Ποιο το έγκλημα του Τζίμι Κίμελ, πασίγνωστου και πολυβραβευμένου τηλεοπτικού παρουσιαστή, ώστε μετά από μακρόχρονη θητεία να χάσει την εκπομπή του στο αμερικανικό κανάλι ABC; Το σχόλιο του ότι ο Ντόναλντ Τραμπ και το επιτελείο του χρησιμοποιούν την πρόσφατη δολοφονία του ακροδεξιού Τσάρλι Κερκ για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη, διχάζοντας κι άλλο τη χώρα, ότι ο καθ’ ομολογίαν του δράστης Τάιλερ Ρόμπινσον είναι πιθανότατα ένας εξίσου –αν όχι περισσότερο– ακροδεξιός ναζιστικής προέλευσης και διασυνδέσεων τύπος που θεωρούσε βδέλυγμα και …ενδοτικό τον εκλιπόντα, ότι εν ολίγοις διατύπωσε σε πανεθνική εμβέλεια αυτό που σκέφτονται μερικά δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανοί: η MAGA τρώει τα παιδιά της, με την ίδια ευκολία που κυνηγάει όλους τους άλλους. Εξάλλου, ο Κερκ ισχυριζόταν πως μερικές παράπλευρες απώλειες, μπροστά στην ασφάλεια της οπλοκατοχής, είναι αμελητέες. Υπήρξε μία από αυτές.
Ο Κίμελ εξέθεσε το κυνήγι μαγισσών του τραμπισμού, όπου η ρητορική μίσους, η υποκίνηση σε μαζική βία και ο μισανθρωπισμός μασκαρεύονται σε άσκηση της ελευθερίας του λόγου. Κι ενώ η χήρα του Κερκ απειλεί ότι η σταυροφορία του συζύγου της θα συνεχιστεί (με πρωθιέρεια την ίδια, προφανώς), η κομμένη πλέον εκπομπή του ABC πρόβαλε τη μεθεπόμενη της δολοφονίας –με τις μεσίστιες σημαίες στα δημόσια κτίρια– τον συντετριμμένο Ντόναλντ να λέει στους δημοσιογράφους πόσο χαρούμενος είναι που οι εργασίες για τη νέα αίθουσα χορού στον Λευκό Οίκο προχωρούν.
Μετά τον Στίβεν Κολμπέρτ του CBS, ο Ντέιβιντ Κίλμερ του ABC, πιθανότατα θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Τα μεγάλα στούντιο δεν ρισκάρουν να μπουν στη λίστα εκδίκησης του προέδρου, που απαιτεί να απολύσουν όλους όσους του ασκούν κριτική. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τα media, αλλά το σύνολο του εργασιακού φάσματος. Άνθρωποι απολύθηκαν ή απειλήθηκαν να χάσουν τη δουλειά τους επειδή διατύπωσαν απόψεις για τη δολοφονία Κερκ διαφορετικές από το επίσημο αφήγημα.
Φόβος – βία – χρήμα είναι το τρίπτυχο της τραμπικής πολιτικής, εντός και εκτός των συνόρων. Το προεδρικό ζεύγος δειπνεί στο Ουίνδσορ με οικοδεσπότη τη βρετανική μοναρχία, πριν τις συζητήσεις στην εξοχική κατοικία του πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ, όπου η υιοθέτηση από την πλευρά της βρετανικής κυβέρνησης φιλοαμερικανικών επιδιώξεων (με προεξάρχουσες αυτές της οικονομίας του πολέμου και των ενεργειακών συμφωνιών) ανταμείβεται με επενδύσεις ύψους 150 δισ. δολαρίων και μείωση δασμών στα βρετανικά προϊόντα. Οι δασμοί ως μαστίγιο και καρότο λειτουργούν πολύ αποτελεσματικά.
Κάπου ενδιαμέσως, ο Τραμπ δηλώνει την ενόχληση του από τις επιχειρήσεις ολικής εκκένωσης και ισοπέδωσης της Γάζας, για να επανέλθει αμέσως με τις χρυσές επιχειρηματίες προοπτικές ανάπλασης της περιοχής και ένα ακόμα βέτο των ΗΠΑ κατά της πρότασης του ΟΗΕ για εκεχειρία.
