Μετά τον κατακλυσμό, στο δράμα των ανθρώπων που έχασαν σπίτια, νοικοκυριό, ενθύμια, καλλιέργειες, κόπους ζωής, προστίθεται ένα ερώτημα που φοβίζει: Τι κρύβεται κάτω από τα νερά; Πόσοι άραγε θα βρεθούν πνιγμένοι, μαζί με τα ταλαίπωρα ζώα, αυτά που πληρώνουν πάντα ακριβά τις πράξεις των δίποδων; Σωστικά συνεργεία, πυροσβεστική, γείτονες με πλεούμενα και αυτοσχέδια μέσα έσωζαν τους εγκλωβισμένους. Και ο καθένας ξέρει αν η οικογένεια του είναι ασφαλής. Ή ελλιπής.
Φυσικά. Με την προϋπόθεση ότι αυτόν τον καθένα τον ήξερε, τον έψαχνε, τον νοιάζεται κάποιος άλλος. Επειδή οι καταστροφές μεγεθύνουν αυτό που συμβαίνει στην καθημερινή ρουτίνα. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε πλούσιους και φτωχούς, όπως χωρίζονται σε ορατούς και αόρατους.
Για τους Ρομά της Θεσσαλίας, τα συνεργεία διάσωσης δεν έφτασαν ποτέ. Αυτό λένε οι ίδιοι, με παράπονο. Και θυμό. Λένε πως μόνοι τους -μαζί με κάποιους εθελοντές- προσπάθησαν να σώσουν τους δικούς τους, πως κάνεις άλλος δεν τους αναζήτησε, πως τέσσερις μέρες τώρα στο μεγάλο καταυλισμό των Σοφάδων, κοντά στην Καρδίτσα, βρίσκονται χωρίς φαγητό, χωρίς πόσιμο νερό, μέσα στο μολυσμένο βούρκο και σε ό,τι απέμεινε από τις παράγκες τους. Εκατό από αυτές δεν υπάρχουν πια, αλλά οι ένοικοι τους υποστηρίζουν πως οι δημοτικές υπηρεσίες δεν τους προσμετρούν στον αριθμό των αστέγων που δικαιούνται αποζημίωσης. Οι δικές τους εστίες ήταν χωρίς θεμέλια και τοίχους. Τσιγγάνοι είναι, ξέρουν από κακή μοίρα. Και από δρόμο.
Μόνο οι άνδρες της ΟΠΚΕ που ήρθαν από την Αθήνα, τους είδαν τους Τσιγγάνους. Τους είδαν όταν μια γυναίκα πήγε να πάρει μπουκάλια με νερό, απ’ αυτά που μοιράζονταν στον κόσμο. Παρατύπως, είπαν. Αγενώς και με πονηριά, ίσως. Οι άνδρες της ΟΠΚΕ δεν έμειναν αδρανείς. Η γυναίκα ξυλοφορτώθηκε, καταγγέλλουν οι γείτονες της και πως ο άντρας και τα παιδιά της στεγνώνουν στο κρατητήριο, η ίδια στο νοσοκομείο.
Οι Ρομά της Μαγνησίας είναι πάνω από 200.000 χιλιάδες. Η μεγαλύτερη κοινότητα νομάδων που ρίχνει άγκυρα κάπου. Τα χρόνια που βρίσκονται εκεί, κάποιοι τους δέχτηκαν, άλλοι τους ανέχτηκαν. Έφτασε η πλημμύρα για να φέρει στον αφρό ότι η αποδοχή ή η ανοχή δεν είχε γερά θεμέλια. Τα νερά έπνιξαν τον κάμπο όχι όμως τα στερεότυπα.
