Η Λορντ καταγράφει τον σωματικό πόνο μετά τη μαστεκτομή, τον παρατηρεί, τον ελέγχει, τον αντέχει, χάρη στην αγάπη, τη φιλία, την αλληλεγγύη. Μετέτρεψε τον αβάσταχτο πόνο που μόνο όσες γυναίκες τον έχουν περάσει μπορούν να γνωρίζουν, σε δύναμη
«Ερχεται η άνοιξη, κι εγώ ακόμα νιώθω την απελπισία να περιμένει σαν λευκό σύννεφο να με καταπιεί, να με τυλίξει σαν άλλος καρκίνος, να με βουλιάξει μέσα στην ακινησία, να με μεταβολίσει σε κύτταρα του εαυτού της∙ το σώμα μου, βαρόμετρο. Πρέπει να θυμίζω στον εαυτό μου τη χαρά, την ελαφράδα, το γέλιο που είναι τόσο ζωτικής σημασίας για τη ζωή και την υγεία μου. Αλλιώς, το άλλο πάντα θα περιμένει να με κατασπαράξει και να με ρίξει στην απελπισία. Και αυτό σημαίνει καταστροφή. Δεν ξέρω πώς, αλλά αυτό σημαίνει».
Μια μέρα του1978, καθώς η διάσημη μαύρη ποιήτρια, συγγραφέας, φεμινίστρια, και ακτιβίστρια Οντρι Λορντ ψηλάφιζε το δεξί της στήθος, ανακάλυψε έναν όγκο. Εξι μήνες μετά τη ριζική μαστεκτομή της λόγω του καρκίνου άρχισε να γράφει στο ημερολόγιό της «το υφαντό της καθημερινής της ύπαρξης, το πεδίο στο οποίο προπονείται για τον τρόπο που θα αντιμετωπίζει τις εκάστοτε κρίσεις».
Γεννημένη ως Audrey Geraldine Lorde, αφαίρεσε το γράμμα «y» από το όνομά της κατά την παιδική της ηλικία. Παντρεύτηκε τον Edwin Rollins, έναν λευκό ομοφυλόφιλο άνδρα, το 1962, έναν χρόνο αφότου απέκτησε το μεταπτυχιακό της στη Βιβλιοθηκονομία. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, πριν πάρουν διαζύγιο το 1970. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Town School στο Μανχάταν. Εγραφε ποίηση περίπου την ίδια εποχή και δίδασκε αγγλικά στο Hunter College. Κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή, «The First Cities», το 1968. Ακολούθησαν 11 επιπλέον τόμοι, συμπεριλαμβανομένων των πιο αξιοσημείωτων έργων της, «Coal» (1976) και «The Black Unicorn» (1978). Εγραψε επίσης πέντε συλλογές πεζογραφίας. Μία από αυτές είναι το βιβλίο «Ημερολόγια καρκίνου» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας από τις εκδόσεις Κείμενα σε μετάφραση της Ισμήνης Θεοδωροπούλου. Πρόκειται για ένα βαθιά υπαρξιακό αυτοβιογραφικό βιβλίο που εκδόθηκε αρχικά το 1980. Γραμμένο 18 μήνες μετά τη μαστεκτομή της, αποτελεί ένα κάλεσμα προς τις γυναίκες, ιδιαίτερα προς εκείνες που έχουν επιβιώσει από καρκίνο του μαστού, να εξετάσουν το νόημα της ασθένειας στη ζωή τους. Επιδιώκει να κατανοήσει και να μοιραστεί τι μπορεί να διδάξει η ασθένεια στις γυναίκες για τον σκοπό τους και για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα.
Προς το τέλος της ζωής της, η Λορντ πήρε το όνομα «Gamba Adisa», που σημαίνει «Πολεμίστρια: Αυτή που Κάνει Γνωστό το Νόημά της». Πέθανε στο σπίτι της στο St. Croix στις 17 Νοεμβρίου 1992, μετά από 14χρονη μάχη με τον καρκίνο.
Η Λορντ δεν πρόλαβε να δει το βιβλίο της να γίνεται και σήμερα η φωνή αμέτρητων γυναικών σε όλο τον πλανήτη που νόσησαν ή νοσούν. Μια σπαρακτική και ταυτόχρονα γενναία φωνή που μιλά για τον φόβο, για τη λύπη, για την απελπισία, για την ελπίδα, για την αγωνία. Και ταυτόχρονα μιλά για τις ανέτοιμες κοινωνίες που αντιμετωπίζουν τους καρκινοπαθείς –ακόμα και σήμερα– σαν τους άτυχους μιας σκληρής μοίρας και όχι των πολιτικών που δηλητηριάζουν τον πλανήτη προκαλώντας θανατηφόρες αρρώστιες.
