Macro

Ο Ντουρούτι πέθανε – όμως ακόμη ζει

Ο Ντουρούτι, τον οποίο συνάντησα πριν από ένα μήνα περίπου, έχασε τη ζωή του στις οδομαχίες της Μαδρίτης.

Όσα γνώριζα προηγουμένως γι’ αυτή την ορμητική καταιγίδα του αναρχικού και επαναστατικού κινήματος στην Ισπανία προερχόταν μόνο από αναγνώσματα. Με την άφιξή μου στη Βαρκελώνη, άκουσα πολλές συναρπαστικές ιστορίες για τον Ντουρούτι και τη φάλαγγά του. Αυτές οι ιστορίες με έκαναν να ανυπομονώ να βρεθώ στο μέτωπο της Αραγονίας, όπου υπήρξε η ηγετική μορφή των γενναίων και θαρραλέων πολιτοφυλακών που μάχονταν εναντίον του φασισμού.

Έφτασα στο στρατηγείο του Ντουρούτι προς το βράδυ, εντελώς εξαντλημένη από την πολύωρη διαδρομή σε έναν κακοτράχαλο δρόμο. Λίγες στιγμές με τον Ντουρούτι ισοδυναμούσαν με ένα ισχυρό, αναζωογονητικό και διεγερτικό τονωτικό. Με σώμα γεροδεμένο σαν να είχε σμιλευτεί στους βράχους του Μονσεράτ, ο Ντουρούτι αναμφίβολα υπήρξε η εμβληματικότερη φιγούρα ανάμεσα στους αναρχικούς που συνάντησα απ’ όταν πάτησα το πόδι μου στην Ισπανία. Με ηλέκτρισε η απίστευτη ενέργειά του, που έδειχνε να διαπερνά όποιον βρισκόταν στην ακτίνα εμβέλειάς της.

Βρήκα τον Ντουρούτι πραγματικά μέσα σε ένα σμήνος διεργασιών. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν πέρα δώθε και το τηλέφωνο χτυπούσε συνεχώς καλώντας τον. Επιπλέον, υπήρχαν τα εκκωφαντικά σφυροκοπήματα των εργατών που κατασκεύαζαν ένα ξύλινο υπόστεγο για το επιτελείο του. Μέσα σε όλον αυτόν το χαμό και την προσπάθεια πολλών να αποσπάσουν λίγο από το χρόνο του, ο Ντουρούτι παρέμενε γαλήνιος και υπομονετικός. Με υποδέχτηκε σαν να με γνώριζε μια ολάκερη ζωή. Δύσκολα περίμενα να συναντήσω γενναιοδωρία και ζεστασιά από έναν άνθρωπο που βρισκόταν σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου εναντίον του φασισμού.

Είχα ακούσει πολλά για τη μαεστρία του Ντουρούτι στη διοίκηση της φάλαγγας που έφερε το όνομά του. Ήμουν περίεργη να μάθω με ποιον τρόπο, πέραν τoυ πολεμικού ζήλου, είχε καταφέρει να συγκολλήσει δέκα χιλιάδες εθελοντές χωρίς προηγούμενη στρατιωτική εκπαίδευση και εμπειρία. Ο Ντουρούτι έδειξε να εκπλήσσεται που εγώ, μια παλιά αναρχική, έθεσα αυτό το ερώτημα.

