Macro

Οι επαναπροωθήσεις ως εργαλείο ελέγχου και καταστολής των προσφυγικών ροών

Με τον όρο επαναπροώθηση (pushback) αναφερόμαστε σε απαγορευμένες πρακτικές και όχι οργανωμένες πολιτικές του σύγχρονου κράτους, μέσω των οποίων πρόσφυγες και μετανάστες αναγκάζονται να επιστρέψουν στα σύνορα της προηγούμενης χώρας διέλευσής τους, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση ασύλου και ανεξάρτητα από τις πραγματικές συνθήκες στις οποίες βρίσκονται τη συγκεκριμένη στιγμή. Eπαναπροωθήσεις γίνονται είτε όταν τα άτομα βρίσκονται σε κίνηση σε χερσαία ή θαλάσσια περιοχή, είτε μετά την άφιξή τους στη χώρα προορισμού και πριν την επίσημη καταγραφή τους. Με βάση τα παραπάνω, οι επαναπροωθήσεις αποτελούν παράνομες πρακτικές συλλογικής απέλασης και ισοδυναμούν με σοβαρές και πολλαπλές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Από τη συμφωνία της Λισαβόνας του 2007 όπου η Ευρώπη από Γη της Επαγγελίας για τους μετανάστες μετατρέπεται σε φρούριο, οι μεταναστευτικές ροές χάνουν τον νόμιμό τους χαρακτήρα και μετατρέπονται σε ανεπιθύμητους πληθυσμούς. Αυτό οδήγησε αυτόματα σε παράλληλες παρακρατικές σκοτεινές μεθόδους απώθησής τους, με αποτέλεσμα ήδη από το 2012–13 να έχουμε καταγραφές στο πεδίο του φαινομένου των επαναπροωθήσεων. Από την επίσημη έναρξη της προσφυγικής κρίσης με την Έκτακτη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 23 Απριλίου του 2015, αυτές οι παράνομες πρακτικές εφαρμόζονται άμεσα τόσο στα χερσαία σύνορα του Έβρου, όσο και στη θαλάσσια περιοχή των ελληνικών ακριτικών νησιών που γίνονται τόποι υποδοχής των προσφυγικών πληθυσμών. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι καμία κυβέρνηση ποτέ δεν ενεπλάκη επίσημα στις πρακτικές αυτές. Όμως, είναι εξίσου σαφές ότι στα συνοριακά εδάφη οι αρμόδιοι φορείς, οι διεθνείς οργανώσεις και οι ΜΚΟ που εμπλέκονται στην υποδοχή των προσφύγων δεν έπαψαν από τότε να καταγράφουν τέτοια περιστατικά, άλλες φορές πυκνότερα, άλλες πιο σπάνια. Την ίδια στιγμή, καμία κυβέρνηση στην Ελλάδα δεν κατάφερε να ελέγξει και να αποτρέψει τις επαναπροωθήσεις, με αποτέλεσμα να κατηγορηθούν τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο και να βρεθούν αντιμέτωπες με προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Πίσω από αυτές τις αντιδημοκρατικές, ανθρωπιστικά άθλιες πρακτικές κρύβεται η αρχή της ασφαλειοποίησης των εθνικών κοινωνιών. Τα προβλήματα ασφάλειας δεν προέρχονται από προηγούμενες εσωτερικές κρίσεις ή αντικειμενικές μετρήσεις σχετικά με το πόσο επικίνδυνα είναι στην πραγματικότητα. Αντίθετα, αναδύονται και διαδίδονται διαμέσου της λεκτικής ερμηνείας και κατανόησής τους ως «υπαρξιακές απειλές» σε κεντρικές κοινωνικές αξίες, μια διαδικασία που ορίζεται ως