Macro

Ο τροχός κινείται στο μετασχηματισμό της κοινωνίας και του κράτους

Η κριτική που ασκείται τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από μερίδα της ελληνικής κοινωνίας περί υποχωρήσεων από την πλευρά της πολιτείας είναι απολύτως σεβαστή. Μα, αλήθεια, όταν επιλέγεται η αμοιβαία συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών, πώς είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να επιβάλλει στον συνομιλητή του το σύνολο των θέσεών του; Αυτό συγκρούεται πλήρως με τη λογική της διαπραγμάτευσης και της συναίνεσης. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που όλα αυτά τα επιχειρήματα τα παρουσίαζαν κάποιοι ως αξεπέραστο εμπόδιο (κοινώς άλλοθι) για να παραμένουν αυτά τα σοβαρά ζητήματα κρυμμένα κάτω από το χαλί.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν – και όχι άδικα – ότι η κρίση που χτύπησε την πόρτα της Ελλάδας στις αρχές του 2010 είχε έναν βαθύτερο και πολυδιάστατο χαρακτήρα. Αρκετοί ήταν εκείνοι που διατύπωσαν και συνεχίζουν να διατυπώνουν τη γνώμη ότι η οικονομική κρίση, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, ήταν μονάχα η κορυφή ενός παγόβουνου που εμφάνιζε βαθύτερα αίτια τα οποία είχαν να κάνουν με την συνοχή της κοινωνίας δομικά, με εγκατεστημένες αξίες, με κοινωνικά κατασκευασμένες νοοτροπίες. Σε τελευταία ανάλυση, η κρίση και το μέγεθός της αφορούσε εν γένει τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους.

Πάνω σε αυτό το ζητούμενο καταγράφεται η έμπρακτη διάθεση της παρούσας κυβέρνησης να επιλύσει ιστορικές και ταυτόχρονα κρίσιμες και απαραίτητες εκκρεμότητες. Ένα από τα κυρίαρχα αφηγήματα του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και πολύ πριν βρεθεί στη διακυβέρνηση της χώρας, ήταν η επιδίωξη της ανασυγκρότησης του κράτους και η εξάλειψη των -εδώ και αρκετές δεκαετίες (αν όχι διαχρονικών)- παθογενειών του. Αρχικά, η κατανόηση του προβλήματος και των αιτιών του είναι το πρώτο και πιο ουσιαστικό βήμα. Με αυτό λοιπόν ως δεδομένο, η πολιτική που εφαρμόζει ένας πολιτικός φορέας της Αριστεράς από τη θέση της διακυβέρνησης δεν μπορεί να περιορίζεται μονάχα σε αυστηρά οικονομικές πολιτικές ελάφρυνσης όσο κι αν αυτές φαντάζουν πιο αναγκαίες από ποτέ. Για να αποτελέσουν όντως αυτές οι πολιτικές μέρος ενός συνολικού σχεδίου και όχι απλώς ένα συνθηματολογικό προεκλογικό γεγονός οφείλει να ασχοληθεί σχολαστικά με την επαναθεμελίωση δομών, συγκροτώντας επιτέλους την Ελλάδα ως ένα σοβαρό και ισότιμο κράτος.

Το Μακεδονικό, η επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, η διευθέτηση των σχέσεων κράτους-εκκλησίας, το Αλβανικό, είναι ζητήματα που άπτονται ακριβώς της παραπάνω προσπάθειας. Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση δεν εφηύρε τον τροχό. Στο παρελθόν και άλλες κυβερνήσεις επέλεξαν να ασχοληθούν με τα παραπάνω ζητήματα. Η ειδοποιός διαφορά εντοπίζεται στη διάθεση να κάτσει στο τραπέζι του διαλόγου με μοναδικό γνώμονα όταν σηκωθεί απ’ αυτό τα ζητήματα αυτά να έχουν κλείσει οριστικά.

