Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο 20ος αιώνας έκλεισε με την ηγεμονία- μονοκρατορία των ΗΠΑ. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα σημαδεύτηκε από την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και την επιστροφή της Ρωσίας στο παγκόσμιο προσκήνιο. Η ηγεμονία των ΗΠΑ αμφισβητείται από Κίνα-Ρωσία, αλλά η αμερικανική κυριαρχία είναι δεδομένη. Πρόκειται για την εποχή της μεγάλης ευκαιρίας ενσωμάτωσης της Ρωσίας στην Ευρώπη, ως συμμάχου και όχι ως αντιπάλου. Χάθηκε, όμως, λόγω αμερικανικών προκαταλήψεων και ευρωπαϊκής μυωπικής στρατηγικής.
Η δεύτερη δεκαετία ξεκίνησε με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την εξέλιξη της Κίνας σε πλήρη υπερδύναμη, με ζώνες επιρροής παγκόσμια. Η αμερικανική κυριαρχία τίθεται για πρώτη φορά σε αμφισβήτηση. Παράλληλα, η Ρωσία του Πούτιν ενσωματώνει την Κριμαία, παρεμβαίνει στρατιωτικά σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που προσεγγίζονται από τις ΗΠΑ, όπως και σε Μ. Ανατολή και Αφρική, επιβάλλοντας την παρουσία της στη Μεσόγειο. Το δυτικό εμπάργκο δεν εμπόδισε ιδιαίτερα την ανάπτυξη της. Η Μόσχα και το Πεκίνο ανέπτυξαν ενεργειακούς (Eurasia) και εμπορικούς δρόμους (BRI), αντίστοιχα, με κύρια απόληξη την Ευρώπη και την Αφρική και με αρκετές συγκλίσεις συμφερόντων.
Πλέον, η Ουάσιγκτον στοχεύει στον περιορισμό των ζωνών επιρροής των αντιπάλων της, με ανάσχεση Ρώσων και Κινέζων στα γεωγραφικά τους σύνορα και αμερικανική κυριαρχία στις θάλασσες. Αν και οι τρεις υπερδυνάμεις είναι ενσωματωμένες στον διεθνή καπιταλισμό, η σύγκρουση τους επεκτάθηκε σε πολλαπλά πεδία (νομισματικό, εμπορικό, τεχνολογικό, διαστημικό, ζώνες επιρροής).
Αλλά όλα αυτά, μέχρι την αιφνιδιαστική επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία και την αλλαγή της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Το νέο είδος Ψυχρού Πολέμου ήρθε για να επιδεινώσει την προϋπάρχουσα παγκόσμια ανισορροπία.
Η προεδρία Μπάιντεν, όπως αναμενόταν, έθεσε ως προτεραιότητα στην εξωτερική πολιτική την ενίσχυση του ΝΑΤΟ, ασκώντας κυρίως πίεση προς τη Ρωσία και, δευτερευόντως, προς την Κίνα (AUKUS-QUAD). Η συνεχής επέκταση του ΝΑΤΟ στην Αν. Ευρώπη την τελευταία εικοσαετία έγινε παραβιάζοντας τις συμφωνίες με τη Ρωσία. Οι χώρες της Αν. Ευρώπης έβλεπαν ευνοϊκά τη συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ, λόγω του φόβου απέναντι στη Ρωσία, ο οποίος έχει βαθιές ιστορικές ρίζες στην αυτοκρατορική και σοβιετική επικυριαρχία της Ρωσίας στην περιοχή, αλλά αφορά και τη σημερινή διείσδυση της Μόσχας στα πολιτικά δρώμενα των χωρών αυτών. Οι αλλαγές στις σφαίρες επιρροής στην περιοχή έφεραν τις δύο υπερδυνάμεις σε απόσταση αναπνοής. H προσπάθεια ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είχε δηλωθεί ως casus belli για τον Πούτιν. Ο στρατηγικά νευραλγικός άξονας της Ρωσίας, όπως και η ίδια η Μόσχα, απέχουν ελάχιστα από τα ουκρανικά σύνορα.
H ιμπεριαλιστική εισβολή της Ρωσίας ενάντια στην αδύναμη Ουκρανία και στο Διεθνές Δίκαιο θέτει εκ των πραγμάτων το παγκόσμιο σύστημα σε γεωπολιτική μεταβατική περίοδο.
