Τους τελευταίους μήνες έχουν γίνει αρκετές συζητήσεις σχετικά με την περίφημη ατομική ευθύνη, η οποία σύμφωνα με την κυβέρνηση ευθύνεται για τη γιγάντωση του δεύτερου κύματος της πανδημίας στη χώρα μας. Ως απάντηση στις κυβερνητικές αιτιάσεις, έχει αρθρωθεί κριτικός λόγος σχετικά με τις επιλογές που έγιναν, τόσο μετά την αποκλιμάκωση των περιοριστικών μέτρων της πρώτης περιόδου και το άνοιγμα του τουρισμού, όσο και για την εν γένει διαχείριση της πανδημίας στο δεύτερό της στάδιο. Το παρόν κείμενο ωστόσο στοχεύει περισσότερο στο να εμπλακεί σε μια κριτική επισκόπηση ενός άλλου σημαντικού θεσμικού παράγοντα, ο οποίος λίγο έχει απασχολήσει τον δημόσιο διάλογο σχετικά με τις ευθύνες που μπορεί να φέρει. Αυτός ο θεσμικός παράγοντας δεν είναι άλλος από τη δημοσιογραφία, ή για το θέσουμε πιο σωστά τα ιδιωτικά και κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τα ΜΜΕ είχαν και έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον διαμοιρασμό ευθυνών ένθεν κακείθεν, ενώ έγιναν στόχος «επιθέσεων» καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, λόγω και της χρηματοδότησης που δέχθηκαν μέσω της περιβόητης «λίστας Πέτσα». Ωστόσο, σε κανένα σημείο δεν έχουν επιχειρήσει να μπουν σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης για το ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος τους σε αυτή την υγειονομική κρίση και κατά πόσο τον επιτέλεσαν με επιτυχία. Επομένως, αυτό το άρθρο θα επιχειρήσει μια κριτική ανασκόπηση του ρόλου των ΜΜΕ, σε αντιπαράθεση με τον κανονιστικό τους ρόλο, αλλά και την ευρύτερη λειτουργία τους στο ελληνικό σύστημα εξουσίας. Αξίζει να σημειωθεί εξαρχής ότι στόχος του κειμένου δεν είναι μια συλλήβδην κατηγορία κατά των δημοσιογράφων, η οποία θα ήταν εντελώς εσφαλμένη, αλλά μια συγκεκριμένη κριτική των μεγάλων οργανισμών ΜΜΕ του Τύπου, της τηλεόρασης και του διαδικτύου, αλλά και των επιχειρηματικών ομίλων που κατέχουν την ιδιοκτησία τους.
Αρχικά, για να μπορέσουμε να καταλογίσουμε οποιαδήποτε ευθύνη σε κάποιον θεσμό, πρέπει να αναλογιστούμε τι είδους ικανότητα αυτενέργειας διαθέτει μέσα στο ευρύτερο πλέγμα εξουσίας, αλλά και τον ευρύτερο κανονιστικό ρόλο που του αναλογεί. Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη θεώρηση, τα ΜΜΕ οφείλουν να λειτουργούν σαν ένα είδος άτυπης «τέταρτης εξουσίας», η οποία ελέγχει τις άλλες τρεις εξουσίες και διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας. Θεωρητικά, η ελεύθερη αγορά δημιουργεί μια «αγορά ιδεών», μέσα από την οποία οι καλύτερες ιδέες επιβραβεύονται και επικρατούν στη δημόσια σφαίρα. Μέσα σε αυτήν τη θεώρηση, τα ΜΜΕ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ουδέτεροι δίαυλοι, οι οποίοι οφείλουν να μεταφέρουν την πληροφορία με τρόπο ουδέτερο και αντικειμενικό. Αυτή η θεώρηση των ΜΜΕ έχει διαψευστεί, τόσο από την ίδια την πραγματικότητα, όσο και από τη θεωρητική δουλειά και έρευνα επιστημόνων που προέρχονται από την παράδοση της κριτικής πολιτικής οικονομίας της επικοινωνίας. Όπως εξηγεί ο Garnham, «τα ΜΜΕ ανήκουν σε μια καθορισμένη κοινωνική ομάδα, η οποία επιδιώκει οικονομικούς ή πολιτικούς στόχους, και καθορίζει ποια νοήματα κυκλοφορούν και ποια όχι, ποιες ιστορίες λέγονται σχετικά με ένα θέμα, ποια επιχειρήματα αναδεικνύονται» (1995, σ. 65). Επομένως, είναι σημαντικό πριν προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στο παράδειγμα της επικοινωνιακής διαχείρισης της πανδημίας, να εξετάσουμε ποια είναι η ταυτότητα των ΜΜΕ ως πολιτικός θεσμός εντός του ελληνικού συστήματος εξουσίας.
