Ξημερώματα, μόλις που χάραζε, κατέφθασαν τα καμιόνια της καταστολής γεμάτα πάνοπλους αστυνομικούς. Ασπρα κράνη, ασπίδες, όπλα ξεχύθηκαν παντού και έζωσαν την πλατεία απ’ όλες τις πλευρές. Στα μουλωχτά, σαν κλέφτες, οι πραιτοριανοί της κυβέρνησης πήραν θέσεις, ακροβολίστηκαν και παραφύλαγαν ετοιμοπόλεμοι. Κι από κοντά τα συνεργεία του εργολάβου ξεφόρτωναν τις λαμαρίνες, τις βάσεις μπετόν και τα εργαλεία της καταστροφής.
Αρχισαν ασθμαίνοντες να περιφράσσουν στα γρήγορα την πλατεία με το μεταλλικό οχυρωματικό τους «τείχος», να κλείνουν κάθε πρόσβαση σ’ αυτήν, έναν αδιαπέραστο κλοιό που την πνίγει σαν άλλη θηλιά στον λαιμό της. Ετσι δημιουργήθηκε και στα Εξάρχεια ένα απροσπέλαστο «Μέσα» και ένα «Εξω», δηλώνοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο το απόγειο της καθεστωτικής νοοτροπίας και αλαζονείας τους, ότι ο δημόσιος χώρος της πόλης τούς ανήκει και τον κλείνουν σαν να ήταν ιδιοκτησία τους, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν.
Αυτή η πολιτική των επεμβάσεων στα Εξάρχεια έχει από καιρό διαμορφωθεί στις μητροπόλεις της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης: οι ριζοσπάστες κοινωνιολόγοι την απέδωσαν στην ανάδυση του «τιμωρητικού κράτους» (L. Wacquant) που αντικατέστησε το κράτος πρόνοιας και τη διαμόρφωση της πόλης της «μετα-δικαιοσύνης» (D. Mitchell) ή της «εκδικητικής πόλης» (N. Smith). Αυτού του είδους οι επεμβάσεις έχουν ένα απολύτως ενιαίο πλαίσιο αξιών, την υπόσχεση της τάξης και της ασφάλειας σε αστικούς πληθυσμούς που βομβαρδίζονται από ρεπορτάζ τα οποία παρουσιάζουν το κέντρο ως κοιτίδα κάθε είδους ανομίας. Και απολύτως ίδιο σκοπό: να εξασφαλίσουν νέες περιοχές κερδοφορίας για κεφάλαια που επενδύονται στον αστικό εξευγενισμό και την ιδιωτική εκμετάλλευση των δημόσιων αστικών αγαθών.
Από αυτή την άποψη ο σταθμός του μετρό στην καρδιά των Εξαρχείων δεν αποτελεί μια τεχνική επιλογή, ούτε έχει στόχο να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των πολλών. Αποτελεί ένα καίριο μέσο για την ενσωμάτωση μιας γειτονιάς του κέντρου στη στρατηγική ενός νεοφιλελεύθερου σχεδιασμού για την πόλη της Αθήνας. Λίγοι κάτοικοι θα ωφεληθούν από την προσθήκη ενός σταθμού σε μια περιοχή πού ήδη εξυπηρετείται από σταθμούς οι οποίοι είναι ήδη σε μικρή απόσταση (Ομόνοια, Βικτώρια και Πανεπιστήμιο), αλλά και από δύο νέους που προστίθενται με τη γραμμή 4 (Μουστοξύδη και Ακαδημίας), καθώς και από γραμμές λεωφορείων (πολύ περισσότερες ευκαιρίες μετακίνησης από εκείνες που παρέχονται σε πολλές αντίστοιχες γειτονιές). Τα Εξάρχεια με έναν σταθμό φυτεμένο στο κέντρο τους (αν ποτέ υλοποιηθεί) θα είναι μετά από χρόνια ακόμη ένας κρίκος στην τουριστικοποίηση της πόλης.
Στο όνομα ενός τέτοιου «αναπτυξιακού» μέλλοντος ένας σημαντικός και εμβληματικός ανοιχτός χώρος της πόλης μετατράπηκε σε ιδιωτικό τσιφλίκι, απαγορεύοντας στους πολίτες της Αθήνας ακόμη και να δουν στο εσωτερικό του. Γιατί χρειάζεται να μείνει αθέατο το έγκλημα που διαπράττουν καταμεσής στον Αύγουστο, τώρα που η πόλη είναι άδεια. Οι «λαμαρίνες της ντροπής» όμως μάταια προσπαθούν να κρύψουν το πετσόκομμα και τον θάνατο των ψηλών δέντρων. Η πρωτοφανής καταστροφή, όσα ΜΑΤ και να επιστρατεύσουν, όσες λαμαρίνες κι αν υψώσουν, θα τους χαρακτηρίζει και θα τους στιγματίζει εσαεί. Εκδικητική πολεοδόμηση, τιμωρητική επέλαση σε έναν τόπο που χρόνια τρέφει την αμφισβήτηση και την εναλλακτική παραγωγή της τέχνης και του πολιτισμού, έμπρακτη αναπαραγωγή επιλογών που διευρύνουν τη «χωρική αδικία» και τον χωρικό στιγματισμό.