«Οι γυναίκες που με κράτησαν όρθια εκείνη την περίοδο ήταν μαύρες και λευκές, ηλικιωμένες και νέες, λεσβίες, αμφιφυλόφιλες και ετεροφυλόφιλες – και όλες δίναμε την ίδια μάχη απέναντι στις τυραννίες της σιωπής. Ολες τους μου έδωσαν δύναμη και νοιάξιμο, και χωρίς αυτό δεν θα είχα καταφέρει να μείνω ζωντανή και ακέραιη. Εκείνες τις εβδομάδες του φόβου, που μου έκοβε τα πόδια, ήταν που έμαθα πως –μέσα σε αυτόν τον πόλεμο που έχουμε κηρύξει όλες μας απέναντι στις δυνάμεις του θανάτου, πόλεμο ανεπαίσθητο ή ανοιχτό, συνειδητό ή όχι– δεν είμαι μόνο θύμα, είμαι και μαχήτρια».
Η Λορντ καταγράφει τον σωματικό πόνο μετά τη μαστεκτομή, τον παρατηρεί, τον ελέγχει, τον αντέχει, χάρη στην αγάπη, τη φιλία, την αλληλεγγύη. «Δεν ήταν ο κάθε ένας πόνος από μόνος του συντριπτικός, αλλά όλοι μαζί συγχρονισμένοι, ή ακόμα και σε μικρά μπουλούκια, ήταν αβάσταχτοι». Μετέτρεψε τον αβάσταχτο πόνο που μόνο όσες γυναίκες τον έχουν περάσει μπορούν να γνωρίζουν, σε δύναμη.
Επειτα έρχεται ο φόβος της επιστροφής στην προηγούμενη ζωή. Η καθημερινότητα. «Οταν γύρισα στο σπίτι από το νοσοκομείο, ήταν δύσκολο να μη νιώσω παρίας. Υπήρχαν άνθρωποι που με απέφευγαν λόγω του δικού τους πόνου ή φόβου, και άλλοι που φαινόταν να περιμένουν πως θα γινόμουν ξαφνικά κάποια άλλη από αυτό που ήμουν πάντα, δηλαδή ο εαυτός μου και όχι κάποια αγία ή ο Βούδας. Ο πόνος δεν σε μαλακώνει ούτε σε εξευγενίζει, από την εμπειρία μου».
Από την οπτική γωνία της Λορντ η καλύτερη ποιότητα ζωής θα έρθει όχι αν η γυναίκα μάθει πως μπορεί να συμφιλιωθεί με τη ζωή της και τον θάνατό της και τη δική της προσωπική δύναμη, αλλά όταν φορέσει ένα «κανονικό» σουτιέν χωρίς να νοιάζεται για το κενό, χωρίς να το συμπληρώνει. Επίσης πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έχουν όσα γράφει για την «ενοχή» που φορτώνουν στις νοσούσες γυναίκες: «Η ιδέα ότι πρέπει να κάνουμε την καρκινοπαθή να νιώσει ενοχή που έχει καρκίνο, λες και με κάποιο τρόπο φταίει η ίδια που δεν βρισκόταν πάντοτε στη σωστή ψυχολογική διάθεση ώστε να αποτρέψει τον καρκίνο, είναι μια τερατώδης διαστρέβλωση της ιδέας ότι μπορούμε να χρησιμοποιούμε τις ψυχικές μας δυνάμεις για να συμβάλουμε στη θεραπεία μας. Αυτό το τρυπάκι των τύψεων στο οποίο οδηγήθηκαν να μπουν πολλές καρκινοπαθείς είναι μια επέκταση του συνδρόμου «φταίει το θύμα».
Η Λορντ, στο εμβληματικό αυτό βιβλίο για το γυναικείο φύλο, πολεμά τον διάβολο της απελπισίας με την ίδια της την ψυχή, δίνοντας παρηγοριά και ενθάρρυνση, θυμίζοντας σε όλες και όλους πως αυτές οι ουλές είναι τίτλος τιμής. Οπως καίρια επισημαίνει στον πρόλογό της η Τρέισι Κ. Σμιθ, μπορεί όσες νόσησαν να είναι θύματα στον κοσμικό πόλεμο ενάντια στην ακτινοβολία, στο ζωικό λίπος, στην ατμοσφαιρική ρύπανση, αλλά η μάχη μαίνεται ακόμη και εκείνες παραμένουν οι πιο δυνατές μαχήτριες.
Κυριακή Μπεϊόγλου
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