«Μια δυναμική που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθεί: Η δυναμική της ελπίδας». Η φωνή που, ανάμεσα σε πολλές άλλες, έβγαινε από αυτές τις στήλες, από ένα σημείωμα όπως αυτό. Πριν από περίπου τρία χρόνια. Όταν ήταν κυρίαρχη η απογοήτευση από τη διάψευση των προσδοκιών. Όταν ήταν πρόσφατη η κορυφαία διάσταση ανάμεσα στις ενθουσιώδεις προεκλογικές εξαγγελίες, από τη μια, και την κατήφεια, από την άλλη, της υποχώρησης «με το πιστόλι στον κρόταφο». Όταν, με τη συνέχιση της πολιτικής των Μνημονίων η «ήττα» έτσουζε.
Η δυναμική της ελπίδας
Παρούσα τώρα η δυναμική της ελπίδας. «Που δεν είναι μόνο συναίσθημα» είχε πει ο Γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος Έρνεστ Μπλοχ. «Εχει και μια άλλη, καθόλου αφηρημένη ή εξωπραγματική έννοια, στραμμένη προς τον κόσμο, η οποία αναφέρεται στην ικανότητά της να προτρέχει, να προμηνύει τη ροή των γεγονότων».
Δεν ήταν μόνο το πικρό αίσθημα της ματαίωσης και της αποτυχίας που ακολούθησε τη διάψευση και την ήττα. Ήταν η αποθάρρυνση, η αναδίπλωση, η αποστασιοποίηση ενός μέρους της Αριστεράς. Που έδωσε με πείσμα και υψηλό ήθος τις δύο μάχες των εκλογών και εκείνη του δημοψηφίσματος. Έκδηλα ήταν τα συμπτώματα της κόπωσης. Υπήρξαν σε χαμηλότερη, περιορισμένη κλίμακα και τα χειρότερα – η θλιβερή κυκλοθυμική επιστροφή στο καθεστώς των ύβρεων, των πολιτικών και ηθικών καταγγελιών, που αναβίωναν ένα παρελθόν που πιστεύαμε ότι είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Και ήταν επίσης η απαράδεκτη αφέλεια, η sancta simplicitas του απλοϊκού βολονταρισμού, που συγχέει επιθυμίες και πραγματικότητα και θέλει να αγνοεί ότι ο αδυσώπητος πολιτικός, ταξικός πόλεμος που διεξάγεται, συνεπάγεται νίκες αλλά και ήττες. Αφέλεια που ακόμα και μπροστά σ’ έναν κατάφωρα δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων απορρίπτει κάθε συμβιβασμό και αναζητεί «την ιδεολογική καθαρότητα».
Για τις ήττες, τα επιτελεία λογοδοτούν. Σε κλίμα αυστηρότητας και νηφαλιότητας. Αναλαμβάνονται ευθύνες για τα λάθη και τις παραλείψεις με πνεύμα αυτοκριτικής, καταλογίζονται ευθύνες και επιβάλλονται πολιτικές και ηθικές κυρώσεις όταν το πνεύμα αυτό απουσιάζει. Ούτε αυτό κατορθώθηκε. Δημιουργήθηκε ένα κλίμα όπου, εκτός από τις πελώριες δυσκολίες που ήταν επόμενο να αντιμετωπίζει η «για πρώτη φορά Αριστερά» στην κυβέρνηση, ήλθε να προστεθεί η αδυναμία της Αριστεράς να διαχειριστεί την ήττα της.
Τώρα αυτά αποτελούν παρελθόν – τείνουν να αποτελέσουν παρελθόν και αυτό δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει επαρκώς. Περάσαμε το κατώφλι της μεταμνημονιακής εποχής. Συνεχίζεται η εποπτεία των «θεσμών» ως προς την εκπλήρωση των στόχων που έχουν συνομολογηθεί – που έχουν επιβληθεί από έναν δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων, μέρος του οποίου είναι και η δική μας πλευρά και άρα και σ’ αυτήν εναπόκειται η προσπάθεια για τη μεταβολή του στο μέτρο του δυνατού.
