Η αμερικανική Fed προχώρησε στη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων της από το 1994, ενώ ακολούθησαν μετά λίγες ώρες ακόμη τέσσερις κεντρικές τράπεζες. Κοινός στόχος όλων η αντιμετώπιση του πληθωρισμού που εδώ και περίπου έναν χρόνο καλπάζει.
Η επιλογή αυτή, παρά το υψηλό κόστος που έχει για την ανάπτυξη της οικονομίας, θεωρείται από τους απανταχού κεντρικούς τραπεζίτες της υφηλίου μονόδρομος. Οπως μονόδρομο φαίνεται ότι αποτελεί και η ευρέως επικρατούσα αντίληψη ότι μόνο οι κεντρικές τράπεζες είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό και οι κυβερνήσεις οφείλουν να μην ανακατεύονται στη δουλειά τους.
Ωστόσο κάποιοι οικονομολόγοι διαφωνούν. Τονίζουν ότι τα υψηλότερα επιτόκια δεν αντιμετωπίζουν τις βαθύτερες αιτίες των σημερινών πληθωριστικών πιέσεων, ενώ μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στην οικονομία και την κοινωνία. Επισημαίνουν ότι ο σημερινός πληθωρισμός έχει τις ρίζες του στην πλευρά της προσφοράς και την κερδοσκοπία και όχι στη ζήτηση όπου επιχειρούν να παρέμβουν με το σφίξιμο του λουριού και τον περιορισμό της προσφοράς του χρήματος οι κεντρικές τράπεζες. Οι κυβερνήσεις κατά συνέπεια και όχι οι κεντρικές τράπεζες είναι αυτές που θα έπρεπε κυρίως να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους σήμερα, για να αντιμετωπιστεί με επιτυχία ο πληθωρισμός.
Θεωρητικά οι τιμές αυξάνονται όταν η ζήτηση για αγαθά σε μια οικονομία υπερβαίνει την προσφορά. Ωστόσο κάποιες φορές η άνοδος των τιμών και ο πληθωρισμός μπορεί να προκληθεί από απρόβλεπτους παράγοντες, οι οποίοι μειώνουν την ικανότητα της οικονομίας να προμηθεύει με αγαθά. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν τα lockdowns προκάλεσαν προβλήματα και ελλείψεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Ομοίως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επηρέασε την προσφορά και τις τιμές των σιτηρών, των λιπασμάτων και των ορυκτών καυσίμων.
Ο πληθωρισμός μπορεί να πυροδοτηθεί και από συνδυασμό αύξησης της ζήτησης και προβλημάτων στην προσφορά. Η αγορά ημιαγωγών όπου η υψηλή ζήτηση και τα προβλήματα στην προσφορά είχαν ως αποτέλεσμα ελλείψεις και άνοδο των τιμών σε βιομηχανίες που τους χρησιμοποιούν αποτελεί παράδειγμα. Ο σημερινός πληθωρισμός τροφοδοτήθηκε όμως σε μεγάλο βαθμό και από την εκτεταμένη κερδοσκοπία. Το τεράστιο έλλειμμα κανονιστικών ρυθμίσεων στις αγορές, ο ανύπαρκτος ανταγωνισμός, η αυξανόμενη εμπλοκή του σκιώδους τραπεζικού συστήματος σε όλες του είδους τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών με αποκλειστικό στόχο την εξαγωγή υψηλών αποδόσεων, ενισχύουν την αισχροκέρδεια και συντελούν στην άνοδο των τιμών αγαθών όπως το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο, τα τρόφιμα.
Παρ’ όλο λοιπόν που ο σημερινός πληθωρισμός πυροδοτείται κυρίως από τις παραπάνω αιτίες, οι κεντρικές τράπεζες -πιστές στο μονεταριστικό υπόδειγμα και τον ρόλο της προσφοράς του χρήματος- προσπαθούν να τον πολεμήσουν επεμβαίνοντας στη ζήτηση. Αυξάνοντας τα επιτόκια αυξάνουν το κόστος του δανεισμού, περιορίζουν τη ζήτηση για δάνεια και εν τέλει την προσφορά χρήματος στην οικονομία. Λιγότερο χρήμα σε κυκλοφορία σημαίνει όμως χαμηλότερη κατανάλωση και επενδύσεις και κατά συνέπεια άνοδο της ανεργίας. Στην ιδανική περίπτωση αυτή η διαδικασία οδηγεί σε συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης και επιβραδύνει τον ρυθμό αύξησης των τιμών.