Η κριτική που ασκείται τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από μερίδα της ελληνικής κοινωνίας περί υποχωρήσεων από την πλευρά της πολιτείας είναι απολύτως σεβαστή. Μα, αλήθεια, όταν επιλέγεται η αμοιβαία συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών, πώς είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να επιβάλλει στον συνομιλητή του το σύνολο των θέσεών του; Αυτό συγκρούεται πλήρως με τη λογική της διαπραγμάτευσης και της συναίνεσης. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που όλα αυτά τα επιχειρήματα τα παρουσίαζαν κάποιοι ως αξεπέραστο εμπόδιο (κοινώς άλλοθι) για να παραμένουν αυτά τα σοβαρά ζητήματα κρυμμένα κάτω από το χαλί.

Ακόμα και μια επιφανειακή ανάγνωση του ζοφερού διεθνούς περιβάλλοντος θα επιβεβαίωνε ακόμη περισσότερο την αξία της επίλυσης των παραπάνω υποθέσεων. Οι ρευστές διεθνείς συμμαχίες και η άνοδος του φασισμού επιτάσσουν τη θωράκιση της χώρας. Η εξομάλυνση των σχέσεών της με τις γείτονες βαλκανικές χώρες, παραδείγματος χάρη, προσφέρει πολλά περισσότερα στρατηγικά πλεονεκτήματα απ’ όσα ίσως στερεί. Η διάκριση επιτέλους των ρόλων Εκκλησίας – Κράτους, πέρα απ’ τα οικονομικά οφέλη, ορίζεται ως επιτακτικό γεγονός, αν θέλουμε να κάνουμε λόγο για αλλαγή σελίδας στην πορεία της χώρας. Όπως, προφανώς, και το ζήτημα της κατάργησης του κατάπτυστου νόμου περί παραγραφής της ευθύνης Υπουργών. Ας είμαστε ειλικρινείς, η εξωτερική εποπτεία στο πεδίο εφαρμογής οικονομικής πολιτικής είναι δεδομένη, όση ελευθερία κι αν εξασφαλίστηκε με το τέλος των Μνημονίων. Η τελευταία νίκη που πέτυχε το κυβερνητικό στρατόπεδο με την κατάργηση του μέτρου περικοπής των συντάξεων επιβεβαιώνει ότι όντως η διαρκής μάχη που δίνεται δεν είναι επίπλαστη. Σαφώς απαιτείται ακόμη χρόνος.

Όμως, η επιλογή της κυβέρνησης να προχωρήσει με σταθερά βήματα στην επόμενη μέρα, επουλώνοντας βαθιές πληγές, αποτελεί μια εξαιρετικής έμπνευσης κίνηση, η οποία προφανώς και θα της αποδώσει κέρδη για το επερχόμενο εκλογικό της μέλλον. Η πλειοψηφία αντιλαμβάνεται -σε πείσμα πολλών- τι διαδραματίζεται. Αντιλαμβάνεται την σύγκρουση δύο λογικών, τη σύγκρουση δύο κόσμων. Και θα ήταν παράλογο αν αυτές οι τομές δεν προκαλούσαν συγκρούσεις, αυτό είναι το υγιές. Η επίλυση αυτών των ιστορικών εκκρεμοτήτων αποτελεί μεγάλη τύχη για όλους τους πολίτες συνολικά. Ακόμη και για εκείνους που έβγαλαν, αντανακλαστικά, αγκάθια σκαντζόχοιρου. Ακόμη και για κείνους τους λίγους που κατάφερε να πείσει ο Βορίδης πως το μοναδικό στρατηγικό σχέδιο των Συριζαίων είναι να ξεκρεμάσουν τα εικονίσματα λατρείας των αγίων μας, να βγάλουν το σταυρό μας από τη σημαία, να καταργήσουν τα Χριστούγεννα που τελικά… ξανάρχονται.

 

Ο Κώστας Καββαδίας είναι Πολιτικός Επιστήμονας

Πηγή: Η Αυγή