Εποπτεία των θεσμών, που υφίστανται και άλλες χώρες, χωρίς όμως την τυραννία των αξιολογήσεων. Χωρίς την εξουθενωτική εξάρτηση από τις διαβόητες «εκταμιεύσεις». Η επιτυχία της έκδοσης του πενταετούς και του δεκαετούς ομολόγου μάς έδωσε τα εισιτήρια για να προσφύγουμε, εφόσον χρειαστεί, στις αγορές για τις ανάγκες της χρηματοδότησης της οικονομίας. Αργά, βασανιστικά αλλά σταθερά η χώρα ανακτά το μέρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της που είχε απολέσει.
Εξόρμηση πόρτα – πόρτα
Βρισκόμαστε σε μια νέα φάση. Το διαπιστώνουμε και εμείς και οι αντικειμενικοί παρατηρητές. Χρειάζεται να το μάθει και να πειστεί γι’ αυτό ο πολύς κόσμος. Δεν θα κατασκευαστεί κανένα success story. Θα παρατεθούν τα υπαρκτά, συγκεκριμένα, απτά στοιχεία, με στόχο οι πληροφορίες να φτάσουν και στο τελευταίο σπίτι. Υστερούμε απαράδεκτα σε αυτό τον τομέα, ενώ ο αντίπαλος έχει εξαπολύσει μια τρομακτική εκστρατεία παραπληροφόρησης την οποία υποτιμούμε.
Τα στοιχεία είναι άφθονα, αρκεί να παρουσιαστούν μεθοδικά, συστηματικά, χωρίς έπαρση, με πειστικό τρόπο και κρουστικό λόγο. Χρειάζεται να προβληθούν, να αναλυθούν και να εκλαϊκευτούν, γιατί στην πραγματική οικονομία των νοικοκυριών, στην τσέπη των απλών ανθρώπων, η διαφορά θα αργήσει να φανεί.
Υπάρχουν πολλοί δείκτες της οικονομίας που δεν γίνονται αντιληπτοί παρά μόνον από τους άμεσα ενδιαφερόμενους: η μείωση της ανεργίας, η διαδικασία αποκατάστασης των συλλογικών συμβάσεων, η υγειονομική περίθαλψη των ανασφάλιστων, οι ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια και, τελευταίο, η αύξηση του κατώτατου μισθού.
Επιβάλλεται μια σχεδιασμένη, εκτεταμένη, «διαφωτιστική» εξόρμηση ενόψει των επικείμενων εκλογικών αναμετρήσεων, ώστε και με τη συμβολή της να φυσήξει άνεμος αισιοδοξίας στις οργανώσεις του κόμματος και στον λαό. Να πιστέψουμε στη δυνατότητα της νίκης, αρκεί να εγκαταλειφθεί η επανάπαυση, ο εφησυχασμός, η νοοτροπία του καναπέ και της παραίτησης. Στην ίδια συνάφεια, το επόμενο μεγάλο θέμα είναι η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ, το άνοιγμα του στην κοινωνία. Και εδώ υπάρχει υστέρηση και αδόκιμη αφετηρία.
Φραγή στους υπαίτιους των δεινών του λαού
Πολλή συζήτηση γίνεται για την Κεντροαριστερά και για τις «γέφυρες». Η γεφυροποιία είναι πολύ του συρμού. Αλλά δεν χρειάζεται. Οι γέφυρες συνδέουν, ενώνουν αντικριστές, αντίθετες όχθες. Σ’ αυτές τις εκλογές (ευρωεκλογές, βουλευτικές, αυτοδιοικητικές) το στρατόπεδο των δημοκρατικών δυνάμεων συνδέεται, «δένει» με το κοινό διακύβευμα: τη φραγή στον δρόμο προς την επιστροφή στην εξουσία των υπαίτιων, των δραστών και των ηθικών αυτουργών που ευθύνονται για τα δεινά του λαού μας.