Πρόκειται για μια συνολική κρίση γεωπολιτικών κινδύνων, ελλείψεων δημητριακών, εφοδιαστικής αλυσίδας, ενεργειακού ελλείμματος, κλιματικής αλλαγής, πανδημίας και κινδύνου στασιμοπληθωρισμού. Επιπρόσθετα, πρόκειται για κρίση των πρώτων υλών των ορυχείων, όπως το νικέλιο (Ρωσία 3η παγκόσμια παραγωγός), γραφίτες, κοβάλτιο, σπάνιες γαίες, λίθιο, παλλάδιο.
Η ΕΕ είναι η μεγάλη χαμένη διεθνώς από μια σύγκρουση εντός ευρωπαϊκού εδάφους, στο ενεργειακό, οικονομικό, προσφυγικό και γεωπολιτικό πεδίο. Η Γερμανία αισθάνεται «προδομένη» από τον Πούτιν, θεωρώντας ότι κατέστρεψε 50 χρόνια συμφωνίας Οστ Πολίτικ. Η άνοδος του Μακρόν στις δημοσκοπήσεις οφείλεται στην δημοφιλία της εξωτερικής πολιτικής του, για τις σημερινές προσπάθειες ειρήνευσης αλλά και γιατί είχε αρνηθεί πέρυσι την είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, διαβλέποντας ότι ανοίγει ο ασκός του Αιόλου. Κάτι που δεν πτόησε καθόλου την αμερικανική πολιτική, η οποία θεωρεί ότι είναι κοντά στους στόχους της: να καταστεί αναγκαία για την ΕΕ, μέσω του ΝΑΤΟ, να απομονώσει την Ρωσία και να δημιουργήσει στην Κίνα ένα στρατηγικό πρόβλημα.
Οι στρατηγικές-πολιτικές στοχεύσεις του Πούτιν στην Ουκρανία φαίνεται να περιλαμβάνουν:
(α) την αποφυγή περαιτέρω γεωπολιτικής πρόσδεσης της Ουκρανίας στη Δύση (δηλαδή τη μη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και, πιθανότατα, στην ΕΕ και τον μη εξοπλισμό της με απειλητικά για τη Μόσχα οπλικά συστήματα). Σε δεύτερη φάση, η Ρωσία θα επιθυμούσε την επαναφορά της Ουκρανίας στη ρωσική σφαίρα επιρροής.
(β) την αναγνώριση της ρωσικής προσάρτησης της Κριμαίας από τη διεθνή κοινότητα
(γ) τη γεωπολιτική αναβάθμιση του ρωσόφωνου πληθυσμού της χώρας, ιδιαίτερα σε Λουχάνσκ και Ντονέτσκ
Για την επίτευξη παρόμοιων στόχων, το Κρεμλίνο φαίνεται να έχει επεξεργαστεί εναλλακτικά σενάρια, τα οποία μπορούν να ενεργοποιηθούν, να αποσυρθούν ή να συνδυαστούν, ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων.
