Η στεγαστική κρίση είναι ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα για την ελληνική κοινωνία και καινοφανή ζητήματα για την ελληνική πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί ιστορικά η πρόσβαση στη κατοικία εξασφαλιζόταν για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων, μέσω μηχανισμών αυτοστέγασης και της αντιπαροχής που οδήγησαν σε μεγάλα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ποσοστά ιδιοκατοίκησης (άνω του 80% του συνολικού πληθυσμού). Η κατάσταση σήμερα τείνει να αντιστραφεί, με την Ελλάδα να μετατρέπεται με σταθερούς ρυθμούς από χώρα ιδιοκτητών σε χώρα ενοικιαστών. Ενδεικτικό είναι ότι οι νέοι 18 έως 34 ετών σε ποσοστό άνω του 70% είναι εξαρτημένοι από τη γονεϊκή εστία, ενώ η Ελλάδα είναι με διαφορά η πρώτη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με υπέρογκο κόστος στέγασης ως ποσοστό του συνολικού εισοδήματος (κατά μέσο όρο η επιβάρυνση αφορά το 1/3 του εισοδήματος, με τον μ.ό. της ΕΕ να είναι κάτω από το 1/5). Η κυβέρνηση, η οποία ακολουθεί πιστά το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα, ενισχύοντας πολλαπλώς την εξάρτηση της κατοικίας από το τραπεζικό κεφάλαιο και κατά συνέπεια τη στεγαστική κρίση, ερμηνεύει την κατάσταση ως συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και της αναθέρμανσης της βιομηχανίας του real estate, που προκαλεί άνοδο των τιμών γης και κατοικίας, χωρίς να λαμβάνει κανένα μέτρο για την άμβλυνση των διογκούμενων στεγαστικών ανισοτήτων και των συνεπειών τους.
Το ζήτημα που θέλει να αναδείξει το παρόν κείμενο είναι ποια είναι τα κέρδη και οι απώλειες από την παραπάνω συνθήκη. Ποιοι, με άλλα λόγια, κερδίζουν και ποιοι χάνουν από τη μετατροπή της κατοικίας σε εμπορευματικό και χρηματιστικό προϊόν, να τονίσει τις συγκρούσεις που ενσωματώνει η στεγαστική κρίση, αλλά και να θέσει πολιτικά ερωτήματα σε σχέση με μια αναγκαία ιδεολογική και πολιτική κατεύθυνση που πρέπει να λάβει υπόψιν μια σύγχρονη αριστερή πολιτική για την κατοικία.
Το real estate καταπίνει ενοικιαστές και αδύναμους ιδιοκτήτες
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τι συμβαίνει, ας πάρουμε ως αντιπαραβολή το παράδειγμα της πολυκατοικίας, την κυρίαρχη μορφή κατοίκησης στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία. Μέσα σε μια πολυκατοικία θα βρούμε σήμερα ιδιοκτήτες που τα εισοδήματα τους έχουν αυξηθεί σημαντικά τόσο από την είσπραξη ενοικίων, όσο και από τη μετατροπή κατοικιών σε τουριστικά καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, καθώς και από την πώληση κατοικιών σε επενδυτές μέσω του προγράμματος της golden visa. Γύρω από αυτούς λειτουργεί και «ανθίζει» μια ολόκληρη οικονομία του real estate, με εταιρείες διαχείρισης ακινήτων, μεσίτες, funds κλπ, οι οποίοι με τη σειρά τους βλέπουν τα κέρδη τους να αυξάνονται από το ράλι των τιμών ακινήτων. Από την άλλη, μέσα στην ίδια πολυκατοικία, βρίσκονται ενοικιαστές από τους οποίους ζητούνται υπέρογκες αυξήσεις για να συνεχίσουν να διαμένουν εκεί, ιδιοκτήτες που απειλούνται με εξώσεις από τα σπίτια τους λόγω άρσης της προστασίας πρώτης κατοικίας, νοικοκυριά με διαφορετικά εισοδήματα που διαμένουν σε διαμερίσματα που τους ανήκουν, νέοι που κατοικούν με τους γονείς τους, καθώς το εισόδημά τους δεν τους επιτρέπει τη στεγαστική τους αυτονόμηση, αλλά και μετανάστες στοιβαγμένοι στα υπόγεια που πληρώνουν το κρεβάτι με το κεφάλι.
Η παραπάνω κοινωνική διαφοροποίηση δεν είναι φυσικά καινούρια στην οικολογία της πολυκατοικίας και σίγουρα οι αντιφάσεις που προκύπτουν, φαίνεται ότι έχουν πολλές όψεις/τροχιές εξάρτησης από το παρελθόν (path dependency). Σήμερα, όμως, εντοπίζονται αλλαγές που δεν αφορούν στη «συνύπαρξη», η οποία προκύπτει από ευρείες κοινωνικές ρυθμίσεις και συναινέσεις, σχέσεις και συμφέροντα, προς όφελος της μικρής ιδιοκτησίας και της πρόσβασης σε αυτή. Αντίθετα, αφορούν σε μια άλλη κλίμακα κεφαλαίων, τα οποία επενδύονται και διαμορφώνουν ένα νέο οικοσύστημα από μεγάλους παίχτες, εταιρείες ή πρόσωπα, με τη διαμεσολάβηση και άμεση εμπλοκή του τραπεζικού κεφαλαίου. Έτσι, η κοινωνική «συνύπαρξη» στην πολυκατοικία αντικαθίσταται όλο και περισσότερο από έντονες πολώσεις, οι οποίες προκύπτουν από πιέσεις που ασκούνται και δημιουργούν εκτοπισμούς στους πιο αδύναμους, απειλούν τη χρήση και μεταλλάσσουν την ίδια τη λειτουργία της πολυκατοικίας.