Για να εξετάσουμε τα ΜΜΕ εντός του συστήματος εξουσίας, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τις δομές της πολιτικής εξουσίας, τη δομή της καπιταλιστικής αγοράς, τη δομή του κράτους και το πώς ευθυγραμμίζονται απέναντί τους οι δομές των ΜΜΕ. Εντός της καπιταλιστικής Δύσης, υπάρχουν διάφορες μορφές μιντιακών συστημάτων και τοποθέτησης των ΜΜΕ στο ευρύτερο πλέγμα εξουσίας, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί από την αποκρυστάλλωση δημοσιογραφικών πρακτικών όπως αυτές καθοδηγήθηκαν από την ιστορική παράδοση της κάθε χώρας, την ιδιαίτερη κουλτούρα της και τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας της. Οι Hallin και Mancini (2004) έχουν προτείνει τρία κανονιστικά μοντέλα λειτουργίας των μιντιακών συστημάτων, ομαδοποιώντας διάφορες χώρες που εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα, εντός αυτής της ομαδοποίησης, κατατάσσεται στο «Πολωμένο Πλουραλιστικό» σύστημα, μαζί με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Οι Hallin και Παπαθανασόπουλος (2002) διακρίνουν πέντε βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού μιντιακού συστήματος: χαμηλά επίπεδα κυκλοφορίας των εφημερίδων, μια παράδοση προώθησης πολιτικών θέσεων στη δημοσιογραφία, εργαλειοποίηση των ιδιωτικών ΜΜΕ από τους ιδιοκτήτες τους με σκοπό την επίτευξη οικονομικών και πολιτικών στόχων, πολιτικοποίηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και χαμηλή ανάπτυξη της δημοσιογραφίας ως ανεξάρτητο επάγγελμα. Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο άσκησης της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Η χαμηλή κερδοφορία των ΜΜΕ, για παράδειγμα, σημαίνει ότι ο Τύπος στην Ελλάδα «δημιουργείται κυρίως για να εξυπηρετήσει τον στόχο της δημιουργίας πολιτικής, παρά τη δημιουργία πλούτου» (Hallin & Papathanassopoulos, 2002, σσ. 182-183). Επίσης, τα Μέσα στην Ελλάδα είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενα από το κράτος, το οποίο είναι η κύρια κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης (Papatheodorou & Machin, 2003). Επομένως, κατά βάση οι έλληνες καπιταλιστές αποκτούν δημοσιογραφικούς οργανισμούς για να τους χρησιμοποιήσουν ως εργαλεία άσκησης πίεσης στην πολιτική εξουσία και διασφάλισης των οικονομικών τους συμφερόντων σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αυτό δημιουργεί και το παράδοξο ελληνικό φαινόμενο της αύξησης των οργανισμών ΜΜΕ στην Ελλάδα, παρά τη σμίκρυνση της αγοράς και την οικονομική κρίση του κλάδου από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, καθώς και τη διαρκή είσοδο ισχυρών καπιταλιστών στην αγορά των ΜΜΕ, με την εξαγορά χρεοκοπημένων ομίλων. Μάλιστα, η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα την περασμένη δεκαετία, καθώς και η εντατικοποίηση της δημοσιογραφικής εργασίας μέσω της εισαγωγής νέων ψηφιακών τεχνολογιών, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όξυνση φαινομένων εργαλειοποίησης των ΜΜΕ από την ιδιοκτησία τους και στον περαιτέρω έλεγχο και περιορισμό της αυτενέργειας του δημοσιογραφικού δυναμικού της χώρας (Kostopoulos, 2020).