Πέραν της οικονομικής επιβράδυνσης και του πόνου που προκαλεί σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, ένα επιπλέον πρόβλημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι παίρνει χρόνο για να φέρει αποτέλεσμα, αν φέρει. Οι εκτιμήσεις των περισσότερων κεντρικών τραπεζών σήμερα είναι για παράδειγμα ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει κοντά στον μακροπρόθεσμο στόχο που αυτές έχουν έπειτα από 1/5-2 χρόνια. Ας σημειωθεί ότι αρκετές φορές στο παρελθόν οι κεντρικές τράπεζες χρειάστηκε να αυξήσουν τα επιτόκιά τους ταχύτερα και υψηλότερα απ’ ό,τι είχαν εξαγγείλει, προκειμένου να διατρανώσουν τη δέσμευσή τους για μείωση των τιμών και να την περάσουν στις προσδοκίες των καταναλωτών. Αυτό το όλο και μεγαλύτερο σφίξιμο του λουριού αποδείχτηκε ακόμη πιο οδυνηρό για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.
Απέναντι σε αυτό τον αβέβαιο και ενδεχομένως καταστροφικό μονόδρομο υπάρχουν αρκετά που θα μπορούσαν να γίνουν από την πλευρά τω κυβερνήσεων. Μέσω της συνεργασίας, αντί της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης, οι κυβερνήσεις για παράδειγμα θα μπορούσαν να έχουν εδώ και καιρό αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία των αλυσίδων εφοδιασμού και των δικτύων μεταφορών. Θα μπορούσαν επίσης να έχουν δρομολογήσει λύσεις απέναντι σε υψηλά διατιμημένα αγαθά. Απέναντι στις παρατεταμένα υψηλές τιμές των καυσίμων που προβλέπεται να συνεχιστούν οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν για παράδειγμα να έχουν ήδη προχωρήσει σε κινήσεις που θα καταστήσουν ευκολότερη και φτηνότερη τη μετακίνηση χωρίς τη χρήση τους.
Τέτοιου είδους παρεμβάσεις αποτελούν και πιο δίκαιο και πιο στοχευμένο τρόπο μείωσης της ζήτησης για ένα αγαθό που η τιμή του ίπταται σε σχέση με την προσέγγιση μείωσης της προσφοράς χρήματος που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες.
Οι κυβερνήσεις μπορούν επίσης να παρέμβουν στην αγορά ρυθμίζοντας τις τιμές. Η επιβολή πλαφόν στις τιμές βασικών αγαθών σε συνδυασμό με μέτρα διασφάλισης του ομαλού εφοδιασμού της οικονομίας με αυτά θα αποφορτίσει τις ανοδικές πιέσεις στις τιμές τους. Η αύξηση των δημοσίων δαπανών ακόμη για μια σειρά από υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη, οι δημόσιες συγκοινωνίες, η αναψυχή, όχι μόνο βοηθούν μεγάλο μέρος της κοινωνίας να σταθεί όρθιο σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, αλλά επηρεάζει και την πορεία των τιμών.
Οι δαπάνες αυτές δεν χρειάζεται να χρηματοδοτηθούν με δανεισμό και να θεωρηθούν πληθωριστικές από τις κεντρικές τράπεζες οδηγώντας τις σε νέες αυξήσεις επιτοκίων. Πόροι μπορούν να αντληθούν από τα υψηλότερα έσοδα, που έτσι και αλλιώς οι κυβερνήσεις έχουν σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, αλλά και την υψηλότερη φορολόγηση των επιχειρήσεων και του μεγάλου πλούτου. Και σήμερα, έπειτα από δεκαετίες φοροελαφρύνσεων υπέρ των τελευταίων, οι κυβερνήσεις έχουν αυτό το περιθώριο. Η πολιτική βούληση είναι αυτό που αναζητείται.
Μπάμπης Μιχάλης