Με τεράστιο ενδιαφέρον –αν όχι αγωνία– περίμεναν προ ημερών οι ψηφοφόροι του Ζοράν Μαμντάνι και οι επιτελείς του Λευκού Οίκου τη συνάντηση Μαμντάνι – Τραμπ και την κοινή τους συνέντευξη Τύπου. Ήταν τέτοια η σφοδρότητα της επίθεσης και των χαρακτηρισμών του δεύτερου προς τον πρώτο σε όλη τη διάρκεια της μακράς προεκλογικής προσπάθειας του και τόσο άμεση η απάντηση του βαλλόμενου, που πολλοί φοβόντουσαν τα χειρότερα. Το πράγμα εξελίχθηκε σε happy end ή μάλλον σε happy pause. Ο Μαμντάνι, με τη φόρα του θριαμβευτή, έπραξε όπως είχε προαναγγείλει, πήγε δηλαδή στην Ουάσιγκτον για να θέσει την ατζέντα προτεραιοτήτων της δημαρχίας του και τους βασικούς άξονες ενός σχεδίου βιωσιμότητας της πόλης ή καλύτερα βιωσιμότητας της κοινωνικής πλειοψηφίας στην πόλη. Εξ άλλου, ο μέλλων δήμαρχος το είχε ξεκαθαρίσει: θα επιχειρούσε κάθε θεσμική συνεργασία, προς χάριν της υλοποίησης των υποσχέσεων του.
Ωστόσο, η εικόνα των δύο απέναντι στους δημοσιογράφους ξεπερνούσε για πολλούς τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Ο Μαμντάνι στεκόταν όρθιος πλάι στον Τραμπ με το γνωστό νεοϋορκέζο ντύσιμο, το αφοπλιστικό πλατύ χαμόγελο και την παγκοσμίως γνωστή ευγλωττία του. Δεν απέφυγε ερωτήσεις, δεν μάσησε τα λόγια του ούτε για τον σκοπό της συνάντησης ούτε για τον δολοφονικό χαρακτήρα της στάσης των ΗΠΑ στο πλευρό του Νετανιάχου και απέναντι στους Παλαιστίνιους (προφανώς οι ερωτώντες θεώρησαν ότι η παρουσία του Τραμπ μπορεί να τον εξωθούσε σε «αναδιπλώσεις») ούτε κολάκεψε το εκρηκτικό ταπεραμέντο του συνομιλητή του. Από την πλευρά του, ο εν αναμονή δήμαρχος κέρδισε και σ’ αυτή τη δοκιμασία ακεραιότητας και πολιτικής συνοχής.
Ο κλέφτης των εντυπώσεων, όμως, υπήρξε ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Αρκετοί έσπευσαν να πουν πως έμοιαζε με καλοκάγαθο πατέρα ενός (πετυχημένου) ατίθασου παιδιού και πως σπάνια τον είχαν ξαναδεί να χαμογελάει πραγματικά, ενώ δεν φαινόταν διατεθειμένος να συμβάλει στην πυροδότηση εντάσεων από την πλευρά των δημοσιογράφων, οι οποίοι –ως γνωστόν– επιλέγονται πλέον σε μεγάλο βαθμό με βάση την καλή τους διάθεση απέναντι στον ίδιο. Ακόμα και όταν ρωτήθηκε ο συνομιλητής και ιδεολογικός αντίπαλος του αν εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο Τραμπ είναι φασίστας, έσπευσε να «διευκολύνει» λέγοντας στον Μαμντάνι, «πες τους πως έτσι με θεωρείς, δεν με πειράζει, είναι πιο εύκολο από το να δώσεις πολλές εξηγήσεις».