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον πρέπει να εξεταστεί η λειτουργία των ΜΜΕ κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης της πανδημίας και η αποτυχία τους να ασκήσουν ωφέλιμη κριτική που ίσως να προλάβαινε τα χειρότερα. Η αρχή της αποτυχίας της διαχείρισης του δεύτερου κύματος της πανδημίας πρέπει να εντοπιστεί στην κατασκευή του «success story» της διαχείρισης του πρώτου κύματος, το οποίο ενθουσιωδώς υιοθέτησαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ χωρίς οποιαδήποτε κριτική διάθεση. Παρόλο που υπήρχαν, τόσο πολιτικοί, όσο και δημοσιογραφικοί χώροι από τα λεγόμενα «εναλλακτικά μέσα» που άρθρωσαν κριτική προς αυτό το αφήγημα επιτυχίας της κυβέρνησης, δεν είδαμε ποτέ παρόμοια διάθεση από τα mainstream Μέσα. Η κακή κατανόηση του τι ακριβώς συνέβη στο διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 2020 και η αποθέωση των περιοριστικών πολιτικών που ακολουθήθηκαν ως «πανάκειας», υπήρξε πολύ κακός σύμβουλος για την συνέχεια της πανδημίας. Συγκεκριμένα, τα κυρίαρχα Μέσα απέτυχαν να αντιληφθούν το μέγεθος της διασποράς του ιού στην κοινότητα κατά την πρώτη φάση, το οποίο ήταν μικρό λόγω της χαμηλής κινητικότητας πληθυσμών στις πύλες εισόδου/εξόδου της χώρας κατά τους χειμερινούς μήνες. Η χαμηλή διασπορά του ιού στην κοινότητα έπαιξε καίριο ρόλο για τη μεγάλη επιτυχία των περιοριστικών πολιτικών, οι οποίες την ίδια στιγμή απέτυχαν παταγωδώς σε χώρες με παρόμοιο πληθυσμό, αλλά με πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα, όπως το Βέλγιο.
Η αποτυχία να γίνει οποιασδήποτε μορφής κριτική στο κυβερνητικό αφήγημα, άνοιξε τον δρόμο για το φιάσκο του «ασφαλούς» ανοίγματος του τουρισμού. Τα κυρίαρχα ΜΜΕ δεν έπαιξαν τον ρόλο που θα έπρεπε να έχουν ως επιτηρητές της διαδικασίας, αντίθετα λειτούργησαν ως χειροκροτητές εν μέσω πληθώρας καταγγελιών για τη χαλάρωση των πρωτοκόλλων υποδοχής. Το ίδιο φυσικά συνέβη και με όλες τις άλλες καταγγελίες που τα κυρίαρχα ΜΜΕ απέτυχαν να φέρουν στο φως σε αυτή την περίοδο. Οι διαμαρτυρίες των υγειονομικών υπαλλήλων για την επικίνδυνη χαλάρωση και την ελλιπή προετοιμασία για το δεύτερο κύμα που γνωρίζαμε ότι έρχεται μετά το καλοκαίρι, οι οποίες δεν βρήκαν χρόνο φιλοξενίας στα δελτία ειδήσεων και τα πρωτοσέλιδα. Οι καταγγελίες για αποκρύψεις κρουσμάτων σε τουριστικές περιοχές που δεν διερευνήθηκαν ποτέ. Κανένα ρεπορτάζ δεν έγινε για το ποιος κερδίζει και το τι κινδυνεύουμε να χάσουμε από αυτό το άνοιγμα του τουρισμού.