Το αρχικό σενάριο φαίνεται να προέβλεπε ένα κεραυνοβόλο χτύπημα που θα αποσταθεροποιούσε την ουκρανική κυβέρνηση (για την οποία η Μόσχα μάλλον είχε πειστεί ότι έπρεπε να φύγει από τη μέση), θα προκαλούσε γρήγορο τετελεσμένο, θα απέφευγε τις πολλές αντιδράσεις από πλευράς Ουκρανών και θα έφερνε τη διεθνή κοινότητα στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τη Ρωσία σε θέση ισχύος.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, οπότε, σήμερα, ο σχεδιασμός του Κρεμλίνου μπορεί, πλέον, να περιλαμβάνει -κλιμακωτά-: (α) την πίεση προς την ουκρανική κυβέρνηση να διαπραγματευθεί τους ρωσικούς όρους μέσω της αποκοπής της διεξόδου στη θάλασσα και της σταδιακής περίσφιξης των μεγάλων αστικών κέντρων και, ειδικά, του Κιέβου
(β) την κατάληψη μεγάλων αστικών κέντρων, την ανατροπή της κυβέρνησης και τη de facto διχοτόμηση της Ουκρανίας, ενδεχομένως στη γραμμή του ποταμού Δνείπερου, με ταυτόχρονο έλεγχο των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας, ίσως και έως την Υπερδνειστερία και
(γ) στο χειρότερο σενάριο για όλες τις πλευρές, την ανοιχτή ρωσική κατοχή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος της Ουκρανίας
Ο ουκρανικός λαός και ο ρωσικός λαός είναι τα κύρια θύματα του πολέμου, εκτός από τα φέρετρα που δεν έχουν χρώμα. Θύματα είναι επίσης η ουκρανική οικονομία, λόγω πολέμου, και η ρωσική, λόγω κυρώσεων.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, ο αδύναμος (παρά τις όποιες δυτικές ενισχύσεις) ουκρανικός στρατός προφανώς δεν μπορεί να νικήσει τη ρωσική στρατιωτική υπερδύναμη. Ο Πούτιν μπορεί να μην κατάφερε με την εισβολή του να αλλάξει την κυβέρνηση στο Κίεβο και να υποτίμησε το φρόνημα των Ουκρανών που παραμένουν στις επάλξεις των πόλεων, αλλά περιμένει απειλητικά την απάντηση Ζελένσκι στις απαιτήσεις του. Σε κάθε περίπτωση, οι κινήσεις του Πούτιν είναι στρατηγικά μελετημένες, εφαρμόζει περιορισμένο πόλεμο, οι απώλειες του είναι ελεγχόμενες, ελέγχει τη χώρα από αέρα και θάλασσα και δεν έχει χρησιμοποιήσει ακόμα μαζικά το φονικό οπλοστάσιό του. Δεν επιθυμεί σοβαρές απώλειες άμαχου πληθυσμού γιατί σκέφτεται το αύριο μετά τις διαπραγματεύσεις, αλλά και τη διεθνή του εικόνα. Όλα αυτά, όμως, μπορεί να αλλάξουν από την εξέλιξη των γεγονότων.
Η Ουκρανία, με τις εναπομείνασες σοβιετικές υποδομές, είναι μια χώρα περίπου 20 βιομηχανικών κολοσσών και κάποιων δεκάδων εγχώριων καπιταλιστών. Η χώρα έχει φτωχό λαό και υποδομές, παρουσιάζει μεγάλες ανισότητες, αναιμική δημοκρατία, εκτεταμένη διαφθορά και δύο κυρίαρχες πολιτικές στρατηγικές (φιλορωσική και φιλοαμερικανική), με έντονες εξάρσεις εθνικισμού, που τροφοδοτείται από τις δύο εθνικές ομάδες του ουκρανικού καπιταλισμού, αλλά ενισχύεται και από την επιρροή των δύο υπερδυνάμεων.
Ο Ζελένσκι μπορεί να έγινε λαοφιλής, αλλά τώρα είναι παγιδευμένος. Θα πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις, όσο και αν κωλυσιεργεί για να φθείρει τον Πούτιν.
Ο Ρώσος πρόεδρος, όπως είχε δηλώσει (Valdai Club στο Σότσι), είναι υπέρ ενός νέου παγκόσμιου συντηρητισμού, κρίνοντας ότι το δυτικό μοντέλο βρίσκεται σε παρακμή και είναι ανίκανο να διαχειρισθεί τις παγκόσμιες κρίσεις. Η συμπάθεια του με τον Τραμπ, οι στενές πολιτικές του σχέσεις με Σαλβίνι, Λεπέν, αλλά και τον ευρύτερο ευρωπαϊκό ακροδεξιό και εθνικιστικό χώρο, δείχνουν κύρια την αντίθεση του στην ενωμένη Ευρώπη αλλά και τις πολιτικές του συγγένειες. Το αυταρχικό, τσαρικού τύπου, μοντέλο διακυβέρνησης του Πούτιν πλαισιώνεται από μια ομάδα Ρώσων καπιταλιστών (ολιγάρχες) και στηρίζεται στον απολύτως ελεγχόμενο κρατικό μηχανισμό. Τα όποια δημοκρατικά δικαιώματα του ρωσικού λαού παραβιάζονται κατά κόρον, ενώ η διαφθορά είναι στα ύψη. Ο Πούτιν για να κερδίσει τις εκλογές χρησιμοποιεί τους κυβερνήτες των περιφερειών, που είναι απόλυτα εξαρτώμενοι οικονομικά από την κεντρική διοίκηση του Πούτιν.