«Ήμουν αναρχικός σε όλη μου τη ζωή», απάντησε, «και ελπίζω να παραμείνω. Θα το θεωρούσα πραγματικά πολύ θλιβερό αν έπρεπε να μεταμορφωθώ σε στρατηγό και να διοικώ τους ανθρώπους με στρατιωτική πειθαρχία. Ήρθαν σ’ εμένα εθελοντικά, είναι έτοιμοι να ρισκάρουν τη ζωή τους στον αντιφασιστικό αγώνα μας. Πιστεύω, όπως πάντα έκανα, στην ελευθερία. Την ελευθερία που βασίζεται στο αίσθημα της ευθύνης. Θεωρώ την πειθαρχία απαραίτητη, αλλά πρέπει να είναι εσωτερική πειθαρχία, καθοδηγούμενη από έναν κοινό σκοπό και ένα ισχυρό αίσθημα συντροφικότητας». Είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη των αντρών του, διότι ποτέ δεν υποδύθηκε το ρόλο του ανώτερου. Ήταν ένας απ’ αυτούς. Έτρωγε και κοιμόταν το ίδιο απλά όπως εκείνοι. Συχνά μάλιστα στερούσε από τον εαυτό του τη μερίδα του φαγητού για κάποιον αδύναμο ή άρρωστο που την είχε περισσότερο ανάγκη. Και μοιραζόταν τον κίνδυνο σε κάθε μάχη. Αναμφίβολα αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας του Ντουρούτι με τη φάλαγγά του. Οι άντρες τον λάτρευαν. Δεν εκτελούσαν απλώς τις οδηγίες του, αλλά ήταν πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν στην πιο επικίνδυνη αποστολή για να αποκρούσουν τις φασιστικές δυνάμεις.

Είχα φτάσει την παραμονή μιας επίθεσης που προετοίμαζε για το επόμενο πρωί. Με το πρώτο φως της ημέρας ο Ντουρούτι προπορεύτηκε ζωσμένος το τουφέκι του στον ώμο, όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι πολιτοφύλακες. Μαζί τους απώθησε τον εχθρό τέσσερα χιλιόμετρα πίσω και επιπλέον κατάφερε να απαλλοτριώσει μια σημαντική ποσότητα όπλων που εγκατέλειψαν οι εχθροί κατά τη φυγή τους.

Το ηθικό υπόδειγμα της πλήρους ισότητας σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί τη μοναδική εξήγηση για την επιρροή του Ντουρούτι. Υπήρχε και κάτι άλλο: η ικανότητά του να κάνει τους πολιτοφύλακες να συνειδητοποιήσουν το βαθύτερο νόημα του αντιφασιστικού πολέμου – το νόημα που είχε σφραγίσει ανεξίτηλα τη δική του ζωή και που είχε μάθει να μεταλαμπαδεύει στις φτωχότερες και περισσότερο καταπιεσμένες τάξεις.

Ο Ντουρούτι μού μίλησε για το πώς αντιμετώπιζε τα δύσκολα προβλήματα που προέκυπταν, όταν οι άντρες ζητούσαν άδεια σε στιγμές που ήταν απαραίτητοι στο μέτωπο. Οι άντρες γνώριζαν πολύ καλά τον ηγέτη τους, γνώριζαν την αποφασιστικότητά του, τη σιδερένια πυγμή του. Αλλά γνώριζαν, επίσης, τη συμπόνοια και την ευαισθησία που έκρυβε πίσω από την αυστηρή του όψη. Πώς θα μπορούσε να αντισταθεί, όταν του μιλούσαν για άρρωστους γονείς, συζύγους ή παιδιά;

Πριν τις ένδοξες ημέρες του Ιουλίου του 1936, ο Ντουρούτι κυνηγήθηκε σαν άγριο θηρίο από χώρα σε χώρα. Φυλακίστηκε ξανά και ξανά ως εγκληματίας. Καταδικάστηκε ακόμη και σε θάνατο. Αυτός! O αναρχικός που μισήθηκε από τη σατανική τριάδα: τη μπουρζουαζία, το κράτος και την εκκλησία. Αυτός ο απόκληρος παρίας που ήταν ανίκανος για συναισθήματα, όπως διαλαλούσε όλη η καπιταλιστική κουστωδία. Πόσο λίγο γνώριζαν τον Ντουρούτι! Πόσο λίγο κατανοούσαν την τρυφερή καρδιά του! Ποτέ δεν έστεκε αδιάφορος στις ανάγκες των συντρόφων του. Τώρα, όμως, είχαν στρατευτεί σε έναν ύστατο αγώνα εναντίον του φασισμού για την προάσπιση της Επανάστασης, και ήταν αναγκαίο ο καθένας να βρίσκεται στη θέση του. Μιλάμε για μια πραγματικά δύσκολη συνθήκη. Όμως, η ευφυΐα του Ντουρούτι ξεπερνούσε όλες τις δυσκολίες. Άκουγε με καρτερία τη δυστυχισμένη ιστορία του κάθε συντρόφου και στη συνέχεια ανέπτυσσε τα αίτια για τις ασθένειες μεταξύ των φτωχών: υπερκόπωση, υποσιτισμός, απουσία οξυγόνου, απουσία λαχτάρας για ζωή.