Αυτός είναι ο στόχος, ο κοινός σκοπός που είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί από όλους. Γύρω από αυτόν τον στόχο οικοδομείται η λαϊκή ενότητα, μ’ αυτό τον σκοπό πραγματοποιείται η αμφίπλευρη διεύρυνση – τα άλλα είναι εκ του Περισσού ή εκ του πονηρού. Θεμιτή η συζήτηση για τη νεκρανάσταση της Κεντροαριστεράς, όμως χωρίς αυτό να γίνεται η βασική μέριμνα, «ενός άλλου εστί χρεία», για να παραφράσουμε την ευαγγελική ρήση. Τη σφυρηλάτηση γύρω από αυτό το κοινό διακύβευμα που ξεχωρίζει τις επικείμενες εκλογές από όσες άλλες έχουν γίνει: Να κλείσουμε τον δρόμο στην επιστροφή στην κυβέρνηση των υπαίτιων των δεινών, των υποτρόπων της εγκληματικής λιτότητας, των εμμονικών στις αντιδραστικές ιδέες του εθνικισμού και της προγονοπληξίας.
Δεν είναι ο μοναδικός ή ο κύριος αντίπαλος η Ακροδεξιά, που σηκώνει κεφάλι παντού. Τα φληναφήματα περί του επικίνδυνου λαϊκισμού με τον οποίο εξισωνόταν κάθε διεκδίκηση «από τα κάτω» έχουν από καιρό θολώσει την κρίση της κοινής γνώμης, όχι τυχαία βέβαια (ας θυμηθούμε ότι ο πρώτος διδάξας ήταν ο Κ. Σημίτης).
Μία είναι η Δεξιά με πολλά πρόσωπα
Μία είναι η Δεξιά, η παράταξη της συντήρησης, της ολιγαρχίας του πλούτου, του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας, της θεοποίησης της αγοράς που διεισδύει ώς τις παρυφές της προοδευτικής παράταξης. Μια είναι η Δεξιά, με πολλά πρόσωπα και διαφορετικές ιδεολογίες. Η Κεντροδεξιά του Μητσοτάκη, η «ακραιφνής Δεξιά» του Βορίδη και του Γεωργιάδη και η Χρυσή Αυγή. Διαφέρουν ιδεολογικά, έχουν όμως το ίδιο στοιχείο, την κοινή στρατηγική πρόσβασης στην εξουσία. Τον δεξιό λαϊκισμό.
Γιατί περί αυτού πρόκειται: ο πολυσυζητημένος λαϊκισμός δεν είναι ιδεολογία (ούτε σχολή σκέψης, ούτε ύφος πολιτικής -ακούστηκαν και αυτά). Είναι ο λαϊκισμός της Δεξιάς, ο ξενόφοβος, αντιπροσφυγικός, αντικομμουνιστικός λαϊκισμός.
Η Συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε ο καταλύτης. Ανέδειξε γύρω από κοινό στρατηγικό στόχο -την καταπολέμησή της- την ενότητα της δεξιάς παράταξης απ’ άκρον εις άκρον.
Και στο στρατόπεδο των δημοκρατικών δυνάμεων ουσιαστικά υπάρχει θέσει και δυνάμει ενότητα. Καταλύτης ήταν ο ρόλος της Συμφωνίας των Πρεσπών και εδώ. Η ενότητα σφυρηλατείται, με τη σίγαση, βαθμιαία, των ενδιάμεσων (ΚΙΝ.ΑΛΛ. και άλλων θλιβερών καταλοίπων) που γλιστρούν οδεύοντας στη μοιραία συνάντησή τους με τη Νέα Δημοκρατία.
Με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση Τσίπρα, η δημοκρατική παράταξη αναπτύσσει και δυναμώνει την ενότητά της. Ενότητα δυνάμεων, που στη νεότερη ιστορία μας, ανατρέχει στο ασυναγώνιστο ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα, πλατιά διαταξική συμμαχία εθνικής εμβέλειας και διαχρονικής συνέχειας, η οποία, παρά τα διαλείμματα διαφορετικής, αλλότριας εκλογικής έκφρασης (ΕΠΕΚ, ΠΑΣΟΚ), φτάνει ώς τις μέρες μας, με αδιαπραγμάτευτο τον ηγεμονικό ρόλο της Αριστεράς.
Τάσος Τρίκκας
πηγή: Η Αυγή