Όταν ο ίδιος ρωτήθηκε αν σχεδιάζει να στείλει δυνάμεις της εθνοφρουράς στη Νέα Υόρκη, όπως απειλούσε συχνά ότι θα κάνει σε περίπτωση νίκης του «κομμουνιστή», ο γαλήνιος Ντόναλντ παραδέχτηκε πως «πολλά λέμε κατά τις προεκλογικές περιόδους» και πως δεν θεωρεί προς το παρόν ότι η Νέα Υόρκη έχει τέτοια ανάγκη. Προηγούνται άλλες πόλεις.
Εκεχειρία και ανασχεδιασμός
Τέλος καλό, όλα καλά; Ας μην αφήσουμε την εικόνα να μας παρασύρει. Ο Ζόραν δεν θεωρεί τον Τραμπ μεταμελημένο και ο Ντόναλντ δεν αγάπησε τον Μαμντάνι. Πέρα από την εξάσκηση του στην τακτική «χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, καλύτερα να το φιλάς» (προς το παρόν τουλάχιστον) και την επίγνωση της απόλυτης δημοφιλίας που χαίρει ο Μαμντάνι –επομένως η επιθετικότητα εναντίον του θα ήταν καταστροφική για τον ίδιο– ο Τραμπ ανησυχεί όχι μόνο γιατί η επιλογή των Νεοϋορκέζων έδειξε πως οι πολιτικές της καθημερινότητας διείσδυσαν στο κοινωνικό σώμα, ξεπερνώντας κατά πολύ τις δυνάμεις των Δημοκρατικών (οι οποίες έτσι κι αλλιώς διχάστηκαν απολύτως στην κάλπη) και των μεταναστευτικών κοινοτήτων, αλλά κυρίως γιατί αυτές ακριβώς οι πολιτικές έπεισαν στρώματα συντηρητικών παραδοσιακά ανθρώπων που έχουν υπάρξει δικοί του ψηφοφόροι και υποστηρικτές, από την πρώτη κιόλας θητεία του. Ο Τραμπ γνωρίζει ότι όταν ο Μαμντάνι διακήρυττε «αυτή είναι η πόλη που ανέδειξε τον Τραμπ, αυτή και θα τον ρίξει» ή πάλι «ο Τραμπ δεν με αντιμάχεται για την καταγωγή ούτε καν για την πολιτική μου ταυτότητα, αλλά γιατί παλεύω και σκοπεύω να υλοποιήσω όσα υποσχέθηκε ο ίδιος στους πολίτες και δεν τα τήρησε» είχε δίκιο.
Επομένως, μια έστω και κατ’ επίφαση συναίνεση σε ένα κοινωνικά αναδιαρθρωτικό πλαίσιο με στόχευση σε βασικές βιοτικές ανάγκες μπορεί να επανατοποθετήσει και τον ίδιο στο κάδρο του ευαίσθητου απέναντι στις λαϊκές ανάγκες ηγέτη, αφού η παραπαίουσα ταμπέλα του ειρηνιστή δεν είναι αρκετή για να τονώσει το προφίλ του. Εξάλλου, είμαστε ακόμα στην περίοδο που ο χαρούμενος εν αναμονή ηγέτης της 2ης μεγαλύτερης πόλης του κόσμου προετοιμάζεται –με την ομάδα των βασικών συνεργατριών του– για τη μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη, κάνει ανοιχτό κάλεσμα για δημόσιο fundraising πριν την ανάληψη των καθηκόντων του τη νέα χρονιά, οι μεγάλες εταιρείες που απειλούσαν πως θα αλλάξουν έδρα υπολογίζουν πως ακόμα και η αύξηση του 2% στη φορολόγηση τους από τον νέο δήμαρχο (υπέρ των κοινωνικών και στεγαστικών πολιτικών) είναι σαφώς πιο συμφέρουσα από τα τεράστια κόστη της όποιας μετεγκατάστασης τους και –τέλος πάντων– υπάρχει άπλετος χρόνος για επανασχεδιασμό της στρατηγικής ροκανίσματος της δυναμικής του Μαμντάνι, με τη χρήση όλων των οικονομικών, θεσμικών, διοικητικών και λοιπών προσκομμάτων απέναντι στις πρωτοβουλίες του, μαζί με την επικοινωνιακή αποκαθήλωση του. Αργότερα.