«Δεν το αντιλαμβάνεσαι, σύντροφε, πως ο πόλεμος που εσύ κι εγώ διεξάγουμε είναι για να διαφυλάξουμε την Επανάστασή μας, πως η Επανάσταση πρόκειται να εξαλείψει τη δυστυχία και τα βάσανα των φτωχών; Πρέπει να νικήσουμε τους φασίστες εχθρούς μας. Πρέπει να κερδίσουμε τον πόλεμο. Και εσύ είσαι ένα αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του πολέμου. Δεν το αντιλαμβάνεσαι, σύντροφε;» Οι σύντροφοι του Ντουρούτι το κατανοούσαν και παρέμεναν.

Μερικές φορές κάποιος αποδεικνυόταν πεισματάρης και επέμενε να εγκαταλείψει το μέτωπο. «Εντάξει», του λέει ο Ντουρούτι, «αλλά θα φύγεις με τα πόδια και, μέχρι να φτάσεις στο χωριό σου, όλοι θα ξέρουν πως το θάρρος σου σε εγκατέλειψε, πως το έσκασες, πως υπεκφεύγεις από το καθήκον που εσύ ο ίδιος ανέλαβες». Αυτό λειτούργησε διά μαγείας. Ο άνθρωπος εκλιπαρούσε να μείνει. Ούτε τα στρατιωτικά καψόνια, ούτε ο καταναγκασμός, ούτε οι πειθαρχικές τιμωρίες ήταν απαραίτητα για να διατηρήσουν τη φάλαγγα του Ντουρούτι στο μέτωπο. Μόνο η εκρηκτική ενέργεια αυτού του ανθρώπου ήταν ικανή να παρασύρει τους πάντες και να τους κάνει να νιώσουν ένα μαζί του.

Ένας σπουδαίος άνθρωπος, αυτό ήταν ο αναρχικός Ντουρούτι. Ένας γεννημένος ηγέτης, ένας δάσκαλος των ανθρώπων, ένας στοχαστικός και τρυφερός σύντροφος – όλα μαζί σε ένα αδιαίρετο σύνολο. Και τώρα ο Ντουρούτι είναι νεκρός. Η μεγαλοπρεπής καρδιά του σταμάτησε πια να χτυπά. Το γεροδεμένο σώμα του σωριάστηκε όπως ο κορμός ενός τεράστιου δέντρου. Κι όμως, κι όμως˙ ο Ντουρούτι δεν πέθανε. Το μαρτυρούν οι εκατοντάδες χιλιάδες που βγήκαν στους δρόμους, στις 22 Νοεμβρίου του 1936, για να αποτίσουν σε εκείνον τον ύστατο φόρο τιμής.

Όχι, ο Ντουρούτι δεν πέθανε. Οι φλόγες του πύρινου πνεύματός του, που φώτισαν όσους τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, δεν θα μπορούσαν ποτέ να σβήσουν. Ήδη οι μάζες έχουν σηκώσει ψηλά τον πυρσό που έπεσε από το χέρι του. Τον κρατούν θριαμβευτικά μπροστά τους δείχνοντας προς το μονοπάτι που εκείνος είχε χαράξει για πολλά χρόνια. Το μονοπάτι που οδηγεί στην ψηλότερη κορυφή του ιδεώδους που πρέσβευε. Αυτό το ιδεώδες ήταν ο Αναρχισμός – το μεγάλο πάθος της ζωής του Ντουρούτι. Το υπηρέτησε απόλυτα. Παρέμεινε πιστός σε αυτό μέχρι την τελευταία του πνοή.