Κάνεις να στρίψεις στη γωνία και αντικρίζεις τα βλοσυρά βλέμματα των αστυνομικών που στέκουν πάνοπλοι, κοιτάζοντάς σε εξονυχιστικά από πάνω ώς κάτω, ως εν δυνάμει ύποπτο, ως παράνομο, κάτι σαν τους «εσωτερικούς εχθρούς» που παρακολουθούν και κρυφακούνε στου Μαξίμου. Θαρρείς και ζεις σε μια κατεχόμενη και όχι ελεύθερη χώρα, όπου οι πάμπολλοι αστυνομικοί που περιπολούν σε κάνουν να αισθάνεσαι ξένος και ανεπιθύμητος στην ίδια σου τη γειτονιά. Κάθε τόσο δημιουργούν εντάσεις δίχως λόγο, προσπαθώντας εναγωνίως να στρέψουν τα φώτα της δημοσιότητας στα δήθεν επεισόδια των Εξαρχείων, ελπίζοντας ότι έτσι θα ξεχαστεί το μέγα σκάνδαλο των παράνομων παρακολουθήσεων που έχει συνταράξει το πανελλήνιο και έχει κάνει διεθνώς ρεζίλι τη χώρα μας.
Ομως ακριβώς ίδια είναι η αιτία της δημοκρατικής εκτροπής τόσο όσον αφορά τις «επισυνδέσεις» (ο πρόσφατος ευφημισμός των υποκλοπών) όσο και τον αφανισμό των τελευταίων υπαίθριων χώρων αναπνοής και πρασίνου της πρωτεύουσας. Οπως καταστρατηγείται η ατομική ελευθερία και τα προσωπικά δεδομένα πολιτικών, δημοσιογράφων και ποιος ξέρει πόσων άλλων ακόμη, έτσι καταλύεται και το δημοκρατικό δικαίωμα του δημότη της Αθήνας να έχει λόγο για την πόλη του και να αγωνίζεται για την προάσπισή της. Τα «λαμαρινένια τείχη» της ντροπής ήδη έχουν καταρρεύσει ως χάρτινοι πύργοι στα μάτια των πολιτών, μόνο και μόνο από το γεγονός ότι το εργοτάξιο στην πλατεία φρουρείται και φυλάσσεται ακριβώς απ’ αυτούς που υποτίθεται ότι έρχεται να εξυπηρετήσει και να διευκολύνει.
Τι κι αν διαδηλώνουν οι κάτοικοι της γειτονιάς: η οικογένεια που μένει στο πάνω διαμέρισμα, οι γείτονες από το απέναντι νεοκλασικό, οι φίλοι που κατοικούν λίγα στενά πιο πάνω; Κανείς δεν άκουσε τα αιτήματά τους, κανείς δεν συζήτησε μαζί τους στο παρελθόν, δεν ακολούθησε δηλαδή τον δημοκρατικό δρόμο του διαλόγου (όταν πρόκειται για δημόσια έργα) και όχι εκείνον του «αποφασίζουμε και διατάζουμε» που παραπέμπει στα πιο σκοτεινά αυταρχικά καθεστώτα. Η επιβολή διά της βίας των σχεδίων που η κυβέρνηση επιχειρεί να εφαρμόσει, δηλώνει έμπρακτα πια και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τον «σεβασμό» που επιδεικνύει στη γνώμη και τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Δηλώνει την πλήρη απαξίωση κάθε προοπτικής συμμετοχής των ενεργών πολιτών και των συλλογικοτήτων τους στον σχεδιασμό της πόλης που σημαίνει: μαζί με τους κατοίκους και όχι απέναντι σ’ αυτούς, για τις ανάγκες και τα όνειρα των πολλών και όχι για τα κέρδη των λίγων! Παράλληλα, με τη συστηματική παραπληροφόρηση και προπαγάνδα επιχειρεί να επιβάλει το ψεύδος ως αλήθεια: ότι δήθεν μια μικρή μόνο μειοψηφία δεν θέλει τον σταθμό στην πλατεία και πως άλλοι είναι οι λόγοι της αντίδρασης των κατοίκων.
Οι κάτοικοι όμως με την καθημερινή παρουσία τους έξω από τα «λαμαρινένια τείχη» φωνάζουν και διαδηλώνουν για το αίσχος που συντελείται στην ιστορική πλατεία τους και την κατασυκοφαντημένη γειτονιά τους. Με τα κείμενα και τις αφίσες που τοιχοκολλούν στις πόρτες των σπιτιών, με τις ανοιχτές συνελεύσεις που οργανώνουν κάθε βδομάδα εδώ και μήνες, με τις δημόσιες συζητήσεις και τώρα τελευταία με τις μαύρες σημαίες που κρεμάνε στα μπαλκόνια τους ως ένδειξη πένθους για τον οριστικό θάνατο του μοναδικού πνεύμονα πρασίνου που τους είχε απομείνει.
Η αυτοοργάνωση των κατοίκων μέσα από ακηδεμόνευτες συνελεύσεις και δράσεις αλληλεγγύης και συντροφικότητας, είναι η μόνη ελπίδα ότι τίποτε δεν έχει χαθεί ακόμη. Και είναι οι πολλοί αυτοί που στέκονται εμπόδιο στον πρόσκαιρο, αλλά κυρίως μακροπρόθεσμο και οριστικό εξευγενισμό της γειτονιάς τους. Μόνο μέσα από τον αγώνα των «ενεργών πολιτών» μπορεί να διασφαλιστεί η λειτουργία της δημοκρατίας, αλλά και το μέλλον της πόλης όπως το ονειρεύονται και το υπερασπίζονται οι κάτοικοί της.
Γιατί τι άλλο είναι η πόλη από αυτούς τους ίδιους τους κατοίκους της;
Ο Τάσης Παπαϊωάννου είναι Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Ο Σταύρος Σταυρίδης είναι Αρχιτέκτων-καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