ασφαλειοποίηση. Η ασφαλειοποίηση γίνεται κατανοητή σε αυτό το πλαίσιο ως το αποτέλεσμα μιας συναινετικής διαδικασίας όπου η πολιτική́ ελίτ και η κοινωνία έρχονται σε κοινή γνώση και σιωπηρή συμφωνία ότι η συγκεκριμένη «απειλή» χρήζει άμεσης αντιμετώπισης χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα. Κάπως έτσι, γίνονται κοινωνικά ανεκτές και εν τέλει αποδεκτές οι επαναπροωθήσεις, οι οποίες τις περισσότερες φορές συνοδεύονται από ύβρεις, βασανιστήρια, άμεση απειλή ή και απώλεια της ανθρώπινης ζωής. Το αποτέλεσμα είναι ότι καταρρίπτουν τους φυσιολογικούς και ισχύοντες κανόνες, αγνοώντας κάθε νομικό́, οικονομικό́ και ηθικό́ ενδοιασμό́. Στην πραγματικότητα, το ιδεολογικό υπόβαθρο ασφαλειοποίησης της κοινωνίας αποτελεί ένα ισχυρό και παράνομο εργαλείο ελέγχου και καταστολής των προσφυγικών ροών. Όμως, καθώς οι διαδικασίες για την καταγραφή της αίτησης ασύλου έχουν στην πράξη μεγάλα χρονικά διαστήματα αναμονής και νομικά κενά, δίνεται η δυνατότητα στην ακτοφυλακή να εφαρμόσει χωρίς έλεγχο και ουσιαστική αντίσταση τις επαναπροωθήσεις, μειώνοντας έτσι άμεσα τον τελικό αριθμό των προσφύγων που καταφέρνουν να ζητήσουν άσυλο.
Η «ηθική» των επαναπροωθήσεων είναι μία ανήθικη «ηθική» και κανένας δημοκρατικός πολίτης δεν έχει δικαίωμα να κλείνει τα μάτια και να την αρνείται. Ακόμη περισσότερο όταν το ζήτημα τίθεται ανοικτά στον δημόσιο διάλογο σε εκλεγμένους εκπροσώπους της χώρας, όπως είναι ο πρωθυπουργός. Αυτό που οφείλει η Ελλάδα, στην παγκόσμια, ευρωπαϊκή και ελληνική κοινότητα, είναι να ζητήσει δημόσια συγγνώμη και να αναληφθούν άμεσα δραστικά μέτρα για την εξάλειψη του φαινομένου, με ταυτόχρονη καταδίκη κάθε τέτοιας προσπάθειας που έρχεται στο φως της δημοσιότητας.
Συμπερασματικά, παραθέτουμε μία αληθινή μαρτυρία από συνέντευξη με Σύριο πρόσφυγα 35 ετών που επαναπροωθήθηκε στις 22.8.2013 από τη Σάμο: «Περίπου στις 10 το πρωί ήμασταν κοντά στο νησί. Κάποια μέτρα μακριά από εμάς ήταν η ελληνική ακτοφυλακή και μας συνέλαβε. Ήταν ένα μεγάλο σκάφος. Ήταν περίπου δέκα αστυνομικοί στο σκάφος. Δύο από αυτούς φορούσαν μάσκες full-face. Μας είπαν να σταματήσουμε να σηκώσουμε τα χέρια μας και να μην κουνηθούμε. Φώναξαν και ένα δεύτερο σκάφος ήρθε. Ήταν ένα μικρότερο, περίπου 15 μέτρων. Στο δεύτερο το μικρότερο σκάφος, όλοι όσοι ήταν εκεί είχαν επίσης καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Με απειλή όπλου και πυροβολισμούς στον αέρα μας ανάγκασαν να μπούμε μέσα και ξαναβρεθήκαμε στη θάλασσα»1.
Σημείωση:
Πηγή: ProAsyl. (2013). «Pushed Back, systematic human rights violations against refugees in the aegean sea and at the greek-turkish land border», www.proasyl.de

Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.

Πηγή: Η Εποχή