Εάν ήταν απαραίτητο να προσκομίσουμε αποδείξεις για την ευαισθησία του Ντουρούτι, και μόνο το ενδιαφέρον που έδειξε για την ασφάλειά μου θα αρκούσε. Δεν υπήρχε μέρος για να κοιμηθώ το βράδυ στα γραφεία του Γενικού Επιτελείου. Το πλησιέστερο χωριό ήταν η Πίνα, όμως είχε βομβαρδιστεί επανειλημμένα από τους φασίστες. Ο Ντουρούτι εξανίστατο στην ιδέα να με στείλουν εκεί. Επέμενα πως όλα θα πάνε καλά. Μια φορά πεθαίνει κανείς. Διέκρινα την περηφάνια στο πρόσωπό του που η παλιά του συντρόφισσα δεν δείλιαζε. Μου επέτρεψε να πάω υπό τη συνοδεία ισχυρής φρουράς.

Ήμουν ευγνώμων γιατί ο Ντουρούτι μού έδωσε μια σπάνια ευκαιρία να συναντήσω πολλούς από τους συναγωνιστές του και να συζητήσω με τους κατοίκους του χωριού. Το ψυχικό σθένος αυτών των σκληρά δοκιμαζόμενων θυμάτων του φασισμού ήταν άκρως εντυπωσιακό.

Ο εχθρός βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την Πίνα, στην άλλη πλευρά ενός παραπόταμου. Όμως, δεν υπήρχε φόβος ή αδυναμία μεταξύ των ανθρώπων. Πολεμούσαν με ηρωισμό. «Καλύτερα νεκροί παρά υπό τις εντολές των φασιστών», μου έλεγαν. «Συντασσόμαστε και θα πέσουμε μαζί με τον Ντουρούτι μέχρις ενός».

Στην Πίνα ανακάλυψα ένα ορφανό παιδί οκτώ ετών, που το είχαν ήδη υποχρεώσει να εργάζεται καθημερινά για μια οικογένεια φασιστών. Τα μικροσκοπικά της χέρια ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Τα μάτια της ήταν γεμάτα τρόμο από τις φρικτές εμπειρίες που είχε ήδη υποστεί στα χέρια των μισθοφόρων του Φράνκο. Οι άνθρωποι της Πίνα είναι απελπιστικά φτωχοί. Κι όμως, όλοι πρόσφεραν σε αυτό το κακοποιημένο παιδί τη φροντίδα και την αγάπη που προηγουμένως ποτέ δεν είχε γνωρίσει.

Από την αρχή κιόλας του αντιφασιστικού πολέμου τα έντυπα του ευρωπαϊκού Τύπου συναγωνίζονται μεταξύ τους στη συκοφαντία και τη δυσφήμιση των Ισπανών υπερασπιστών της ελευθερίας. Τους τελευταίους τέσσερεις μήνες δεν υπήρξε ούτε μία ημέρα που αυτοί οι σατράπηδες του ευρωπαϊκού φασισμού δεν έγραψαν μερικά από τα συνταρακτικότερα ρεπορτάζ για τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι επαναστατικές δυνάμεις. Καθημερινά οι αναγνώστες αυτών των κίτρινων φυλλάδων τρέφονται με ιστορίες για ταραχές και εξεγέρσεις στη Βαρκελώνη και σε άλλες πόλεις και χωριά που παρέμεναν ελεύθερα από τη φασιστική εισβολή.

Έχοντας ταξιδέψει σε ολόκληρη την Καταλονία, την Αραγονία και το Λεβάντε, και έχοντας επισκεφθεί κάθε πόλη και χωριό που βρίσκονταν στη διαδρομή μας, μπορώ να βεβαιώσω ότι δεν υπάρχει ψήγμα αλήθειας σε καμία από τις αιμοσταγείς αφηγήσεις που είχα διαβάσει σε ορισμένες βρετανικές και ευρωπαϊκές εφημερίδες.

Ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτής της τελείως αδίστακτης κατασκευής ψευδών ειδήσεων ήταν οι αναφορές ορισμένων εφημερίδων σχετικά με το θάνατο του αναρχικού και ηρωικού ηγέτη του αντιφασιστικού αγώνα, του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι.