Πεθαίνοντας στη γη των άλλων
Εργάτες γης. Ξένοι εργάτες γης. Έτσι περιγράφονται όσοι κάθε χρόνο δουλεύουν στις σοδιές της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Έρχονται από την Ινδία, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές. Οι λίγοι με όρους στοιχειώδους αξιοπρέπειας, μεροκάματο και ασφάλιση από τον εργοδότη, οι πολλοί μόνο με την ελπίδα πως θα πληρωθούν στο τέλος και θα επιβιώσουν της ζέστης, της βρώμας και της έλλειψης των πιο βασικών, μέσα στα μαντριά, τις καλύβες ή τις σκηνές – θερμοκήπιο που βρίσκονται στοιβαγμένοι. Πόσοι δούλευαν στα χωράφια όταν ήρθε το νερό; Κάνεις δεν ξέρει. Πληροφορίες αναφέρουν πως φέτος έφτασαν για δουλειά περίπου 300 άνθρωποι. Πόσοι είχαν φύγει; Πόσοι έμειναν; Πόσοι είναι ασφαλείς; Πόσοι έχασαν τη ζωή τους; Αρχεία αξιόπιστα δεν υπάρχουν, όταν οι εργοδότες δεν δηλώνουν τους εργάτες τους για να μην αναγκαστούν να πληρώσουν όσα η εργατική νομοθεσία προβλέπει. Λέγεται πως κάπου 50 με 70 Πακιστανοί έμειναν αποκλεισμένοι χωρίς τροφή και κουβέρτες και πως 8 άλλοι αγνοούνται. Ποιά είναι η πραγματικότητα; Θα φανεί όταν τραβηχτούν τα νερά. Τότε θα μάθουμε αν άνθρωποι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους που εξαφανίζεται όλο και περισσότερο κάτω από το νερό, αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης στην όποια οι ίδιοι καθόλου δεν συνέβαλαν (για ποιους ρύπους, τρύπα του όζοντος, τοξικά απόβλητα και υπερεκμετάλλευση πόρων να ενοχοποιηθεί το Μπαγκλαντές), πνίγηκαν τελικά σε ξένη γη. Κι αν οι δικοί τους θα το μάθουν ποτέ για να τους κλάψουν.
Με την ευκαιρία, έξω οι ξένοι
Μάνδρα, χωριό κοντά στη Λάρισα. Πιο πάνω από το χωριό, η δομή που στέγαζε 900 πρόσφυγες. Από αυτούς 200 είχαν άδεια εργασίας. Δούλευαν στη Λάρισα και τις γύρω περιοχές. Βήμα βασικό για να αρχίσουν μια ζωή, να αποκτήσουν γέφυρες με την τοπική κοινωνία. Η πλημμύρα δεν άγγιξε τη δομή στο Κουτσόχερο. Άγγιξε όμως τη ζωή όσων έμεναν σε αυτήν. Την περασμένη Τρίτη το βράδυ, ενώ εργαζόμενοι και ιθύνοντες του Δήμου προσπαθούσαν να στήσουν αναχώματα στα νερά, αποφασίστηκε αιφνιδίως και «υπηρεσιακώς» η εκκένωση της δομής και η μεταφορά των ανθρώπων στον Βόλο, τις Θερμοπύλες -σε εγκαταστάσεις εγκαταλελειμμένες- τη Ριτσώνα και αλλού. Η βεβιασμένη μετεγκατάσταση δικαιολογήθηκε ως αναγκαία ώστε στο Κουτσόχερο να φιλοξενηθούν πλημμυροπαθείς από τα γύρω χωριά. Μόνο που οι πλημμυροπαθείς δεν οδηγήθηκαν εκεί. Η περιοχή απαλλάχτηκε από τους απρόσκλητους ξένους.
Η ελληνική κοινωνία δεν συνήλθε από τις πυρκαγιές. Τώρα προστέθηκαν οι πλημμύρες. Η καταστροφή της τοπικής οικονομίας επαναφέρει την απειλή της μαζικής εσωτερικής μετανάστευσης, τον εφιάλτη μιας ακόμα μεγαλύτερης φτωχοποίησης και κοντά σε αυτήν την ισχυροποίηση ρατσιστικών πρακτικών που αναπτύσσονται εύκολα σε μια εκφασιζόμενη κοινωνία.
Το Δίκτυο Αλληλεγγύης Λάρισας καταγγέλλει τη δραστηριοποίηση φασιστικών ομάδων που με το πρόσχημα της προστασίας των πλημμυρισμένων περιοχών, επιδίδεται στο κυνήγι των ευάλωτων και απροστάτευτων.
Όσο η κοινωνική πολιτική θα συνεχίζει να απουσιάζει και η πίτα των διαθέσιμων οικονομικών πόρων θα μικραίνει, τόσο περισσότερο θα επικρατεί η ξενοφοβία και η ρατσιστική ρητορική.
Ελλάδα – φρούριο, κιβωτός του Νώε, παρανάλωμα. Μόνο που καμιά φωτιά και καμιά πλημμύρα δεν μπορεί να εξαφανίσει τη δυσανεξία απέναντι στον «άλλον». Μόνο εμείς μπορούμε, όσο με αλληλεγγύη στηρίζουμε ο ένας την άλλη.
Όλγα Αθανίτη