Για τον Μεγάλο Περίπατο του Δημάρχου Αθηναίων έχουν ήδη γραφεί πολλά, κυρίως σε σχέση με το κυκλοφοριακό και το ποδήλατο, αλλά και για τα διαδικαστικά προβλήματα του έργου. Στο παρόν άρθρο θέλουμε να επικεντρωθούμε σε τρία κομβικά κατά τη γνώμη μας ζητήματα: στην αντίληψη για την πόλη που κρύβεται πίσω από την παρέμβαση, στις μεταβολές των αξιών γης που μπορεί αυτή να επιφέρει, καθώς και στην πειραματική, κατά τις δηλώσεις του δημάρχου, διάσταση της.
Οι προτεραιότητες που μπαίνουν σε κάθε πολεοδομική παρέμβαση είτε ρητά είτε άρρητα μαρτυρούν πολλά για την αντίληψη που έχουν οι πολιτικοί αλλά και οι σχεδιαστές για την πόλη, τον τρόπο που κατανοούν τους κατοίκους και οραματίζονται το μέλλον της. Πέρα από το να περιδιαβαίνουν ανέμελοι, οι Αθηναίοι πηγαίνουν στη δουλειά τους, τρέχουν να πάρουν τα παιδιά τους από το σχολείο και να πάνε τη γιαγιά στο γιατρό, βιάζονται να προφτάσουν τα ψώνια και τις υπηρεσίες ανοιχτές. Καμιά φορά χρειάζεται να διασχίσουν την πόλη από την μια άκρη στην άλλη για να τα κάνουν αυτά. Διαφορετικές ομάδες, πλούσιοι και φτωχοί, μετανάστες και ντόπιοι, άντρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, άτομα υγιή ή άτομα με ειδικές ανάγκες, κατοικούν διαφορετικές γειτονιές, με διαφορετικούς τρόπους και βαθμούς δυσκολίας, και ακολουθούν διαφορετικές καθημερινές διαδρομές. Μια παρέμβαση που βάζει τον περίπατο πάνω απ’όλα, είναι μια παρέμβαση που αγνοεί την ταξική διάρθρωση του χώρου της πόλης, αλλά και κάνει συγκεκριμένες – ταξικές και έμφυλες – επιλογές σε σχέση με τη χρήση του χώρου και την οργάνωση του χρόνου των κατοίκων της.
H πρόταση των Νικηφορίδη-Κουόμο στο Rethink Athens Γνωρίζουμε πολύ καλά από την εμπειρία στην ίδια την Αθήνα πως κάθε παρέμβαση επιφέρει και μεταβολές στις αξίες γης, με πολλαπλές επιπτώσεις σε δάφορα επίπεδα. Το κέντρο έχει κατοικία και υπηρεσίες, έχει ακόμη βιοτεχνία και χονδρεμπόριο, έχει εξειδικευμένες πιάτσες που έχουν εξελιχθεί εδώ και δεκαετίες, με μια -όχι πάντα εύκολη- συμβίωση με το αυτοκίνητο. Παρά τις πολλές προσπάθειες αυτά να εξοβελιστούν οριστικά από το κέντρο με γνώμωνα μια φανταστική (και ανύπαρκτη) δυτικοευρωπαϊκή πόλη, πολλές από αυτές τις χρήσεις επιβιώνουν πεισματικά, αν και συχνά με μια πολύ λεπτή οικονομική ισορροπία, κυρίως από την κρίση και μετά. Οποιαδήποτε άνοδος των αξιών γης, με την επακόλουθη άνοδο των ενοικίων, μπορεί να οδηγήσει ταχύτατα στην απομάκρυνση, δηλαδή στον πραγματικότητα στο οριστικό κλείσιμο, πολλών κυρίως μικρών επιχειρήσεων, με πολλαπλαστιαστικές επιπτώσεις για τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως ένα μεγάλο κομμάτι της ακίνητης περιουσίας έχει αλλάξει χέρια τα τελευταία χρόνια, καθώς οικόπεδα και κτήρια αγοράστηκαν σε εξευτελιστικές τιμές. Ήρθε η ώρα φαίνεται να ωφεληθούν οι ραντιέρηδες ιδιοκτήτες γης, σε βάρος των εργαζομένων και των κατοίκων του κέντρου.
Το τρίτο ζήτημα, κάτι που προβάλλεται συνεχώς ως δικαιολογία για όλες τις προχειρότητες, είναι η λεγόμενη «πιλοτική» διάσταση του εγχειρήματος, η ιδέα δηλαδή πως το έργο δεν είναι απαραίτητα μόνιμο, αλλά πως πρόκειται για πειράματα που μπορούν και να αναστραφούν. Εδώ υπάρχουν διάφορα ζητήματα: Το πρώτο είναι πως για μη μόνιμα έργα τα ποσά που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό του Δήμου είναι υπέρογκα. Τα πανάκριβα παγκάκια και οι ζαρντινιέρες πολυτελείας είναι αυτά που έκαναν τον γύρο των σόσιαλ μήντια, αλλά τα συνολικά έξοδα δεν αφορούν μόνον την επίπλωση. Δεύτερον, χρειάζονται πολύ πιο «βαριές» αλλαγές, όπως π.χ. η μετακίνηση των γραμμών των τρόλλεϋ ή των στάσεων των λεωφορείων, που αν γίνουν με προχειρότητα θα είναι ακόμη πιο κακοσχεδιασμένες από πρώτα και σίγουρα όχι αναστρέψιμες. Πού αναγράφεται αυτό το κόστος; Το τρίτο είναι πως τα πειράματα σε πραγματικό χώρο είναι πάντα πολύ ριψοκίνδυνα, με αρνητικές επιπτώσεις συνήθως και τους ασθενέστερους, ενώ κάποιες μεταβολές δεν είναι αναστρέψιμες. Για παράδειγμα, αν κλείσει ένα μαγαζί ή μια βιοτεχνία εξ αιτίας μιας τέτοιας κλίμακας παρέμβασης, δεν ξανανοίγει. Ούτε η τεράστια κλίμακα του συνολικού έργου ούτε η έλλειψη επιστημονικής παρακολούθησης των επιπτώσεών του είναι καλοί οιωνοί. Εδώ δεν θα μπούμε καν στην αισθητική, στις κακοτεχνίες και τις τεχνικές λεπτομέρειες της υλοποίησης, αλλά είναι θέμα που πρέπει επίσης να συζητηθεί.
Σε μια πόλη με ένα τόσο μεγάλο αριθμό φτωχοποιημένων ανθρώπων, ποια είναι η προτεραιότητα του αστικού σχεδιασμού; Με ποιο σκεπτικό, μέσα από ποιες διαδικασίες και με τι στόχο μπήκαν αυτά τα ζητήματα ως κατεπείγοντα; Εδώ ο Δήμαρχος βέβαια δεν πρωτοτυπεί απομονώνοντας το κυκλοφοριακό και μάλιστα με μια αμιγώς τεχνοκρατική προσέγγισή του: το λεγόμενο planning by project είναι κανόνας στην πολεοδομία εδώ και δεκαετίες. Ο καθολικός σχεδιασμός, αυτός που κοιτάζει μια χωρική ενότητα στο σύνολό της και προσπαθεί να κατανοήσει το πώς αλληλοσυνδέονται οι διαφορετικές της πτυχές μόλις υποβαθμίστηκε κι άλλο.
Η Ντίνα Βαΐου είναι πολεοδόμος, ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ
Ο Άρης Καλαντίδης είναι πολεοδόμος, καθηγητής αστικής διαχείρισης στο Μάντσεστερ
Πηγή: Parallaxi