Σύμφωνα με αυτή την εντελώς παράλογη αφήγηση, ο θάνατος του Ντουρούτι υποτίθεται πως προκάλεσε έντονες διαφωνίες και ταραχές στη Βαρκελώνη ανάμεσα στους συντρόφους του νεκρού επαναστάτη ήρωα.

Όποιος κι αν επινόησε αυτά τα εξωφρενικά πράγματα, σίγουρα δεν βρισκόταν στη Βαρκελώνη. Και επιπλέον δεν γνώριζε τη θέση που κατέχει ο Ντουρούτι στις καρδιές των μελών της CNT και της FAI. Διότι η πραγματικότητα είναι πως ο Ντουρούτι είχε κερδίσει την αγάπη και το σεβασμό όλων ανεξαρτήτως των διαφοροποιήσεων με τις ιδέες του για την πολιτική και την κοινωνία.

Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν υπήρξε τόσο μεγάλη ενότητα στις γραμμές του λαϊκού μετώπου στην Καταλονία απ’ ό,τι τη στιγμή που έγινε γνωστός ο θάνατος του Ντουρούτι μέχρι που οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία.

Κάθε παράταξη που μάχεται τον ισπανικό φασισμό, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης, προσήλθε μαζικά για να αποτίσει φόρο τιμής στον Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι. Αλλά δεν ήταν μόνο οι άμεσοι σύντροφοί του, οι οποίοι απαριθμούσαν εκατοντάδες χιλιάδες, ούτε οι σύμμαχοι στον αντιφασιστικό αγώνα˙ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Βαρκελώνης σχημάτιζε ένα αδιάκοπο ανθρώπινο ποτάμι. Όλοι είχαν προσέλθει για να συμμετάσχουν στη μεγάλη και εξαντλητική νεκρική πομπή. Ποτέ άλλοτε η Βαρκελώνη δεν είχε γίνει μάρτυρας μιας τέτοιας ανθρωποθάλασσας, της οποίας η βουβή οδύνη υψωνόταν και καταλάγιαζε εν πλήρει αρμονία.

Όσον αφορά τους συντρόφους του Ντουρούτι, τους συντρόφους που ήταν στρατευμένοι στο κοινό ιδανικό και εκείνους της γενναίας φάλαγγας που δημιούργησε, ο θαυμασμός, η αγάπη, η αφοσίωση και ο σεβασμός τους δεν άφηναν περιθώρια για διχόνοια ή διαφωνίες. Ήταν ενωμένοι σαν μια γροθιά τόσο στο θρήνο όσο και στην αποφασιστικότητα να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον του φασισμού και να πραγματώσουν την Επανάσταση για την οποία ο Ντουρούτι έζησε, πολέμησε και ρίσκαρε τα πάντα μέχρι την τελευταία του πνοή.

Όχι, ο Ντουρούτι δεν είναι νεκρός. Είναι πιο ζωντανός κι απ’ τους ζωντανούς. Το ένδοξο παράδειγμά του θα αποτελέσει πρότυπο για όλους τους εργάτες και τους αγρότες της Καταλονίας, για όλους τους καταπιεσμένους και τους απόκληρους. Η ανάμνηση του θάρρους και του σθένους του θα τους παρακινήσει σε σπουδαία κατορθώματα μέχρι την οριστική εξόντωση του φασισμού. Τότε θα ξεκινήσει το πραγματικό έργο – η οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού υποδείγματος στηριγμένου στις ανθρώπινες αξίες, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία.

Όχι, όχι! Ο Ντουρούτι δεν πέθανε! Ζει μέσα μας για πάντα!

Το παρόν γράφτηκε από την Έμμα Γκόλντμαν όταν σκοτώθηκε ο Ντουρούτι. Δημοσιεύεται σήμερα, 1η Απριλίου, καθώς τέτοια μέρα το 1939 τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία. Η εξαιρετική μετάφραση ανήκει στον πολύ καλό φίλο της Εποχής και εκδότη Νίκο Κατσιαούνη.

Η ΕΠΟΧΗ