Με το βλέμμα στις εκλογές του Νοεμβρίου, ως παντοκράτορας απαιτεί από τις «κόκκινες πολιτείες» αναδιάρθρωση των εκλογικών περιφερειών υπέρ των ρεπουμπλικανών υποψηφίων. Όσο η κοινωνική πόλωση αυξάνεται και η δημοτικότητά του αμφισβητείται και από το δικό του στρατόπεδο, τόσο ο ίδιος επιχειρεί την πλήρη υποταγή. Έτσι, το Κογκρέσο ψήφισε νόμο που επιτρέπει στον ICE να συλλαμβάνει και να απελαύνει και αμερικανούς πολίτες, ενώ αιρετοί συλλαμβάνονται επειδή διεκδικούν να εξακριβώσουν τις συνθήκες κράτησης των συμπολιτών τους. Και επειδή οι μασκοφόροι του Αλλοδαπών (που αυξάνονται συνεχώς, αφού χιλιάδες κακόμοιροι στρατολογούνται λόγω παχυλών μισθών, επιδομάτων και διαγραφής χρεών και φοιτητικών δανείων) δεν φτάνουν, ο στρατός αναλαμβάνει την ολοκλήρωση του σχεδίου, παρά τις αντίθετες δικαστικές αποφάσεις. Με πρόσχημα την υποτιθέμενη αύξηση της εγκληματικότητας στις πόλεις (οι στατιστικές αποδεικνύουν το εντελώς αντίθετο), οι περιπολίες και τα μπλόκα στην Ουάσιγκτον επιχειρείται να κανονικοποιηθούν, ενώ σειρά έχουν η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Ιλλινόι, το Σικάγο, τα μεγάλα κέντρα των Δημοκρατικών.
Απέναντι του, σε τροχιά ολοκληρωτικής σύγκρουσης, βρίσκεται ο υποψήφιος δήμαρχος Νέας Υόρκης Ζόραν Μαμντάνι, που προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις με 46% έναντι 24% του Κουόμο, κι ας έχει ρίξει πακτωλό εκατομμυρίων το τραμπικό λόμπι ώστε να αναχαιτιστεί. Με την κυβερνήτη της πολιτείας Κάθυ Χόγκουλ στο πλευρό του, εκτός του Σάντερς και της Κορτές, ο Μαμντάνι συνεχίζει ακάθεκτος, πάρα τις απειλές διακοπής χρηματοδότησης της Νέας Υόρκης (η οποία έδωσε πέρυσι στα ομοσπονδιακά ταμεία 89 δισ. δολάρια) αν τον εκλέξουν.
Ενώ ο λαοφιλής κραταιός κυβερνήτης της πλουσιότερης πολιτείας, της Καλιφόρνιας, ετοιμάζει αντίστοιχη αύξηση των θέσεων των Δημοκρατικών υποψηφίων και οργανώνει διοίκηση και πολίτες κατά της απειλούμενης στρατιωτικής επέλασης, πολλοί θεωρούν (ανάμεσα τους και ο κυβερνήτης του Σικάγο) πως ο στρατός αναπτύσσεται προκειμένου να επηρεαστούν, να αμφισβητηθούν ή να ανατραπούν τα εκλογικά αποτελέσματα του Νοεμβρίου, τα οποία φοβάται ο αμερικανός πρόεδρος.
Μέχρι τότε, η απόλυτα δυστοπική καθημερινότητα και οι αυξανόμενες δυναμικές αντιδράσεις ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων δεν επιτρέπουν να αποκλειστεί κανένα σενάριο ολικής ανάφλεξης.
Διώξεις εναντίον 160 διδασκόντων και φοιτητών του Μπέρκλεϊ
«Είμαστε ένας χώρος όπου αμφιλεγόμενα δημόσια ζητήματα μπορούν να συζητηθούν ελεύθερα. Έχουμε διαφορετικές απόψεις για το Ισραήλ – Παλαιστίνη. Πρέπει να τις ακούμε ακόμα και όταν μας αναστατώνουν. Αυτό είναι το πνεύμα του τόπου που υποστηρίζω και επιβεβαιώνω εδώ και 30 χρόνια. Είναι λοιπόν μια θλιβερή και επαίσχυντη εμπειρία.
Είναι η ώρα να αντισταθούμε στην αδικία που τώρα απειλεί να ομαλοποιηθεί από εκείνους που υποκύπτουν, μερικές φορές εκ των προτέρων, σε τακτικές εκφοβισμού εις βάρος των βασικών προτύπων που διέπουν την κοινή διακυβέρνηση, την αυτονομία των ιδρυμάτων, τη δίκαιη διαδικασία και τη δίκαιη αξιολόγηση. Το να επιτρέπεται στα πανεπιστήμια να διοικούνται από πολιτικούς πράκτορες με αυτόν τον τρόπο υπονομεύει τα βασικά ιδανικά του πανεπιστημίου, καθώς και τους σημαντικούς δεσμούς του με το μέλλον της κριτικής σκέψης, της διαφωνίας και της δημοκρατίας», σημείωσε μεταξύ άλλων το Τζούντιθ Μπάτλερ, για τις διώξεις εναντίον της και εναντίον 160 διδασκόντων και φοιτητών του Μπέρκλεϊ, τους οποίους η διοίκηση του πανεπιστημίου «υπέδειξε» στην κυβέρνηση Τραμπ, κατηγορώντας τους για «αντισημιτική συμπεριφορά» , λόγω της κριτικής τους στο Νετανιάχου και την αλληλεγγύη τους στους Παλαιστινίους.