Η εκλογή του κυρίου Πιερρακάκη στη θέση του επικεφαλής του Eurogroup αποτελεί αναμφισβήτητα μια μεγάλη επιτυχία για τον κύριο Πιερρακάκη αλλά και την πολιτική ομάδα στην οποία ανήκει. Είναι μια ψήφος εμπιστοσύνης στο άτομό του, καθώς όχι μόνο η ελληνική κυβέρνηση μαστίζεται από οικονομικά σκάνδαλα αλλά και η Κομισιόν δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο, με την πτώση της Επιτροπής Σαντέρ να ρίχνει ακόμα βαριά σκιά σε όλες τις Επιτροπές που ακολούθησαν από τότε ενώ αποτέλεσε ένα σημαντικό επιχείρημα στη φαρέτρα όσων επιδίωξαν και πέτυχαν τελικά το Brexit.
Η πτώση της Επιτροπής Σαντέρ τον Μάρτιο του 1999 δεν ήταν ένα απλό επεισόδιο διοικητικής δυσλειτουργίας· υπήρξε το αποκορύφωμα ενός συστηματικού προβλήματος αδιαφάνειας, πελατειακών διορισμών και κακοδιαχείρισης κοινοτικών πόρων που είχε ριζώσει στους διαδρόμους των Βρυξελλών ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ο Λουξεμβούργιος πρόεδρος Ζακ Σαντέρ, ο οποίος είχε αναλάβει τα ηνία της Επιτροπής το 1995 φιλοδοξώντας να ολοκληρώσει τη διαδικασία του Μάαστριχτ και να εισαγάγει το ευρώ, βρέθηκε τελικά να διαχειρίζεται όχι τις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις της εποχής αλλά τη συσσωρευμένη δυσπιστία των ευρωβουλευτών και τον βομβαρδισμό δημοσιευμάτων που αποκάλυπταν διαρκώς νέες πτυχές διαφθοράς.
Η υπόθεση που λειτούργησε ως θρυαλλίδα ήταν η αποκάλυψη ότι η Γαλλίδα επίτροπος Έρευνας και Εκπαίδευσης Εντίτ Κρεσόν –πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας επί Μιτεράν– είχε προσλάβει τον οδοντίατρό της ως «ειδικό σύμβουλο» σε θέματα AIDS, παρά το γεγονός ότι ο εν λόγω γιατρός διέθετε ελάχιστη σχετική εμπειρία. Η θέση φέρεται να δημιουργήθηκε ad hoc, με μισθό να προσεγγίζει τις 12.000 ευρώ μηνιαίως, και με αρμοδιότητες που παρέμεναν ασαφείς. Η έκθεση της ανεξάρτητης επιτροπής εμπειρογνωμόνων που συστάθηκε ύστερα από πίεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατέληξε ότι η Κρεσόν είχε παραβιάσει βασικές αρχές περί διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης, ενώ παράλληλα είχε αποκρύψει την αποτυχία υλοποίησης προγραμμάτων κατάρτισης νέων, με αποτέλεσμα να χαθούν εκατομμύρια ευρώ από κοινοτικούς πόρους χωρίς να υπάρχει απτό αποτέλεσμα.
Το σκάνδαλο δεν περιορίστηκε σε μία μεμονωμένη περίπτωση. Η ίδια έκθεση εντόπισε «απώλεια ελέγχου» σε τουλάχιστον δέκα από τους δεκαεννιά επιτρόπους, μεταξύ των οποίων και ο Ισπανός αντιπρόεδρος Μανουέλ Μαρίν, ο οποίος κατηγορήθηκε για αδιαφανή διαχείριση ανθρωπιστικής βοήθειας προς την πρώην Γιουγκοσλαβία. Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι συμβάσεις εκατομμυρίων ευρώ είχαν ανατεθεί χωρίς διαγωνισμό, με κριτήρια που παρέπεμπταν σε προσωπικές γνωριμίες και πολιτικά δίκτυα, ενώ πολλά έγγραφα είχαν εξαφανιστεί ή παραποιηθεί. Η αίσθηση που δημιουργήθηκε ήταν ότι η Επιτροπή είχε μετατραπεί σε έναν κλειστό κύκλο εξουσίας όπου οι κανόνες της αγοράς και οι δημοσιονομικές υποχρεώσεις παραβιάζονταν συστηματικά.
