Ο Τζόζεφ Μπρόντσκι ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές. Ποιητής παγκοσμίου μεγέθους παραμένει εν πολλοίς άγνωστος στην Ελλάδα. Γεννημένος στο Λένινγκραντ το 1940, ο Μπρόντσκι θα θεωρηθεί εχθρός του καθεστώτος, θα καταδικαστεί σε καταναγκαστική εργασία και στη συνέχεια θα μεταναστεύσει στην Ηνωμένες Πολιτείες το 1972. Θα βραβευθεί με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1987 και θα οριστεί ως δαφνοστεφής ποιητής των Ηνωμένων Πολιτειών το 1991. Θα πεθάνει τον Γενάρη του 1996.
Το ποίημα που ακολουθεί γράφτηκε αρχικά στα Ρωσικά και δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Часть речи» το 1977 ή αλλιώς «Part of Speech» στην αγγλόφωνη μετάφραση του 1980. Ο ξεριζωμός του Μπρόντσκι, η δική του οδύσσεια, εμπεριέχεται σε μεγάλο βαθμό στη γλωσσική διττότητα της ποίησής του. Μέχρι το τέλος της ζωής του θα γράψει τα περισσότερα ποιήματά του στα ρωσικά, κάποια στα αγγλικά, κάποια θα τα μεταφράσει ο ίδιος, ενώ θα επιβλέψει όλες του τις αγγλόφωνες μεταφράσεις με σχολαστικότητα και αυστηρότητα. Τα εξίσου σημαντικά δοκίμιά του θα γραφτούν απευθείας στα αγγλικά. Τα ποιήματα του βιβλίου «Часть речи» θα γραφτούν λίγο πριν και μέσα στην εξορία. Και ενώ η πρώτη έκδοσή τους θα είναι ρωσική, ο εκδοτικός οίκος που έβγαλε το βιβλίο είναι ο περίφημος Ardis Publishing, εκδοτικός με έδρα το Μίτσιγκαν, ο μεγαλύτερος ρωσόφωνος εκδοτικός εκτός Σοβιετικής Ένωσης. Τα στοιχεία αυτά τα παραθέτουμε όχι ως στοιχεία απλώς της βιογραφίας, αλλά ως εισαγωγή της σημασίας του ταξιδιού στη ζωή και την ποίηση του Μπρόντσκι.
Το ταξίδι βρίσκεται, λοιπόν, στο κέντρο του ποιήματος. Ο Οδυσσέας μιλάει στον Τηλέμαχο. Βρίσκεται λογικά στο νησί της Κίρκης, αλλά η ίδια η αφήγηση δεν δίνει τόση σημασία στον τόπο. Η φιγούρα του Οδυσσέα προβάλει μέσα από τους στίχους τελείως ιδιόμορφη. Μακριά από τον ηρωισμό, ηττημένη στο μεγάλο πουθενά ενός κόσμου που δεν μπορεί να αναγνωρίσει. Ο Μπρόντσκι μας μιλάει εδώ από ένα αντίστοιχο πουθενά, μια νέα χώρα σε μια μακρινή ήπειρο και μια άλλη γλώσσα. Ο τόνος του δεν είναι ούτε νοσταλγικός, ούτε καταγγελτικός. Διαπνέεται από μια ματαιότητα που φτάνει στα όρια της πίκρας, όταν στο τέλος παραδέχεται πως η απουσία του πατέρα γλυτώνει τον γιο απ’ όλες τις κακές κληρονομιές που θα του προσκόμιζε (πόσο ταιριαστό και μαζί παράδοξο είναι να ακούγεται η λέξη «Οιδιπόδειο» σε ένα αρχαιόθεμο ποίημα).
Με έναν τρόπο που θυμίζει τα καβαφικά προσωπεία (έναν ποιητή που ο Μπρόντσκι αγαπούσε ιδιαίτερα), ο ποιητής καταφέρνει να μιλήσει ταυτόχρονα για όσα του λείπουν, για τον ξεριζωμό, αλλά μαζί και τη βαριά σκιά που άπλωσε η γενιά του πάνω στη γενιά που τη διαδέχτηκε (η μετάφραση έγινε από τα Αγγλικα).
Αγαπημένε μου Τηλέμαχε,
ο Τρωικός Πόλεμος
έχει πια τελειώσει. Δεν μπορώ όμως να θυμηθώ ποιος κέρδισε.
Οι Έλληνες, αναμφίβολα, μόνο αυτοί θα άφηναν
τόσους νεκρούς τόσο μακριά από την πατρίδα τους.
Ωστόσο, ο δρόμος για το σπίτι αποδείχθηκε μακρύς.
Και μοιάζει σαν ο γέρο Ποσειδώνας,
ενώ εμείς χάναμε τον χρόνο μας εκεί,
να μεγέθυνε τον χώρο.
Δεν ξέρω πού βρίσκομαι ή ποιο μέρος θα
μπορούσε να είναι αυτό. Ίσως κάποιο άχαρο νησί,
με θάμνους, κτίσματα και μεγάλα γουρούνια που γρυλίζουν.
Ένας κήπος πνιγμένος στα ζιζάνια. Επικράτεια μιας άγνωστης βασίλισσας.
Χόρτα και τεράστιες πέτρες. . . Τηλέμαχε, γιε μου!
Για τον περιπλανώμενο τα πρόσωπα όλων των νησιών
μοιάζουν μεταξύ τους. Και το μυαλό
χάνεται ενώ μετρά τα κύματα. Τα μάτια δακρύζουν
πληγωμένα από τους θαλάσσιους ορίζοντες
και η σάρκα του νερού γεμίζει τα αυτιά.
Δεν θυμάμαι πώς τέλειωσε ο πόλεμος
ούτε ακόμη πόσο χρονών είσαι — δεν μπορώ να θυμηθώ.
Μεγάλωνε, λοιπόν, Τηλέμαχέ μου, γίνε δυνατός.
Μόνο οι θεοί ξέρουν αν θα δούμε ο ένας τον άλλον
πάλι. Δεν είσαι πια το μωρό αυτό
που μπροστά του σταμάτησα το άροτρο και τους ταύρους.
Αν δεν ήταν το κόλπο αυτό του Παλαμήδη
εμείς οι δύο θα ζούσαμε κάτω απ’ την ίδια στέγη.
Όμως ίσως τελικά να είχε δίκιο. Μακριά από εμένα
είσαι προστατευμένος από όλα τα οιδιπόδεια πάθη,
και τα όνειρά σου, Τηλέμαχε μου, είναι αθώα.
Θωμάς Τσαλαπάτης