Ελλιπή κριτική επίσης άσκησαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ στις κυβερνητικές παλινωδίες, στα ακατανόητα μέτρα με επικοινωνιακή κύρια στόχευση παρά υγειονομική και στην εμφανή έλλειψη σοβαρού πλάνου διαχείρισης τους μήνες πριν από το δεύτερο λοκντάουν. Η «ατομική ευθύνη» και οι «ανεύθυνοι νέοι» έγιναν από αφηγήματα της κυβέρνησης, «σημαίες» των ΜΜΕ. Καμία κριτική για την κατάσταση στους χώρους δουλειάς που «γεννούσαν» συνεχώς ιστορίες πολλαπλών κρουσμάτων, ελάχιστη κριτική για την κατάσταση στα ΜΜΜ που πάντα κατέληγε στην αδυναμία βελτίωσής της και εν χορώ καταδίκη της κινητοποίησης των μαθητών, οι οποίοι προειδοποίησαν έγκαιρα για το τι συμβαίνει στα σχολεία και πού οδηγείται η κατάσταση. Παράλληλα με την αποτυχία να ασκηθεί σοβαρή κριτική στις κυβερνητικές επιλογές, τα ΜΜΕ ευθύνονται εν μέρει και για την υπερβολική δημοσιότητα που δόθηκε στο λεγόμενο «κίνημα των αρνητών», είτε της πανδημίας εν γένει, είτε των μασκών ή και των εμβολίων πλέον. Το εν λόγω «κίνημα» αποτέλεσε έναν χρήσιμο και εύκολο αντίπαλο, τόσο για να συντηρηθεί το αφήγημα της ατομικής ευθύνης και να μετακινηθούν οι ευθύνες στον λαό, όσο και για συκοφαντούν γνήσιες κριτικές φωνές, όπως των μαθητών.
Θα μπορούσαν να έχουν λειτουργήσει διαφορετικά; Φυσικά, και αυτό το καταμαρτυρούν τόσο η λειτουργία των λεγόμενων «εναλλακτικών» Μέσων όσο και η ίδια η λειτουργία των κυρίαρχων Μέσων μετά την επιβολή νέων περιοριστικών μέτρων από την κυβέρνηση. Η ζοφερή πραγματικότητα «ανάγκασε» τα κυρίαρχα Μέσα να μιλήσουν για την κακή κατάσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο βρίσκεται κάτω από τρομερή πίεση και να δώσουν βήμα σε υγειονομικούς υπαλλήλους που περιγράφουν την ελλιπή προετοιμασία που έγινε για το δεύτερο κύμα. Η αποτυχία του δεύτερου λοκντάουν δημιουργεί ρωγμές στο αφήγημα επιτυχίας της πρώτης περιόδου. Τα ίδια τα στελέχη της κυβέρνησης έχουν αρχίσει πλέον να αμφισβητούν την ορθότητα του πλάνου για το άνοιγμα του τουρισμού και τη διαχείρισή του. Θα μπορούσαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ να δώσουν χώρο και χρόνο σε περισσότερους επιστήμονες. Θα μπορούσαν να δώσουν χώρο και χρόνο σε πολιτικούς και από άλλους χώρους που θα έθεταν αυτοί τα ερωτήματα που ίσως δεν ήθελαν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι να θέσουν. Ωστόσο, αυτά δεν έγιναν γιατί η πολιτική οικονομία του μιντιακού συστήματος στην Ελλάδα δεν θέλει ΜΜΕ που θα επιτελούν τον κανονιστικό ρόλο της δημοσιογραφίας, αλλά ΜΜΕ-εργαλεία στα χέρια των ιδιοκτητών τους ώστε να καλλιεργούν σχέσεις με οποιαδήποτε μορφή πολιτικής εξουσίας. Είτε αυτή εκφράζεται μέσα από μια σταθερή ταξική/ιδεολογική/κομματική σκοπιά, είτε από μια πιο οπορτουνιστική στάση ευθυγράμμισης με οποιοδήποτε κόμμα βρίσκεται στην εξουσία (Kostopoulos, 2020). Φυσικά, το να είναι πολιτικοποιημένη η δημοσιογραφία δεν είναι κάτι κακό από μόνο του και πιο απολιτίκ μιντιακά συστήματα, όπως παραδείγματος χάριν το αμερικάνικο, δεν προσφέρουν καλύτερη ποιότητα πληροφορίας καθώς έχουν άλλες παθογένειες που δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν. Ωστόσο, υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει την πολιτικοποιημένη αντίληψη της πραγματικότητας και τη λειτουργία του δημοσιογράφου ως cheerleader της εξουσίας. Και δυστυχώς, σε μια ακόμη κρίσιμη καμπή της ελληνικής ιστορίας τα κυρίαρχα ΜΜΕ απέτυχαν παταγωδώς να την περπατήσουν.
Ανάλυση του ΧρήστουΚωστόπουλου, Λέκτορα Μαζικής Επικοινωνίας, Curtin University Malaysia – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #3» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ
Πηγή: ΕΝΑ