτεκνες) και ποικιλόμορφης τρομοκράτησης, ακόμα και οι πλέον αμέτοχοι σκέφτονται διαφορετικά. Ως διαδηλωτές πλέον, απαιτούν από τα κόμματα που στηρίζουν να αποστασιοποιηθούν από τον κυβερνητικό συνασπισμό.
Ο ισραηλινός στρατός δίνει κίνητρα σε πολίτες άλλων χωρών (προνόμια εγκατάστασης) προκειμένου να καταταγούν, ως απάντηση στη διαρροή στρατεύσιμων. Ανταποκρίνονται κυρίως νέοι και νέες από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Την ίδια στιγμή, πολλαπλασιάζονται οι διαδηλώσεις που σποραδικά είχαν κάνει την εμφάνιση τους στην αρχή του πολέμου. Καθημερινά και με επιμονή, δεκάδες χιλιάδες απαιτούν ειρήνευση. Χωρίς καθυστερήσεις («Τώρα! Τώρα!», το κυρίαρχο σύνθημα), κατανοώντας πως οι δυναμικές της σύγκρουσης μεταβάλλονται, ο αγώνας των Παλαιστινίων εμπλέκεται με τις βλέψεις του Ιράν, της Υεμένης και πολλών άλλων παικτών, η επίδειξη δύναμης περνάει σε άλλο επίπεδο με ολέθρια αποτελέσματα για όλους.
Ο μύθος των αήττητων από την εποχή του Πολέμου των 6 ημερών δεν πείθει πια. Τα κύματα διεθνούς κατακραυγής δεν περιορίζονται σε «ανίδεους αντισημίτες», αλλά γίνονται αποφάσεις διεθνών οργανισμών, ποινικών δικαστηρίων, πολιτικών δυνάμεων παραδοσιακά συμμαχικών. Δυσβάσταχτο στην κοινή συνείδηση. Ο μέσος πολίτης νιώθει συνεχώς αμυνόμενος απέναντι στην αμφισβήτηση όχι της πολιτικής του άποψης, αλλά της ανθρωπιάς του. Κινδυνεύει να κλαίει όλο και περισσότερους νεκρούς και ταυτοχρόνως να θεωρείται οπαδός (ή όμηρος;) τεράτων. Πώς να συνδυαστεί το Ολοκαύτωμα με τη σύγχρονη γενοκτονία;
Ο πόλεμος εξοντώνει την ήδη εύθραυστη ισραηλινή οικονομία. Οι στρατιωτικές δαπάνες καταπίνουν τα κοινωνικά κονδύλια που η πολιτική Νετανιάχου είχε ήδη συρρικνώσει, οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές μειώνονται, το μέλλον των νέων είναι σκοτεινό και επισφαλές, η επιλογή χρηματοδότησης όλο και μεγαλύτερων εποικισμών μοιάζει βαρέλι δίχως πάτο, η οικολογική καταστροφή δεν απειλεί μόνο τη Γάζα.
Σε ένα πλαίσιο απόλυτης παράνοιας όπου επιτρέπονται εμβολιασμοί μικρών Παλαιστινίων κατά της επιδημίας πολυομυελίτιδας, αλλά όχι ανθρωπιστική βοήθεια σε τροφή και νερό, ο Νετανιάχου ζητάει συγγνώμη από τις οικογένειες των ομήρων που θα είχαν ελευθερωθεί αν συναινούσε σε εκεχειρία, οικογένειες που τον θεωρούν δολοφόνο των δικών τους. Ταυτοχρόνως δηλώνει ότι οι ένοχοι «θα πληρώσουν ακριβά» και δεν θα υποχωρήσει «σε πιέσεις». Των ΗΠΑ, του ΟΗΕ, του δικού του υπουργού Άμυνας που ζητάει ολοκληρωτική κατάπαυση πυρός με τη Χαμάς;
Η ισραηλινή κοινωνία σε πολυκρίση εισπράττει πλέον την εμμονική επιλογή του πολέμου ως προσωπική διαφυγή του ηγέτη της. Θυμίζει κάποιον άλλον που στα στερνά θυσίασε την ίδια του τη χώρα και τον λαό της. Πριν τελικά αυτοκτονήσει.
Όλγα Αθανίτη