Να οργανωθεί η σύγκρουση κατοικίας – real estate
Με το παράδειγμα της πολυκατοικίας, αυτό που βλέπουμε να διαμορφώνεται σήμερα είναι η δημιουργία δυο κόσμων στο στεγαστικό τοπίο. Ο ένας είναι ο κόσμος του real estate και ο άλλος ο κόσμος της κατοικίας, οι οποίοι βρίσκονται σε σύγκρουση. Ο κόσμος του real estate είναι πολιτικά οργανωμένος και προωθεί τα συμφέροντά του, έχοντας βαθιές ρίζες στο κόμμα της κυβερνητικής παράταξης, διαμορφώνοντας ένα μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων με πολλαπλές πολιτικές προσβάσεις που διεκδικεί και επιτυγχάνει αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο προς διευκόλυνση επενδύσεων κ.α. Αντίθετα με άλλες ώριμες πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες στην Ευρώπη (συνδικάτα, ενώσεις ενοικιαστών κ.α.), ο κόσμος της κατοικίας στην Ελλάδα βρίσκεται σχετικά ανοργάνωτος σε πολιτικό επίπεδο, με αποτέλεσμα να μην έχουν δομηθεί εκείνες οι πολιτικοκοινωνικές διεργασίες που να προωθούν τα συμφέροντα του και να ασκούν αντίστοιχες πολιτικές πιέσεις. Παρά την εμφάνιση κινηματικών πρωτοβουλιών, κυρίως μέσω των κινητοποιήσεων κατά των πλειστηριασμών, πρωτοβουλιών σε επίπεδο γειτονιάς κατά του φαινομένου του gentrification (Εξάρχεια, Μεταξουργείο), αλλά και στο ψηφιακό πεδίο ομάδων που πολιτικοποιούν τη συζήτηση γύρω από την κατοικία, η σύνδεση των τοπικών πρωτοβουλιών με θεσμούς, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, είναι ισχνή ή ανύπαρκτη. Και ενώ τα τελευταία χρόνια η Αριστερά έχει ενσωματώσει στην ατζέντα της θέσεις για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην κατοικία, δεν έχει καταφέρει έναν θαρραλέο προς το παρόν διάλογο των κινηματικών πρωτοβουλιών με το πολιτικό επίπεδο, ώστε μέσω αυτής της ανατροφοδότησης να μετουσιώνει καλές προθέσεις σε ξεκάθαρες πολιτικές.
Να παραχθεί πρόταση πολιτικής
Μέσα στον «κόσμο της κατοικίας» υπάρχουν διαφοροποιήσεις που αφορούν στα ποικίλα υποκείμενα που συγκροτούν μια τέτοια ομάδα. Εκεί, οι πιο ευάλωτοι στις πιέσεις είναι προφανώς οι ενοικιαστές. Μια πολιτική για τη στέγαση πρέπει κατά κύριο λόγο να θωρακίζει και να διασφαλίζει τα δικαιώματα των ενοικιαστών με διαφορετικά εργαλεία άσκησης πολιτικής. Αναγκαία εδώ είναι η υποστήριξη της οικονομικά προσιτής κατοικίας και η παραγωγή κοινωνικής κατοικίας από μη-κερδοσκοπικούς φορείς του δημόσιου και της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί να είναι ασύνδετη με τη ρύθμιση του τοπίου της αγοράς όσον αφορά, αφενός, τη ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και, αφετέρου, την εν γένει ρύθμιση των ενοικίων, με συγκράτηση των τιμών μέσω παρακολούθησης και κατά τόπο παρέμβασης.
Το δικαίωμα στην κατοικία, όμως, αφορά όλο τον κόσμο της κατοικίας. Αφορά όσους έχουν και όσους δεν έχουν στέγη. Αφορά όλη την κοινωνία και τον χώρο της πόλης. Αφορά την πρόσβαση σε αυτή, την ποιότητά της και τις ευρύτερες ποιότητες που προσφέρουν οι αστικές υποδομές γύρω από αυτή. Αφορά σε ζητήματα αρχιτεκτονικής και ενεργειακής φτώχειας, αφορά όμως και στο πολεοδομικό περιβάλλον, τις άλλες χρήσεις που την πλαισιώνουν και όσες την απειλούν (βλ. τουρισμό).
Μια πολιτική για την κατοικία χρειάζεται προτεραιότητες, αλλά χρειάζεται και ξεκάθαρες επιλογές. Επιλογές για το ποιον κόσμο υπερασπίζεται και πώς τον υπερασπίζεται.
Ο Βασίλης Δελής είναι πολιτικός επιστήμονας, απόφοιτος ΕΣΔΑ
Η Όλγα Μπαλαούρα είναι δρ. αρχιτέκτονας- πολεοδόμος