Ο χρόνος κυλάει εις βάρος του Πούτιν, ο πόλεμος του κοστίζει σε απώλειες και χρήμα. Το δυτικό εμπάργκο σε εμπορικό, ενεργειακό, τραπεζικό, οικονομικό, χρηματοπιστωτικό, τεχνολογικό επίπεδο γίνεται ασφυκτικό. Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και τα αποθέματα χρυσού μπορούν να στηρίξουν τη Ρωσία για κάποια περίοδο, αλλά ο κίνδυνος πτώχευσης της οικονομίας της (11η παγκόσμια) απειλεί το παγκόσμιο σύστημα .
Μεγάλο κομμάτι των κυρώσεων ήταν αναμενόμενο για τον Πούτιν και, προφανώς, η κυβέρνησή του έχει επεξεργαστεί αντίμετρα και τρόπους διαφυγής . Η Ρωσία έχει δυνατότητες να κινηθεί χρηματοπιστωτικά στις ανεξέλεγκτες αγορές (παράγωγα, κρυπτονομίσματα) και στο παράλληλο τραπεζικό και διατραπεζικό σύστημα, ενώ λανσάρει το δικό της Ίντερνετ (Rucom).
Η στροφή στην Κίνα είναι επιβεβλημένη, ακόμα και αν ο πόλεμος τελείωνε σήμερα, γιατί οι κυρώσεις θα κρατήσουν επί μακρόν. Η Κίνα είναι σίγουρο ότι θα προσπαθήσει να επωφεληθεί οικονομικά και γεωπολιτικά (με soft power) της όλης κατάστασης, αλλά θα ισορροπήσει μεταξύ των τριών, καθότι οι εμπορικές σχέσεις της με ΗΠΑ και Γερμανία είναι κρίσιμης σημασίας.
Οι ΗΠΑ εκτιμούν ότι οι κυρώσεις μπορούν να δημιουργήσουν εσωτερική πίεση και κοινωνική αναταραχή που θα οδηγήσει σε υποχώρηση του Πούτιν ή ακόμα και σε αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία. Ήδη οι ΗΠΑ κατατάσσουν τη Ρωσία στις χώρες με το μέγιστο των κυρώσεων, μαζί με Β. Κορέα και Κούβα (αλλά όχι πια τη Βενεζουέλα του Μαδούρο). Πάντως, έχει τη σημασία του το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των χωρών της Αφρικής και Ασίας δεν συντάχθηκαν στη ΓΣ του ΟΗΕ με το αμερικανικό σχέδιο και ακόμα μεγαλύτερο ούτε με τις δυτικές κυρώσεις.
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία θέλουν την οικονομική συντριβή της Ρωσίας και την πτώση του Πούτιν. Ο Μπάιντεν με την συμφωνία AUKUS άδειασε τους Ευρωπαίους από τον Δυτ. Ειρηνικό. Η άρνησή τους να συμβάλουν στον περιορισμό της Κίνας και τη δημιουργία ενός «Παγκόσμιου ΝΑΤΟ» ήταν καθοριστική. Αντισταθμιστικά, οι Ευρωπαίοι ανέλαβαν ως ζώνες ευθύνης, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, την ήπειρό τους, τη Μέση Ανατολή και την Β. Αφρική ως τις χώρες Σαχέλ.
Η «αφύπνιση» της Ευρώπης…
Τουλάχιστον από το 2008 και μετά, ήταν φανερή η αδυναμία χάραξης ενιαίας στρατηγικής της νεοφιλελεύθερης ΕΕ των διευρυμένων ανισοτήτων και του δημοκρατικού ελλείμματος, προκειμένου να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό διεθνή ρόλο. Η Ευρώπη ήταν και παραμένει βασικό επίδικο των υπερδυνάμεων και, συνεπώς, πεδίο αντιπαράθεσής τους.