Μποναμάδες…
Ο Τραμπ έχει κι άλλους λόγους να χαμογελάει. Η αναστολή της λειτουργίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης έληξε και στην ουσία έληξε με τους δικούς του όρους. Το Κογκρέσο που είχε μπλοκάρει την υπερψήφιση των δημόσιων διοικητικών δαπανών, μετά από σθεναρή στάση των Δημοκρατικών, επειδή στον προϋπολογισμό αυτόν είχαν σχεδόν εξαφανιστεί τα κονδύλια για τη λειτουργία των δομών και των προγραμμάτων δημόσιας υγείας, έδωσε τελικά το πράσινο φως, με τη βοήθεια και Δημοκρατικών ψήφων, αφού χωρίς αυτές δεν υπήρχε η απαιτούμενη πλειοψηφία.
Κι εδώ η πολιτική των αναγκών έδωσε επιχείρημα και στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Οι Ρεπουμπλικανοί αναδεικνύουν το γεγονός ότι η παύση της κυβερνητικής λειτουργίας οδήγησε στην απόγνωση εκατομμύρια Αμερικανούς που επωφελούνται από κοινωνικές υπηρεσίες, κουπόνια, συσσίτια, προγράμματα στήριξης, αφού τίποτα από αυτά δεν λειτουργούσε. Επιπλέον, εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι βρέθηκαν χωρίς εισόδημα (δεν δουλεύεις, δεν εισπράττεις) και οδηγήθηκαν επίσης, μαζί με τις οικογένειες τους, στην κοινωνική ευαλωτότητα. Άρα, «σώζοντας» την κυβέρνηση, σώζουμε τους πολίτες.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η έντονη κριτική που η αριστερή κυρίως πτέρυγα των Δημοκρατικών άσκησε στους «αποστάτες» βασίζεται στο ίδιο το πρωτογενές στοιχείο της σύγκρουσης: Η διακυβέρνηση Τραμπ είναι θεσμικά κατοχυρωμένη στο σχέδιο της να εξαφανίσει τη δημόσια υγεία υπέρ των ιδιωτικών συμφερόντων, αφήνοντας στη μοίρα τους πάνω από 40 εκατομμύρια κόσμο, ενώ τα (βραχυπρόθεσμα) βοηθήματα που διασώζει η λειτουργία της διαιωνίζουν την περιθωριοποίηση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων και μπορεί να τεθούν προς εξαφάνιση στην επόμενη φάση. Απολύτως παρούσα φυσικά και η πιθανότατη ύπαρξη παχυλών ανταλλαγμάτων, ώστε το lobbying σε επιρρεπείς Δημοκρατικούς να αποδώσει.
Και έξτρα προσφορές…
Κατά τα άλλα, η πρόσφατη απόπειρα κατά δύο εφέδρων εθνοφρουρών κοντά στον Λευκό Οίκο από αφγανό μετανάστη με αμερικανική υπηκοότητα, καλύπτει προς το παρόν τις ισχυρές κραυγές διαμαρτυρίας για τα πογκρόμ των μασκοφόρων του ΙCE, την εθνοφρουρά στους δρόμους, τις συνθήκες στα φριχτά στρατόπεδα κράτησης παιδιών που κάνει ακόμα και συνοριοφύλακες να παραιτούνται αγανακτισμένοι. Νέα σκλήρυνση (υπάρχουν άραγε περιθώρια;) της πολιτικής και των πρακτικών απέναντι στους μετανάστες εξαγγέλλονται, όσο ο νέος φόβος φυλάει τα έρμα.
Έχει, λοιπόν, ο Ντόναλντ Τραμπ πολλούς λόγους για να περάσει χαρούμενος τη Γιορτή των Ευχαριστιών. Οι υπήκοοι του πάλι, έχουν όσους και οι γαλοπούλες.