Το πολιτικό κόστος ήταν δυσβάστακτο. Ο Ζακ Σαντέρ, ο οποίος μέχρι τότε θεωρούνταν ένας συναινετικός πολιτικός με άριστες σχέσεις στα κράτη-μέλη, βρέθηκε απομονωμένος. Οι ευρωβουλευτές, που είχαν αποκτήσει νέες αρμοδιότητες μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, έστειλαν σαφές μήνυμα ότι δεν επρόκειτο να χορηγήσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην Επιτροπή. Η ομαδική παραίτηση στις 16 Μαρτίου 1999 ήταν αναπόφευκτη και ιστορική: ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που ολόκληρο το κολέγιο των επιτρόπων παραιτήθηκε εν μιά νυκτί, αφήνοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση «ακέφαλη» για μήνες, ενώ βρισκόταν σε κρίσιμες διαπραγματεύσεις για τη διεύρυνση προς την Ανατολική Ευρώπη.
Το σκάνδαλο Σαντέρ δεν αφορούσε απλώς ηθικά παραπτώματα· είχε και σαφή οικονομική διάσταση. Η Επιτροπή διαχειριζόταν τότε περίπου το 80 % του προϋπολογισμού της Ένωσης, δηλαδή περισσότερα από 80 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Η έλλειψη επαρκούς εσωτερικού ελέγχου σήμαινε ότι ποσά τα οποία θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε διαρθρωτικά ταμεία, κοινωνικά προγράμματα ή γεωργικές ενισχύσεις κατέληγαν σε «ειδικούς συμβούλους», εταιρείες-σφραγίδες και μη κυβερνητικές οργανώσεις που λειτουργούσαν ως προέκταση πολιτικών γραφείων. Η ίδια η έκθεση ανέφερε ότι «η πολιτική ηγεσία απώλεσε τον έλεγχο των υπηρεσιών της», γεγονός που ισοδυναμούσε με παραδοχή συστημικής αποτυχίας.
Η συμβολική και θεσμική συνέπεια υπήρξε καταλυτική. Η παραίτηση Σαντέρ λειτούργησε ως καμπανάκι για τα κράτη-μέλη, τα οποία αποφάσισαν να ενισχύσουν τις ελεγκτικές αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να ιδρύσουν την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), η οποία άρχισε να λειτουργεί το 1999 με αποστολή τη διασφάλιση της νομιμότητας στις δαπάνες της Ένωσης. Το σκάνδαλο, ωστόσο, άφησε βαθιές πληγές στην αξιοπιστία των θεσμών: η ιδέα ότι η Επιτροπή μπορεί να λειτουργεί ως «κλειστό κλαμπ» πολιτικών φίλων διατήρησε τη διαπλοκή στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής δημόσιας συζήτησης για χρόνια, ενώ η απουσία ποινικών κυρώσεων για τους πρωταγωνιστές –η Κρεσόν καταδικάστηκε μεν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2006, αλλά δεν της επιβλήθηκε καμία ποινή– ενίσχυσε την αντίληψη της ατιμωρησίας.
Μέχρι σήμερα, το σκάνδαλο Σαντέρ παραμένει το μοναδικό παράδειγμα ομαδικής παραίτησης στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λειτουργεί ως σημείο αναφοράς κάθε φορά που νέες υποθέσεις διαφθοράς έρχονται στο φως, όπως το «Qatargate» του 2022 ή οι πρόσφατες κατηγορίες για χειραγώγηση διαγωνισμών της Ευρωπαϊκής Διπλωματικής Ακαδημίας. Η διαφορά είναι ότι η κρίση του 1999 δεν περιορίστηκε σε μεμονωμένα άτομα, αλλά αποκάλυψε ένα σύστημα όπου η πολιτική επιρροή, οι προσωπικές γνωριμίες και η αδιαφάνεια είχαν γίνει κανόνας. Η συλλογική παραίτηση ήταν ο μόνος τρόπος να αποκατασταθεί προσωρινά η νομιμοποίηση της Ένωσης, αλλά το ερώτημα που παραμένει είναι κατά πόσον οι δομικές αιτίες που γέννησαν το σκάνδαλο έχουν πραγματικά εξαλειφθεί ή απλώς μεταμφιέστηκαν σε πιο σύνθετες και τεχνικά θωρακισμένες μορφές.
Δεν έχει παρά να ευχηθεί κανείς στον κύριο Πιερρακάκη να αποφύγει τις κακοτοπιές που συνοδεύουν τη νέα του θέση και να είναι απλές φήμες οι σκιές που ρίχνουν πάνω του κάποια από τα σκάνδαλα της κυβέρνησης στην οποία ανήκει.
Κώστας Ψιούρης