Η ΕΕ οφείλει να απαιτήσει μια διεθνή Συνθήκη τύπου Ελσίνκι 2 που θα εγγυάται την ασφάλεια και την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή. Μία συνθήκη μεταξύ ΗΠΑ, Ρωσίας, Ουκρανίας, ΕΕ και ίσως Κίνας με στόχο τον τερματισμό του πολέμου και την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων, την αποφυγή εμφυλίου πολέμου και την απόσυρση των ξένων μισθοφόρων, τον επαναπατρισμό των προσφύγων, την ουδετεροποίηση αλλά και την πληρωμή αποζημιώσεων στην Ουκρανία, την αποφυγή ανεξέλεγκτων εξοπλισμών στο ευρωπαϊκό έδαφος και να δοθούν εγγυήσεις ασφαλείας στην ΕΕ. Προϋπόθεση η λήψη άμεσων μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ίσως μια συνάντηση Μπάιντεν-Πούτιν.
Χωρίς μια νέα διεθνής συνεννόηση, σε περιβάλλον Ψυχρού Πολέμου, η παγκόσμια κρίση θα επιδεινωθεί όπως και η παγκόσμια ανασφάλεια, σε ένα ήδη αποσταθεροποιημένο παγκόσμιο σύστημα.
…και οι πολιτικές δυναμικές
Τις τελευταίες αυτές δραματικές ημέρες, πολύς λόγος γίνεται για την «αφύπνιση» της Ευρώπης, μετά από 15 χρόνια υποχώρησης στη διεθνή κονίστρα. Το πρώτο αντανακλαστικό των κέντρων εξουσίας στη Γηραιά Ήπειρο αφορά τη στρατηγική και την ενεργειακή αυτονομία από ΗΠΑ και Ρωσία. Ο πειρασμός αξιοποίησης του νέου ψυχροπολεμικού κλίματος για την προώθηση μιας αυταρχικής και αντιδημοκρατικής συναίνεσης, με παράλληλη ενίσχυση του στρατηγικού και ενεργειακού βραχίονα, είναι ισχυρός.
Στην πραγματικότητα, όμως, στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κατανοούν ότι, εάν η ΕΕ πρόκειται να αναδυθεί ως τέταρτος ισχυρός πόλος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, θα πρέπει να καταστήσει την ευρωπαϊκή οικοδόμηση πολύ πιο θελκτική στους λαούς της, δηλαδή να προτείνει μια προωθητική παραγωγική, κοινωνική και περιβαλλοντική συμφωνία στο εσωτερικό της, καθώς και μια νέα θεσμική αποκρυστάλλωση με αυξημένες κοινωνικές και δημοκρατικές δικλείδες ασφαλείας.
Με τις τελευταίες εξελίξεις, η ούτως ή άλλως πολυαναμενόμενη συζήτηση για τη μορφή της Ευρώπης μετά την πανδημία ίσως αποκτήσει πολύ πιο συνολικά χαρακτηριστικά, αλλά και καίρια σημασία, ανοίγοντας νέες δυνατότητες, όπως και επείγοντα καθήκοντα παρέμβασης για τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις της ηπείρου.
Η χώρα μας θα έπρεπε να επιμείνει στην πολυδιάστατη, φιλειρηνική εξωτερική πολιτική της, ως γέφυρα συνεννόησης μεταξύ των χωρών της περιοχής, καθώς και στο κομβικό ζήτημα της ενιαίας, κοινωνικής και δημοκρατικής Ευρώπης. Αντί αυτού, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει φανερά πια να τοποθετεί την Ελλάδα πολύ πιο κοντά στις χώρες της Αν. Ευρώπης. Η σκληρή φιλοαμερικανική διπλωματική γραμμή και η μίξη ακραίου νεοφιλελευθερισμού-alt.Right στο εσωτερικό της χώρας δεν πρέπει να αποδίδεται μόνο στη δουλικότητα απέναντι στον αμερικανικό παράγοντα και σε αντικοινωνικές ιδεοληψίες. Όλο και περισσότερο, φαίνεται ότι το πολιτικό σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη και του τμήματος της ελληνικής ελίτ που τον στηρίζει δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη χειραφέτηση της ΕΕ και την παραγωγική και κοινωνική ανάκαμψη της χώρας, αλλά για την προστασία του χρεοκοπημένου μοντέλου της εγχώριας παρασιτικής ελίτ με όποιον δυτικό προστάτη είναι πιο άμεσα διαθέσιμος.
Τελικά, ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του για το εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας».